Further tags

Έρχεται μια στιγμή στην ζωή, που ο άνδρας δεν μπορεί πια να αγνοήσει πάνω του τα σημάδια του χρόνου. Η τριχόπτωση για αρχή, οι ρυτίδες, το γκριζάρισμα των μαλλιών, κανένα τσεκάπ που έδωσε το πρώτο δικαίωμα σε γιατρό να κάνει κουμάντο στη ζωή του... Κι όσο κι αν ξεγελά τον εαυτό του ότι η ωριμότητα μπορεί να έχει μια γοητεία α λα Σον Κόνερι, τόσο αναρωτιέται, έντρομος, ποιο είναι το σημείο εκείνο έως το οποίο μπορεί να φτάσει η οπισθοχώρηση στα μέτωπα του ανδρισμού.

Έτσι, δήθεν πανηγυρική και κατ' ουσίαν παρηγορητική, άκουσα την παρούσα έκφραση: σημαίνει πως όποιος διαβάζει με τους αγκώνες τεντωμένους λόγω πρεσβυωπίας, φτάνοντας να βάλει την εφημερίδα στο ύψος των αρχιδιώνε του, έχει συμπυκνωμένη τόση εμπειρία και ικανότητα, ώστε με ένα βλέμμα να κάνει τις γκόμενες να βρέξουν βρακάκια για την πάρτη του και να πέσουν σαν νέοπες σε ορκωμοσία.

Έτερη πηγή μου, όμως, είχε άλλη άποψη: ο πρεσβύωψ μεσήλικας που χρησιμοποιεί τ' αρχίδια του για σταντ, εξίσου καλά θ' αρχίσει να χρησιμοποιεί και τον παργαλάτσο του για σελιδοδείκτη, καθώς το δεύτερο μισό της έκφρασης δηλώνει σαφώς ότι με τα μάτια και μόνο θα κάνει από δω και πέρα σεξ το, προς παροπλισμό, αρσενικό.

Συνεπώς λειτουργεί φοβερά για να πεις τον άλλον γέρο χωρίς να του το πεις, δεν νομίζετε;

- Τι λέει εδώ; «Νέες συλλήψεις... μελών της... οικο... γένειας...» Στα γόνατα την έχω φτάσει την εφημερίδα και πάλι δεν τα βγάζω τα γράμματα, τι σκατά, μίκρυναν τη γραμματοσειρά στην Ελευθεροτυπία;
- Ναι, καλά... Τα γυαλιά σου γιατί δεν τα φοράς;
- Εεε, τα ξεχνάω μωρέ συνέχεια σπίτι...
- Νταξ, ξέρεις τι λένε, όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια γαμάει με τα μάτια.
- Τι εννοείς;
- Με την καλή έννοια...

(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις περισσότερες γιορτές το και του χρόνου είναι μια καλή ευχή, καθώς εννοείται «μακάρι να περάσουμε έτσι ωραία και να το γιορτάσουμε και του χρόνου». Όχι όμως και στον γάμο, όπου το να το ευχηθείς αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν διαζύγια, καυγάδες, ξαναπαντρειές κτλ. Οπότε το λέμε για έναν άνθρωπο που δεν ξέρει πώς να φερθεί, τι να πει, είναι άτσαλος, αδιάκριτος και μόνο προβλήματα μπορεί να μας φέρει.

- Να ζήσετε βρε Λάκη μου, φχαριστηθήκαμε κουφέτο! Και του χρόνου να περάσουμε έτσι ωραία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός. Χρησιμοποιούμενο ως δείκτης ποιότητας φανερώνει ανεπάρκεια και μπορεί να αναφέρεται τόσο σε αντικείμενα (αυτοκίνητα, μηχανές, ηχοσυστήματα κ.λπ.), όσο και σε ανθρώπους.

Είναι μια έκφραση που έρχεται να πλουτίσει το λεξιλόγιό μας και να δώσει ένα άλλο χρώμα στις καθημερινές συνομιλίες μας, όταν πλέον έχουμε βαρεθεί να χρησιμοποιούμε τον χαρακτηρισμό «του κώλου». Σίγουρα η εναλλαγή αυτή θα αιφνιδιάσει ευχάριστα τον συνομιλητή μας.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι ούτε ο κώλος, ούτε η πούτσα πρόκειται να παρεξηγηθούν από τυχόν αλλεπάλληλες μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας (όταν λέμε ότι κάτι είναι πότε του κώλου, πότε της πούτσας), όντας αμφότερα απαλλαγμένα από ρωμαϊκού τύπου συμπλέγματα (τα του καίσαρος τω καίσαρι, κ.λπ.)

- Πάλι έμεινε το παπάκι σου στην ανηφόρα ρε;
- Πάλι, γαμώ την καταδίκη μου. Τελείως της πούτσας είναι…

Στο 1:06 (από knasos, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει αφήσει μούσι και δεν του πηγαίνει με τίποτα, αλλά από την άλλη δεν παίρνει από λόγια και δε θέλει να το κόψει με καμία Παναγία.

Σαν ύστατη λύση λοιπόν, επιστρατεύεται αυτό το επιχείρημα με ρίμα.

Εννοείται πως αφορά σε κολλητά και αγαπητά σε εμάς πρόσωπα.
Η χρήση σε αγνώστους ή παραξηγιάρηδες αντενδείκνυται, προς αποφυγήν κλωτσομπουνιδίων.

- Σπυρέτος: Γεια χαρά σας μάγκες...
- Μάγκες (εν χορώ): Ξύρισε το μούσι να μη σε λενε πούστη!

Του κραξίματος αυτού συχνά προηγείται το «Νάτος! Νάτος! O πούστης ο μουσάτος»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαινετική έκφραση προς κάποιον που κατάφερε κάτι δύσκολο ή αξιοθαύμαστο, άξιο πολλαπλών σπεκίων.

- Τι έγινε χτες με το Μαράκι; Σας χάσαμε...
- Να μωρέ, είπαμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα...
- ...και;
- Αράξαμε σπίτι μου...
- Αυτός είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αμολάει μαλακίες με την σέσουλα, δηλαδή χωρίς μέτρο. Καλούμπα καλείται το κουβάρι του σπάγκου που χρησιμοποιούμε στον αετό που πετάμε την Καθαρά Δευτέρα.

Την καλούμπα συναντάμε και σε τραγούδι («Αμόλα καλούμπα Κούλα, αμόλα καλού-κακού») με την έννοια «δίνε του γρήγορα Κούλα, κινδυνεύεις».

Καλά ρε αυτός αμολάει τις μαλακιές με την καλούμπα!

Βλ. επίσης αμόλα καλούμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έχω αρχίσει να νευριάζω πρόσεχε γιατί τα νεύρα μου διαγράφονται».

Το λέμε δείχνοντας με τον δείκτη του χεριού μας το κάτω μέρος του καρπού μας που περνάνε τα νεύρα. Φυσικά η κίνηση έχει μεταφορική σημασία, καθώς τα νεύρα δεν αλλάζουν μέγεθος όταν κάποιος νευριάσει.

Δεν βρίσκω την δόση μου και βλέπω τα νεύρα μου να διαγράφονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια έκφραση για όποιον ή όποια γαμιέται, ή σε όρους moto gp λατρεύει την πουτσοκλέτα.

Η Μελπομένη είχε πάει με όλη την ομάδα του Παμπουτσιακού Κωλοπιλάλας και δεν της φαινόταν. Το πίνει το σαλέπι.

Δες και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, η γυναίκα αλόγα, η ψηλή και άχαρη, η νταρντάνα στα χειροτερότερά της, αυτή που θα πεθάνει από καρκίνο του προστάτη. Μπορεί να είναι και τζιβιτζιλού, μπορεί όμως και να μην είναι.

Καθόσον η χρήση της έκφρασης προϋποθέτει μια έστω στοιχειώδη εξοικείωση με την πολιτική και τα διεθνή θέματα, θα την ακούσεις κυρίως σε πιο ιντελεκτουέλ / κολωνακιώτικους κύκλους, που αποφεύγουν συνειδητά την αναπαραγωγή λαϊκάντζικων και κακόηχων λέξεων, όπως οι παραπάνω.

Ο συνταγματάρχης Μουαμάρ ελ Καντάφι, δικτάτορας κατ' ουσίαν της Λιβύης από το 1969, είναι ένας ζωντανός πολιτικός θρύλος. Η εκκεντρικότητά του ξεπερνά κάθε όριο. Μορφή υπερτεράστια και γκροτέσκα, τροφοδοτεί με τα καμώματά του τα διεθνή Μήδια σε συνεχή βάση. Ιδίως οι διεθνείς επισκέψεις του φέρνουν σε περιφερόμενο τσίρκο, ένα πανηγύρι του τρελού: στήνει τη βεδουίνικη σκηνή του στα πάρκα των πόλεων, πραγματοποιεί αυτοκρατορικές εμφανίσεις με κουστωδίες και παράτες και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

Οι επισκέψεις του Καντάφι είναι όμως κι ένα πανηγύρι του μουνιού, καθώς ο ίδιος, γνωστός μουνάκιας, συνοδεύεται πάντοτε από καμιά σαρανταριά και βάλε γυναίκες-σωματοφύλακες, για την προστασία του από τους κακούς απογόνους των αποικιοκρατών. Οι γυναίκες αυτές είναι και καλά πολεμικές μηχανές, εκπαιδευμένες σε ειδική κανταφοσχολή, δεμένες με όρκο ζωής και θανάτου προς τον ηγέτη. Υποτίθεται - εδώ γελάμε - πως παραμένουν παρθένες, οι κακές γλώσσες όμως λένε πως ο Καντάφας τις έχει περάσει από ένα χεράκι, έτσι να ξέρει τι ψωνίζει ο άνθρωπας..

Τα ιντερνάσιοναλ Μήδια αρέσκονται να τις ανεβάζουν και να τις κατεβάζουν ως ωραίες και σεξουλιάρικες, όμως η θλιβερή πραγματικότητα είναι πως οι περισσότερες μοιάζουν σα να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ, μπαζόλες, ανδροειδή του κερατά... Αυτά βέβαια ισχύουν μάλλον για τα εκλεπτυσμένα λαϊφσταλάδικα γούστα μας, ενώ ως γνωστόν περί ορέξεως κολοκυθόπιτα..

- Μαλάκα πως σου φαίνεται η Γεωργία η ρεσεψιονίστ; Μου σκάει κάτι χαμόγελα τον τελευταίο καιρό όταν μπαίνω, κόλαση σε λέω...
- Εσύ αγόρι μου πρέπει να 'χεις να γαμήσεις πολύ καιρό. Ή μήπως να σου συστήσω κανά καλό οφθαλμίατρο; Ρε δε τη βλέπεις πως είναι η γυναίκα, καμήλα με τα όλα της, σαλάχι, υβρίδιο, ιππόκαμπος, σωματοφύλακας του Καντάφι και δε συμμαζεύεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified