Further tags

Δεν πάχυνα, ξεχάστηκα! Χιουμοριστική ατάκα του μερακλή με κοιλίτσα ή κοιλάρα (μπυροκοιλιά κλπ) όταν παρατηρούν ότι είναι ετοιμόγεννος. Γιατί το πιο εύκολο κόλπο για να μην φαίνονται οι σκεμπελιακοί είναι να τους ρουφάς όταν περνάει μια γκόμενα ή, γενικά, όταν είσαι ακάλυπτος, π.χ. στην παραλία. Ακολουθεί αναρρόφηση σκεμπέ εκ των έσω και αναζήτηση θέσης πίσω από τραπέζι, εφημερίδα ή βυτιοφόρο για απόκρυψη του φαινομένου.

Προσοχή χρειάζεται να μην ξεχαστείς, γιατί μόνο οι γκουρού του είδους μπορούν να μιλούν και να ρουφάνε την κοιλιά τους ταυτόχρονα.

Βλ. επίσης και σκεμπεδιακοί.

- Πόπο ρε Παναή, πώς πάχυνες έτσι μέσα σε μια βδομάδα;
- Δεν πάχυνα, ξεχάστηκα! (ιουσφφφφσχχ! - κράταει την αναπνοή του) Τώρα;
- Μπράβο ρούφηγμα... στο στρατό τα μάθατε αυτά;

Άσχετα:
1. Συζυγικό δράμα: Ερωτεύτηκα τον άντρα μου γιατί ήταν σιωπηλός και είχε ωραίο κορμί! Αργότερα κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να μιλάει και να ρουφάει την κοιλιά του ταυτόχρονα....
2. Σε μια έϊτιζ βιντεοκασέτα του Κώστα Βουτσά υπάρχει μια απίστευτη σκηνή που ξεδιπλώνει μια κοιλάρα μέχρι το πάτωμα και την ρουφάει μέχρι την πλάτη μόλις γυρνάει η γκόμενα της υπόθεσης να τον δει. Όποιος το βρει στο youtube κερδίζει γλυφιτζούρι. Ατάκες Βουτσά σε απανωτά γυρίσματα της τύπισσας, ρουφώντας ταυτόχρονα την κοιλιά του: «Γύρνα από την άλλη αγάπη μου, ντρέπομαι! Γύρνα από την άλλη! Γύρνα από την άλλη θα σκάσω!»

Του Édika. (από patsis, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Αδρανώ, ψωλάρω, μαλακίζομαι, τον παίζω, κωλοβαράω, δεν δουλεύω ενώ θα έπρεπε, δεν κάνω σωστά τη δουλειά μου γιατί είμαι άχρηστος.

Το να κόβεις χαλβά δεν ούτε δύσκολη δουλειά είναι ούτε καμιά επιστήμη, επομένως όποιος το κάνει για επάγγελμα στην ουσία δεν κάνει τίποτα. Θυμίζει τις ρητορικές ερωτήσεις μπρίκια κολλάμε;, τζιτζίκια πεταλώνουμε;, μαλλιά αγγέλου ζαχαρώνουμε;, καταΐφια χτενίζουμε; κτλ.

  1. Από εδώ:

Παράλληλα, καλό θα ήταν, εάν οι – αρκετοί- βουλευτές όλων των παρατάξεων που δεν «κόβουν χαλβά» στη Βουλή αλλά διακρίνονται για το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και την ευαισθησία τους απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα υποβάλλοντας συνεχώς γραπτές ή επίκαιρες ερωτήσεις, υπέβαλαν μια ερώτηση στον κ. Χρυσοχοίδη για τον νεαρό δημοσιογράφο.

  1. Από εδώ:

Τα άτομα είναι εντελώς UFO. Χαβαλέδες. Κόβουν χαλβά. Έχω στείλει 3-4 emails και τους ρωτάω: έχετε λάβει το fax μου από 2/10/06; Καμία απάντηση. Παίρνω ΣΥΝΕΧΩΣ τηλέφωνο και βγαίνει αυτόματος τηλ/της.

  1. Από εδώ:

Να μη δούμε επίσης αραχτά με τις ώρες ζευγαράκια πού να κάνουν «ότι ξέρουν να κάνουν» και οι φυλάσσοντες εκεί αστυνομικοί ή σεκιουριτάδες να κόβουν χαλβά ή να παρίστανται σαν να κρατάνε φανάρι [...]

Got a better definition? Add it!

Published

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος τυπάκος μπορεί να μην έχει τακτοποιήσει στη ζωή του βασικά, πρωτεύοντα πράγματα και κυρίως κοιτάει να επιδειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

- Δεν έχει να πάρει έναν καφέ, που λέει ο λόγος, και μου φοράει το τάδε φίρμα ... - Έλα ρε αυτός είναι λιγούρα και φιγούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός της κατάστασης «Βέγγος», δηλαδή τρέχω απίστευτα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Προκύπτει από τα γνωστά σκετσάκια του αξέχαστου Άγγλου κωμικού (Benny Hill 1924 - 1992), σε πολλά από τα οποία ενώ ο ίδιος έτρεχε, το φιλμ παιζόταν σε μεγαλύτερη ταχύτητα, με το γνωστό μουσικό κομματάκι να τον συνοδεύει (Yakety Sax).

- Τι λέει; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για τον γάμο;
- Άσε φίλε, έχω γίνει Μπένυ Χιλλ. Δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω...

