Further tags

Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!! Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).

- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από συνώνυμο του γκαντέμη, στην Κρήτη χρησιμοποιείται και με την έννοια του απεριποίητου, του βρώμικου, του ακατάστατου.

- Δες μαύρα που είναι τα νύχια σου. Πήγαινε να τα κόψεις ρε γρουσούζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Μια τιραμισουρεαλιστική έκφραση που υπάρχει πάααααρα πολύ καιρό, ίσως κι απ' την εποχή του Περικλέους. Σημαίνει τον εμφατικό βλάκα, πώς λέμε ολυμπιονίκης μαλάκας; Δηλαδή λεβεντομαλάκας που συνδέεται με τις ένδοξες στιγμές του Ελληνισμού. Γιατί όταν οι άλλοι δεν ήξεραν ακόμη να τραβάνε μαλακία, εμείς είχαμε μαλάκες με περικεφαλαία!

Είσαι βλάκας! Και τι βλάκας! Με περικεφαλαία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόλο που θα ήτανε το προφανές, το λήμμα αυτό δεν έχει άμεση σχέση ούτε με το κοινό ραδίκι (ή ραδίκη του βουνού ή αγριοράδικο ή Taraxacum officinale), ούτε με ασθενείς από φυματίωση (turbeculosis).

Τα άτομα αυτά δεν πάσχουν ντε και καλά από χτυκιό, ούτε και είναι έτοιμα να δουν τα ραδίκια ανάποδα (αν και κατά έναν μυστήριο τρόπο τα δύο συνδέονται! Tuber στα ξένα σημαίνει βολβός, δηλαδή υπόγειος καρπός!)

Αναφέρεται σε άτομα αρρωστιάρικα, χλωμά και χλεμπονιάρικα, αλλά και μικροκαμωμένα. Συνήθως ο όρος έχει μια ειρωνική διάθεση, όταν αυτού του είδους άτομα κάνουν κάτι που μας εκπλήσσει.

- Βρε την μισοριξιά, το φυματικό ραδίκι! Όχι μόνο το έριξε το γκομενάκι, αλλά έμαθα ότι και το Λίλιαν τον γουστάρει! Μετά από αυτό, είμαστε να μας κλαίν κ’ οι ρέγγες!
- Σιγά ρε Beau Brummel, θα σκίσεις κανά καλτσόν! Εντάξει, είναι λίγο μπασμένο το άτομο, αλλά έχει λεφτά αισθήματα!

(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να ορίσει τις γυναίκες μέσης ηλικίας με τρελό μπυροκοίλι. Οι οποίες επιπροσθέτως αγαπούν τον γυμνισμό, με αποτέλεσμα όταν ξαπλώνουν στην παραλία να εξαπλώνονται και να πιάνουν διπλό χώρο.

- Ρε κοίτα τη γερμανίδα αριστερά!
- Ποποπο σαν πλαβέσης είναι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που στην κανονική του ζωή είναι μάτσο, πρώτη μούρη στο Καβούρι, και συνήθως ομοφοβικός, ενώ στην σκοτεινή του ζωή, το ξεσκονίζει το κομοδίνο, σαν την καλύτερη καμαριέρα!

- Τι γίνεται ο Τάκης; Έπιασε και δεύτερη δουλειά; Όλη μέρα δουλεύει στην φίρμα, και το βράδυ δουλεύει και στο ξενοδοχείο;
- Τι να κάνεις; Είναι σκληρή η οικονομική κρίση! Φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα!
- Υπονοείς ότι προσφέρει και άλλου είδους υπηρεσίες;
- Ακριβώς! Τις αλλάζει τις πετσέτες!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πρωτεύουσα της Αιγύπτου, σλανγκιστί, δίνει αφορμή για μια παρετυμολογία. Δηλαδή το Κάιρο, όπως και το καΐκι, σημαίνουν τον καμμένο, την καμμένη φλάντζα, το καμένο χαρτί, τον καρακαμένο, το αποκαΐδι, τον φλατζοκαμμένο. Έχουν σχηματιστεί ανάλογες εκφράσεις, όπως «έφυγε για Κάιρο μεριά».

Να μην συγχέεται με το πραγματικό Κάιρο, που έχει την εξής ετυμολογία:
Κάιρο < αγγλικό Cairo < αραβικό Al-Kahira = νικηφόρος, πιθανόν προς τιμήν του Άραβα στρατηγού που κατέλαβε την Αίγυπτο το 969 μ.Χ. Το παλαιότερο όνομα της πόλης ήταν Khereohe/Kheriaha που σημαίνει πεδίο μάχης, επειδή σε εκείνη την περιοχή πολέμησαν δύο αιγυπτιακές θεότητες. Για την σλανγκ χρήση του Καΐρου βλ. και συνδέω με Κάιρο και Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο.

Πηγή: JohnBlack.

- Πολύ φευγιό ο δικός σου δικέ μου!
- Ναι, έχει φύγει για Κάιρο μεριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified