Further tags

Λέγεται σε κερατάδες που προσπαθούν επί ματαίω να κρύψουν το κέρατό τους με την κόμη τους, όπως αντίστοιχα οι ημιφαλακροί με μεθόδους φλοκάτης και τάργκα.

Πηγή: GATZMAN.

«Κουράζεται πολύ ο Επαμεινώνδας στην δουλειά! Πάλι καλά που βρέθηκε κι αυτό το καλό κορίτσι η Λάουρα και τον βοηθάει. Κάνει και υπερωρίες το καημένο», μου είπε η γυναίκα του Νώντα. «Καλά, κάνε πίσω τα μαλλιά σου, να φανούν τα κέρατά σου», της είπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αντιδρά δυσανάλογα και κομπλεξικά, φαίνεται ότι έχει βαθύτερους λόγους που τον πειράζει κάτι. Τότε χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση για να τον χλευάσουμε. (Προφανώς, μεταφορά από τα τσουξίματα της σεξουαλικής συνεύρεσης).

Τους τσούζει πολύ τους Αμερικανούς που ανεβαίνουν η Κίνα κι η Ινδία, κι όλο κάνουν προπαγανδιστικές ταινίες για να τις υποβαθμίσουν. Πόσο φαίνεται ότι τις τσούζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοούμενο για το σεξ, καθώς γκαζόν ιδίως στην γαλλοτραφή σλανγκ είναι η μουνότριχα (με την κυριολεκτική έννοια). Και, ως γνωστόν, η αγάπη είναι σαν ένα ευαίσθητο φυτό, που πρέπει να το προσέχουμε και να το ποτίζουμε (με σπέρμα).

Σημειωτέον ότι:

  1. Η έκφραση έχει την συντακτική μορφή των εκφράσεων τύπου την τρίζει την όπισθεν, αλλά αναφέρεται κυρίως στον στρέιτ εραστή και την γυναίκα γκόμενά του, κι όχι σε πούστη τοιούτον.

  2. Είναι λίγο παρώ λόγω τριχοφοβίας και ξυριζαιδοίζειν. Αλλά δεν κωλώνουμε, θα συνεχίσουμε να την χρησιμοποιούμε κουφάλα τριχοφοβικέ!

  3. «Το κουρεύει το γκαζόν» είναι η ενδεδειγμένη έκφραση για το ξυριζαιδοίζειν.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο, Mes.

Λάουρα: Και για πε μου, Λίλιαν, το ποτίσατε το γκαζόν με τον Αρίστο;
Λίλιαν: Ποιο; Το κουρεμένο;

Is that a ποτιστήρι or are you happy to see me? (από Vrastaman, 11/03/09)Στο 0:44, απο το «Στρέιτ Στόρι» του Βλαδίμηρου Κυριακίδη. (από vikar, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται μεταξύ των γκεϊμεράδων. Πωρωμένος σημαίνει, ο τυπάς που έχει κολλήσει στο μηχάνημα, βαράει 24ωρα στο Lineage, και κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του μπαμπά του για να πάει στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς του.

- Ρε Μιχάλη, πάλι εδώ σε βρίσκω. Τι θα γίνει ρε, θα βγούμε για κανένα γκομενάκι;
- Μπα, παίζω εδώ Counter και τη βρίσκω άγρια!
- Τι πωρωμένος είσαι εσύ ρε; Πώς πωρώθηκες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.

Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική εκδοχή του γνωμικού παραπέμπει στο εξιδανικευμένο γυναικείο πρότυπο του χθες το οποίο πλέον σώζεται μόνο στα έργα του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου: της γυναίκας-τιραμόλα που αφενός είχε τον άνδρα της πασά στα Γιάννενα, αφεδύο ασκούσε πλήρη κυριαρχία στο νοικοκυριό - επικράτειά της, το οποίο συνήθως συμπεριλάμβανε κάποιο σαχλοκούδουνο για δουλικό.

Οι κοινωνικές συνθήκες μετεξελίχτηκαν έκτοτε, και η «εξιδανικευμένη» γυναίκα πλέον συμμετέχει με τον άνδρα ισότιμα τόσο στον επαγγελματικό στίβο όσο και στα του οίκου τους. Ωσεκτουτού, και υπό το σημερινό slangically correct πρίσμα, η έκφραση αντικατοπτρίζει κάτι εντελώς διαφορετικό: Η καλή νοικοκυρά (όπως, άλλωστε, και ο καλός νοικοκύρης) πειραματίζεται στο κρεβάτι με παιχνίδια υποταγής με έντονα στοιχεία μαζοχισμού (Δούλα) τα οποία εναλλάσσονται quid pro quo με *οδοντωτά/αυταρχικά κόλπα *σαδιστικής φύσεως ***(Κυρά)***.

Assist: Mes

Βαγγέλας: Βρε πούστη μου τελικά τι διαφοροποιεί το Λίλιαν από όλα τα άλλα αμαρτωλά; Ασκεί μια απίστευτη γοητεία ακόμα και σε μας που συμφιλιωθήκαμε με την ομοφυλοφιλία!

Πέρι: Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά!

Βαγγέλας: Μιλάς με γρίφους, γερομπινέ μου!

Πέρι: Το Λίλιαν είναι μια κατά Sacher-Masoch Αφροδίτη με τη Γούνα που όμως μπορεί και γαμάει και δέρνει σύμφωνα με τις παραδόσεις του Sade!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα εμπνευσμένο από τίτλο (υπαρκτής;) «ερωτικής ταινίας» ο οποίος παρωδεί το θεατρικό έργο «Ο έμπορος της Βενετίας» του Σακεσπύρου.

Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον που έχει εξαιρετικές ικανότητες σε έναν τομέα ή ως ειρωνικό συνώνυμο του γκραν γαμάω.

α)
- Μαααλάκα... πως κατάφερες να ξαναστήσεις ολόκληρο το LAN του κτιρίου σε 5 λεπτά;!
-Αγόρι μου... δεν με λένε τυχαία «έμπειρο της Βενετίας» στο networking...

β)
-Σου λέω μην αγοράσεις άλλες μετοχές... η επιχείρηση είναι φιάσκο...
-Κοίτα ρε τη νούλα που την είδε «έμπειρος της Βενετίας» και δίνει και συμβουλές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυλειτουργική έκφραση που έχω ακούσει πολλάκις στα Ιόνια νησιά.

Η υποτιμητική χροιά της φράσης πιθανότατα προέρχεται από το ότι, ό,τι χέσουν οι γλάροι γίνεται χάλια λόγω της ποσότητας που χέζουν τα εν λόγω πτηνά.

  1. Μάστορας προς τον κάλφα ο οποίος τα έχει κάνει μουνί καπέλο
    Ε, που να σε χέσουν οι γλάροι...

  2. Μαγαζάτορας απευθυνόμενος προς παιδιά που παίζουν μπάλα πλησίον του μαγαζιού του και έχουν ρίξει κάμποσες φορές τη μπάλα στη τζαμαρία του μαγαζιού:
    Ε, που να σας χέσουν οι γλάροι...

  3. Μάστορας απευθυνόμενος προς την πρόκα την οποία προσπαθεί να καρφώσει, η οποία στραβώνει:
    Ε, που να σε χέσουν οι γλάροι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified