Further tags

Γυναίκα που κάνει παρέα μόνο με gays, από τους οποίους σχεδόν αποκλειστικά περιτριγυρίζεται. Συνήθως είναι χοντρή, όχι όμορφη και με υποτονική ερωτική ζωή (to put it mildly) και λειτουργεί ως μητρική φιγούρα για πολλούς από τους gay φίλους της που βλέπουν σε αυτή μία σύμβουλο / εξομολόγο / σύντροφο στο κουτσομπολιό.

Βάλε μέσα στην καρδιά σου την αδελφομάνα
και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν κολλάει σε μια παρέα, αλλά την ακολουθεί κατ' εξακολούθηση -γίνεται κολλιτσίδας παρόλο που κανείς δεν του δίνει σημασία. Το φαινόμενο εντοπίζεται κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους (συνήθως λέει μόνο καλημέρα-καλησπέρα ή μιλάει μόνος του).

- Ποιοι πήγατε για καφέ μετά το μάθημα;
- Οι γνωστοί και φυσικά ο Γιάννης ο άκυρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του αλβαναρία. Το λήμμα αυτό, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παρέα αλβανών (μεγάλη συνήθως) η οποία ως γνωστόν το παίζει «γαμάμε» (τίγκα στο φλίπερ, και δώστου οι μπύρες). Αλβανίες θα συναντάτε στο μετρό, σε πλατείες, στην Ομόνοια, και όχι μόνο.

-Κοίτα την αλβανία που πλάκωσε...
-Τσάμπα μπύρες, τι περίμενες;;

(από boulgaroktonos, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση-μεταφορά της αμερικανιάς sandy vagina (βλ. εδώ). Χρησιμοποιείται για να δείξει την ευερέθιστη διάθεση κάποιου που λειτουργεί καταστροφικά για όλη την παρέα. Αυτή του η διάθεση δεν οφείλεται στο ότι είναι γκρινιάρης γενικά σαν άνθρωπος, αλλά μάλλον σε κάποιο άγνωστο σε εμάς και τρομερά ενοχλητικό πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί, από το οποίο όμως δεν είναι εύκολο ούτε να ξεφύγει, ούτε να μοιραστεί για να μας δώσει κι εμάς να καταλάβουμε.

Φαντάζομαι πως κάπως έτσι νιώθουν τα κοριτσάκια αν, φευ, τους συμβεί κυριολεκτικά το κακό του λήμματος.

Εντάσσεται σε μια μικρή αλλά συνειδητοποιημένη υποκατηγορία της χρήσης του λήμματος μουνί που δεν αναφέρεται απαραίτητα στην γυναικεία φύση, ούτε στο σεξ αλλά και ούτε σε κάτι απαξιωτικό (βλ. έχει πήξει το μουνί μας, κάηκε το μουνί μας κλπ).

- Άντε ρε μαλάκες. Καθόμαστε δέκα ώρες μέσα! Πάμε μια βόλτα πια!
- Τώρα, δικέ μου, κάνουμε το τσιγαράκι και πάμε για ποτό;
- Τι ποτό και μαλακίες, πάλι τα ίδια;
- Ε, και πού να πάμε; Δεν πάμε στο Γκάζι να βρούμε τους άλλους;
- Το βαρέθηκα και το Γκάζι και τους άλλους. Πάμε κάπου αλλού!
- Πού ρε μεγάλε, μίλα!
- Δεν ξέρω. Αν είναι να τριγυρνάμε πάντως άσκοπα, εγώ δεν πάω πουθενά, να ξέρετε.
- Κολλητέ, βγάλ' την άμμο από το μουνί σου! Ακούς τι λες; Τι έχεις πάθει; Ξεκόλλα!

Vagina aggerata... (από patsis, 11/04/09)(από patsis, 26/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κρητικό αναμαζώνω, δηλ. μαζεύω κάτι, συμμαζεύω κ.λ.π.

Η αναμαζωξιάρα /- ες (πάνε συνήθως σε γκρουπάκια) είναι τα νυμφίδια που μαζεύονται μόλις μυριστούν παρέες με αξιαγάμητους άντρες (του καλλιτεχνικού σιναφιού, ισοδυναμούν και με τις λεγόμενες groupies) χωρίς να έχουν καμιά ιδιαίτερη φιλική σχέση με την εκάστοτε παρέα. Απλά «κολλάνε» για να ξεκοκαλίσουν ό,τι μπορούν, ή τις γάμησε κάποιος απ' τη παρέα και έχουν ξεμείνει στη παρέα κρατώντας διακοσμητικό ρόλο γκομενακιού, προσθέτοντας εξτρά βυζιά στη παρέα για τις δύσκολες ώρες...

  1. - Ρε, σεις ποιες είναι αυτές που έχουν πάρει όλο το τραπέζι ρε ;
    - Κατέω γω μωρέ με τις αναμαζωξιάρες που μαζώνει ο Αρτέμης ...

  2. - Πάρε τηλέφωνο ρε καμιά γκόμενα να πάμε φουλ στο Μύλο..
    - Κάτσε ρε κ όπου να 'ναι θα φανούν κι οι αναμαζωξιάρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που απλώς συνοδεύει μια γυναικεία παρέα, χωρίς να σχετίζεται με καμία από τις κοπέλες.

Οι γυναίκες τον παίρνουν μαζί τους για να μην φαίνονται μόνες και τον παρατούν διαρκώς για να μιλήσουν σε άλλους άντρες, όπως παρατάνε και μια βαλίτσα για να χαιρετήσουν κάποιον στον δρόμο...

Συνώνυμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, μουνοφύλαξ.

- Κοίτα τον Δημητράκη με τις γκόμενες! Παίζει καμία;
- Μπαααα, αποσκευή τον έχουν για να μην βγαίνουν μόνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση, σαρκαστική και πιεστική ταυτόχρονα, σε φίλο που τον παρακαλάμε να βγει μαζί μας αλλά αυτός μας προβάλλει την ανεξήγητη επιθυμία του «να μείνει σπίτι».

Προέρχεται από το εξής: υπάρχει μια παράδοση (που πιθανώς βασίζεται σε ιατρική αναγκαιότητα για την προστασία των ιδίων) το νεογέννητο και η λεχώνα να μην βγαίνουν από το σπίτι παρά μόνο σαράντα μέρες μετά την γέννησή, όταν δηλαδή «σαραντίσουν». Τότε το βρέφος για πρώτη φορά επισκέπτεται την εκκλησία (μόνο ως τον πρόναο, ως μη βαφτισμένο) όπου ο ιερέας του διαβάζει μία ευχή. Η μητέρα επίσης πηγαίνει για πρώτη φορά μετά από σαράντα (και παραπάνω λογικά) ημέρες στην εκκλησία και, αν φυσικά επιθυμεί, κοινωνεί. Ύστερα από αυτά, παιδί και μητέρα μπορούν να βγουν έξω και το μωρό να δει τον κόσμο, επισκεπτόμενο και θαυμαζόμενο από συγγενείς και φίλους.

Με την έκφραση, δηλαδή, ειρωνευόμαστε τον αυτοεγκλεισμό κάποιου στο σπίτι που μοιάζει με αυτόν του προστατευόμενου ευάλωτου βρέφους ή της λεχώνας.

- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Πάμε για ποτάκι!
- Δεν βγαίνω σου λέω σήμερα, μη μου ζαλίζεις τ' αρχίδια!
- Έλα ρε, σε παρτάκι θα σε πάω, η μισή παρέα της εορτάζουσας να έρθει, μια μουνοθύελλα από μόνες τους είναι!
- Ξεφορτώσου με ρε! Δε βγαίνω απ' το σπίτι μου σου λέω!
- Γιατί; Ασαράντιστος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητσίδας, το άτομο που δεν ξεκολλάει από μια παρέα, δεν συνειδητοποιεί πότε η παρουσία του είναι κουραστική, και δεν έχει την ευγένεια να αποσυρθεί διακριτικά.

Τον βαρέθηκα τον Γιώργο! Δεν είναι να του πω πότε θα βγω για καφέ με την κοπέλα μου, και έρχεται και κολλάει σα βδέλλα και ξεχνάει να φύγει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναικοπαρέα, ή απλά τις γυναίκες της παρέας. Ο αριθμός των υπό αναφορά γυναικών, πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο.

Αλλά για να δικαιολογήσει αυτή η παρέα/ομάδα τον χαρακτηρισμό (και τίτλο!), πρέπει να είναι όλες εμφανίσιμες. Ή τουλάχιστον γαμήσαμπλ.

Η έκφραση είναι η γνωστή παράφραση του «πιάσε τον έναν και χτύπα τον άλλο», που αναφέρεται φυσικά σε άτομα που δεν εγκρίνουμε γενικώς, είτε εμφανισιακά, είτε σαν προσωπικότητα κ.τ.λ.

- Χθες βγήκα με τη Μαιρούλα. Έφερε μαζί της και τρεις φίλες της...
- Έλεγαν τίπτις;
- Γάμα τη μία, πήδα την άλλη ήταν τα μωρά...
- Ωραίος ρε μαλάκα, και δεν έριξες κανένα τηλέφωνο στο φιλαράκι σου να κοπιάσει και αυτός στο φτωχικό σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που προκαλεί το γέλωτα, ο γελοίος, ο καραγκιοζάκος της παρέας.

Τάκης: «Παιδιά κοιτάξτε, χοροπηδάω στο ένα πόδι και ρίχνω φάπες στο σβέρκο μου συγχρόνως!»

Ο Τάκης είναι γελωτοποιός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified