Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κάποιος ο οποίος φέρεται ηγεμονικά ταυτίζοντας έναν θεσμό με το πρόσωπό του. Βλ. και Μαρία Αντουανέτα.
Got a better definition? Add it!
Ζαίος/α είναι ο άνθρωπος χωρίς αρχές, ο οποίος συνήθως πράττει τα αντίθετα από αυτά που διακηρύσσει ότι ασπάζεται. Αρέσκεται στην ηθικολογία, την οποία με την πρώτη ευκαιρία χρησιμοποιεί για να σκουπίσει τα οπίσθια του.
Το μέγεθος της ασυνέπειας ενος ζαίου μετράται με το λεγόμενο Ζαιόμετρο:
Διαφέρει από τον κοινό μπαγαπόντης, παγαπόντης, κοπρίτης ή κατσαπλιάς διότι κατέχει το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς.
Συνώνυμα
Βουλευτής-Προστάτης των φτωχών και υπέρμαχος της αναδιανομής πλούτου κάνει έξωση (διαταγή απόδοσης μισθίου) στην άνεργη που νοικιάζει ένα εκ των 45 διαμερισμάτων του.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που είναι υπερβολικά μαστουρωμένο απο οποιαδήποτε ουσία,ή υπερβολικά κουρασμένο λόγω φυσιολογικής κόπωσης,σε σημείο που δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά,παρα μόνο να κάθεται στο κρεβάτι/καναπέ.
Θα βγείς για καφέ σήμερα φίλε; Οχι ρε με τίποτα,πριν λίγο γύρισα απο 10ωρο δουλειά και είμαι χωματερή!
Αυτός γιατί δε μιλιέται πάλι; Δέν ξέρω,λογικά θα πήρε τίποτα χάπια για να είναι τόσο χωματερή...
Got a better definition? Add it!
Published
α)Επίκληση θρυλικού προσώπου, προς ένταση της προσοχής απέναντί στον τελευταίο κίνδυνο πριν μια μεγάλη επιτυχία! Προέρχεται από τον Σοβιετικό καλαθοσφαιριστή Σεργκέι Γιοβάισα, ο οποίος στον τελικό του Ευρωμπάσκετ 1987 κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, για μην μυρίσει τιρινίνη. Το όνομά του ήταν η τελευταία λέξη του Φίλιππου Συρίγου κατά την περιγραφή του αγώνος, καθώς ο Γιοβάισα επιχείρησε το τελευταίο απελπισμένο τρίποντο της Σοβιετίας. Αλλά και 18 έτη μετά ο Σοβιετικός Άσσος επανήλθε λόγω της ζωηράς φαντασίας του Σκουντή, ο οποίς στα τελευταία δευτερόλεπτα του νικηφόρου τελικού του Ευρωμπάσκετ 2005, ανέκραξε "Γιοβάισα, ναι, όπως και τότε!" για να στερεώσει πλέον ες αεί τον παίκτη - φόβητρο στις μνήμες και στις συνειδήσεις όλων των Ελλήνων.
β) Επίκληση του ίδιου προσώπου, όταν θέλουμε να εκφράσουμε τον περιορισμένο θαυμασμό μας για κάποιον που, παρότι είναι υπερήλιξ, τα ψιλοκαταφέρνει κούτσα - κούτσα. Ολόκληρη η φράση είναι: "Να λοιπόν ο γέρο - Γιοβάισα!" και αποτελεί ακριβές απόσπασμα της ίδιας μετάδοσης του Φίλιππου Συρίγου.
Της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας τελειώνει η καραντίνα, αν δεν αυξηθούν τα κρούσματα στη Ζουαζιλάνδη -Γιοβάισα, ναι, όπως και τότε!
-Κάτι πάει να κάνει ο γερομπισμπίκης με την πιτσιρίκα τελικά. -Νάααα λοιπόν ο γερο Γιοβάισα!
Got a better definition? Add it!
Το πολύ τραβηγμένο, το υπερβολικό, το πέραν κάθε ορίου
Αυτός είναι ακραίος μαλάκας σου λέω ρε
Got a better definition? Add it!
Published
Γαλοπούλα λέμε κάποιο άτομο όταν του συμβαίνει κάτι και κάνει σαν να έχει πάθει επιληψία , ταράζεται και γενικότερα τρελένεται, ή σκάει Μάντι
Ρε ο Φάνης κόπηκε πάλι με 3,5 στο μάθημα και μεταμορφώθηκε σε γαλοπούλα
Ηρέμησε ρε μαλάκα μην κάνεις σα γαλαπούλα άραξε όλα καλά θα πάνε
Καλά έπρεπε να δείς τον Γιώργο όταν έχασε στο fifa τρελή γαλοπούλα
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός(μερικές φορές και ρήμα: σμιγγολιάζω, ή και μόνο του σαν πράξη) που αποδίδεται σε κάποιον/α όταν κλείνεται σπίτι του, αποφεύγει κοινωνική αλληλεπίδραση και τον κάνει να νιώθει άβολα, δεν πλένεται , δεν φροντίζει τον εαυτό του και χαλάει το χρόνο του στο βρώμικο του σπίτι χώρις να κάνει τίποτα παραγωγικό.
Ρε μαλάκα ο Γιάννης έχει γίνει σμίγγολας πάλι κάθεται σπίτι παίζει παιχνίδια και τρώει πίτες δύο βδομάδες συνεχόμενα.
Καλά η Ελένη έκανε τρελό σμίγγολ πέρασε απο δίπλα μου τις προάλλες και δε με χαιρέτησε.
Ρε μαλάκα σμίγγολ κάνε ένα μπάνιο να πάμε για μια μπύρα με γαμιέσε.
Got a better definition? Add it!
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.
-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!
Got a better definition? Add it!