(από Jonas, 20/10/10)(από Jonas, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκύλος μαύρος είναι ο επίμονος, ακούραστος εργάτης / αθλητής. Αυτός που δεν το βάζει κάτω, ακόμα και πεθαμένος. Θα τον δεις όρθιο εκεί που τον περιμένεις ανάσκελα, θα τον δεις να συνεχίζει εκεί που θα έπρεπε να έχει εξαντληθεί...

Ρε συ κοίταξέ τον! Χθες όλη τη μέρα ήταν στο γιαπί, το βράδυ μέχρι τα χαράματα στα μπουζούκια και το πρωί ξεκίνησε ορειβασία σερί μέχρι το Μύτικα (κορυφή του Ολύμπου). Σκύλος μαύρος ο καριόλης.

Τη μέρα γιαπί, το βράδυ μπουζούκι (από Khan, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ατόμου με τάση να τρώει ξύλο από τους άλλους αδιαμαρτύρητα, του κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα.

Προκύπτει από τον μικρόσωμο ηλικιωμένο συμπρωταγωνιστή του Benny Hill, (κατά κόσμον Jackie Wright), ο οποίος σε κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The Benny Hill Show» έτρωγε μπόλικες γρήγορες ψιλές στο καραφλό του κεφάλι από τον πρώτο και μάλιστα με το φιλμ να παίζει σε πολλές στροφές.

- Το βλέπεις εκείνο κει το ντούκι απέναντι;
- Ναι, τι;
- Στο σχολείο που τον είχαμε ήταν σαν το γεράκο του Μπένυ Χιλλ. Μέχρι που του τη βάρεσε μια μέρα και πλακώθηκε στα κικμπόξ και τις κρεατίνες και στο τέλος μας έδειρε όλους μόνος του...
- Πίκρα...

Ο Jackie Wright (από Jonas, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο αργόστροφος, ο μειωμένης αντίληψης, ή και χαϊδευτικά, πειρακτικά, ο χαζούλης, ο χαζοβιόλης.

Ένας ηπιότερος και γενικότερος χαρακτηρισμός πριν καταφύγει κανείς σε βαρύτερες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.

Προέρχεται από τη λέξη Curcubita που είναι η κολοκύθα.

- Τι πρασινάδα έκανες πάλι βρε κουρκουμπέτα;

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...

- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν κάμποσα χρόνια, το 1981 αν δεν απατώμαι, ο γνωστός από τότε δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ παρουσίαζε το βράδυ της Κυριακής προς Δευτέρα, από την μοναδική και κρατική τηλεόραση, απ' ευθείας τα αποτελέσματα των τότε βουλευτικών εκλογών.

Εκείνο το βράδυ, πάρα μα πάρα πολλές φορές, ανέφερε τη φράση «συνδεόμαστε με Κ.Α.Ι.Ρ.Ο.», τα οποία και ήταν τα αρχικά από ένα τηλεφωνικό πληροφορικό σύστημα της εποχής για μετάδοση δεδομένων, που μάλλον μόνο ο ίδιος το γνώριζε, μιας και που ποτέ ξανά δεν ξανακούστηκε, τουλάχιστον τόσο επανειλημμένα.

Ο ίδιος έδειχνε να απολαμβάνει τη μυστηριώδη ανατολίτικη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η λέξη, χρησιμοποιώντας την κατά κόρο και αποφεύγοντας να δώσει ιδιαίτερες τεχνικές λεπτομέρειες γι' αυτήν, όπως θα όφειλε λόγω της συνήχησής της με τη γνωστή και όμορφη εξωτική πρωτεύουσα της Αιγύπτου, με την οποία όμως και δεν είχε απολύτως καμία σχέση.

Τόσο πολύ αναφέρθηκε εκείνο το βράδυ (γέμιζε το στόμα του Τέρενς, γελούσαν και τ' αυτιά του, όταν το' λεγε), έτσι ώστε να καταντήσει να γίνει σλόγκαν.

Τελικά σήμερα η φράση κατέληξε να σημαίνει επίδειξη αδιαφορίας, περιφρόνησης και κώφευσης στα λεγόμενα κάποιου.

Γενικώς η σύνδεση παραπέμπει σε τηλεφωνική τοιαύτη και μάλιστα, όταν πρόκειται για δημόσια υπηρεσία ή παράκληση («μια στιγμή να σας συνδέσω”), απαρρέκκλιτα σημαίνει ότι το τηλέφωνο που σας συνέδεσαν 1) δεν θα απαντάει ποτέ, 2) θα είναι συνεχώς κατειλημμένο, 3) εάν απαντήσει θα σας πουν ότι ο υπάλληλος απουσιάζει, 4) θα σας ζητήσουν να καλέσετε εσείς ... αργότερα επειδή είναι απασχολημένοι, 5) θα σας απαντήσουν ότι δεν γνωρίζουν, 6) θα σας απαντήσουν ότι δεν είναι αρμόδιοι, 7) θα σας επιπλήξουν που τους χαλάσατε την ησυχία.

Ουδόλως απορίας άξιον λοιπόν είναι, πως κάθε έκφραση που περιέχει το ρήμα «συνδέω», κατέληξε να έχει αρνητική εννοιολογική σημασία.

- Καλά ... εγώ του μιλούσα κι αυτός με είχε συνδέσει με Κάιρο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified