Ο μεθυσμένος οδηγός.
Δεν πάω με τον Ανδρέα, είναι πότης της ασφάλτου.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν πληρώνει στα μαγαζιά.
Πρόσεξέ τον γιατί είναι ο Μπίλι δε Κιντ, θα μας αφήσει κουστουμάκι!
Βλ. και πιστολιάζω, πιστόλα.
Got a better definition? Add it!
- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος του ανθρώπου που κάνει skateboard, ακούει ανάλογη μουσική (Slipknot, Limp Bizkit, The Offspring etc.) και συχνάζει με τις παρέες του σε πλατείες και γενικώς μέρη με ανοιχτό χώρο. Στο MSN τους γράφουν ως προσωπικό μήνυμα πράγματα τύπου: «sk8 is life», «sk8 or die», «sk8 or sk8». Διώκονται κυρίως από: τραγόπαπες (αν ασκούν τις ιδιότητες τους μπροστά σε εκκλησία), γριές (που νομίζουν ότι τα skateboards είναι πράματα του Σατανά, γι' αυτό μπορεί να πετύχετε τη γιαγιά κάποιου σκεϊτά να του κάνει ευχέλαιο).
Διάλογος μεταξύ σκεϊτάδων περιλαμβάνεται παρακάτω.
- Μιλάμε, πήγα στα Frozen Wave και φέρανε κάτι καινούρια skates, με κάτι σχέδια να γουστάρεις! Μια καινούρια παρτίδα της Elements με 30% έκπτωση!
- Άσε ρε, εγώ παράγγειλα το δικό μου απ' το ίντερνετ... Πιο φτηνό ήταν. Από το http://www.skateheaven.co.uk...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει οτι κάποιος είναι λαμόγιο ή επιρρεπής στη λαμογιά (κοινώς, καβαντζοπουστας).
- Να πληρώσω τους καφέδες η τους κέρασε ο Μήτσος;
- Πλήρωσε τους γιατί ο άλλος την έκανε πάου νιάου!
Got a better definition? Add it!
Κάνει κάποιος τον τελείως αδιάφορο, τον αμέτοχο στα όσα συμβαίνουν γύρω του. Το πρωτοάκουσα στα τέλη της δεκαετίας του '70 από κοπέλες πού είχαν κάνει κοπάνα από το λύκειο.
- Ρε του μίλαγα, του έκανα νοήματα να κατέβει από το μηχανάκι και αυτός τίποτα, έκανε το παπί το κινέζικο!
Got a better definition? Add it!
- Πρέπει να χωρίσεις απο αυτόν τον τζάμπα ζει. Θα σου φάει τη ζωή!
- Τζάμπα ζει, ρε συ αυτός. Μ' αυτόν θα ασχολούμαστε;
- Τζάμπα ζεις, ρε μαλάκα! Δε το βλέπεις το φανάρι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παντογνώστης, ο εξυπνάκιας, ο ξερόλας.
- Τι σήμαινε αυτό το ρητό του Κουκοδήμου; Για εξήγησέ μου εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει...
Σχετικά: WWW, ξερόλι, το, ξερολισμός, φωτεινός παντογνώστης, πανεπιστήμων / -ονας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πλήρης αδυναμία συντονισμού, σύγχυση, ο καθένας το δικό του. Επί ατόμου: αφερέγγυος, μη προβλέψιμος, με τάση προς παλινωδίες. Επίσης, κλινικά αφηρημένος και απρόσεκτος.
- Καλά, κυβέρνηση είν' αυτή; Ο κάθε μαλάκας υπουργός το μακρύ του και το κοντό του.
- Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αγόρι μου. Δεν βγάζεις άκρη, γάμησε τα.
- Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν το άτομο, τελείως όμως - τη μία έτσι την άλλη γιουβέτσι.
Ολόκληρη η έκφραση: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified