Further tags

Σκωπτικός χαρακτηρισμός κωλώστρας που συρίζει με σιγανή φωνή μπινελίκια με ύφος 40 καπανταήδων, με απειλητική έκταση των χειρών, ζωηρή περιστροφή της κεφαλής και φτύσιμο χάμω, όταν ο αντίπαλος δεν ακούει ή μόλις έχει φύγει.

Συνήθως, επιδίδεται ακκιζόμενος στο ψιθυριστό (ερήμην) μπινελίκι παρουσία τρίτων, των οποίων μη θέλοντας να απωλέσει την αξιοπιστία ως βαρύμαγκας, παρουσιάζεται με ύφος μεγαλόθυμου μαχαιροβγάλτη που δεν επιθυμεί να λερώσει (πάλι;) τα χέρια του με το αίμα μη ανταξίων του. Χαρίζει η ομάδα, δηλαδή ...

Βλ. σσσσσσου γαμήσσσσσσσω (σεμνά και ταπεινά)

Συνώνυμα: ψευτόμαγκας, αρκουδόμαγκας, αποφάγια-μάγκας (χαρακτηρισμός κάποιου ρεμπέτη για το Μάρκο), γιαλατζή-ντερβίσης, κουραδόμαγκας, χέστης, καραγκιόζης, κουραμπιές κτλ.

Σημείωση: δεν είναι σωστό να συγχέεται με τον κουτσαβάκη ο ψευτόμαγκας. Αυτή η άποψη επεκράτησε μετά την κατασυκοφάντηση των πληρωμάτων του υποκόσμου από τον Μπαϊρακτάρη, αλλά και παλαιότερα στο θέατρο σκιών (βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, «Υπόκοσμος και καραγκιόζης»), την οποίαν και συνεχίζει ο Σόμπολος και άλλοι. Άλλωστε, ο κουτσαβάκης ήταν ο πρόδρομος του μάγκα, ο δε τελευταίος δεν είναι ο ντόμπρος, βαρύς και ωραίος τύπος, όπως επίσης λάθος νομίζεται.

Η πολυπληθής μικροαστική τάξη ή νοοτροπία, όχι μόνο δεν γνωρίζει τον ειδικό κώδικα τιμής των ανθρώπων του υποκόσμου, αλλά και προβαίνει σε συγχύσεις, δεδομένης της αναμόχλευσης των κοινωνικών διαστρωματώσεων λόγω πολέμων και κυρίως της χούντας: ο κάθε κλαπαρχίδας κάνει τον μόρτη (γιατί νομίζει ότι είναι κάτι το θετικόν) κι η κάθε μοσκομούνα παριστάνει τη ζωηρή νταρντάνα της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς ...

Αλλά, οι μετανάστες θα βάλουνε τα πράγματα στη θέση τους.

Υποκοσμιακοί τύποι είναι και ο μάγκας και ο κούτσαβος, οι οποίοι και ωραίοι μπορεί να είναι, αλλά και θα δώσουν συνάδελφό τους, και πουστιά θα παίξουν, και έγκλημα θα κάνουν, ενώ δεν πρέπει να θεωρούνται γελοίοι, επειδή γελοιοποιούνται από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής κατόπιν βα-σα-νι-στη-ρί-ων ...

(Βλ. σχόλιο υποφαινομένου στο λήμμα πουτσαβάκης).

- (άντε να μη) σσσσσσου γαμσσσσσσσσσσ τίποτα...
- Είπες τίποτα;
- Ποιος εγώ; Όχι αδερφέ, να' σαι καλά έλεγα...
(Φίλοι):
- Να μας ζήσεις ρε σιγανόμαγκα! Τον τελείωσες τον τύπο! (χάχανα και exeunt).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει πιεί τα άντερά του και δεν μπορει ούτε μια λέξη να αρθρώσει. Είναι επίσης αυτός που έχει ξαπλώσει ανάσκελα και υποχρεώνει την υπόλοιπη παρέα να τον σηκώσει.

- Χθες πήγαμε στο Ακρωτήρι και η Έυη είχε χωρίσει πριν με τον Δημήτρη και έγινε σκώθηκ από το ποτό...
- Έλα ρε συ! Και ποιος την πήρε στο αμάξι του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα διάφορα αξεσουάρ των ματαιόδοξων ανθρώπων, τα μπιχλιμπίδια, οι κορδέλες (έστω και φύκια ), τα σκουλαρίκια και η κάθε μορφή αλύσου
που χρησιμοποιούν για να κρύψουν την ρηχή πραγματικότητα που τους διέπει.

Επίσης χρησιμοποιείται για να κρύψει την άσχημη μορφή αντικειμένων με την προσθήκη αξεσουάρ (φρου-φρου και αρωμάτων).

- Κοίτα ρε μανόλια πόσο σοβά , φρου-φρου και αρώματα έβαλε η γριά πουτάνα για να αρέσει!

- Χέσε μέσα, σαν αντιτορπιλικό στολισμένο την 25 Μαρτίου είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνογαλλική συμμαχική λέξη: κωλόπαιδο. Κώλος + enfant (= παιδί), ήτοι το εκ του αφεδρώνος τεχθέν (μεταφορικώς) ή συλληφθέν (κυριολεκτικώς) παιδί, δια της μεθόδου του μπα(ν)τανά (βλ. λήμματα: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα, πινέλο).

Μπινελίκι εισαγωγής, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον επί της δεύτερης καραμανλοκρατίας, δώρο του Ντεστέν στο «φρύδια», που την κουβάλησε στον διπλωματικό του σάκο μαζί με τη δημοκρατία, κάτι μιράζ και υποσχέσεις εισδοχής στην Ε.Ο.Κ.

Αποπνέει μια δροσερή εξωτική εσάνς και φοριέται και στο δεξί σαν κόσμημα, με παρασόλι και αποικιακή κάσκα.

- Τσιμπάει μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σε κόψει. Φύγε απο δώ βρέ κωλανφάν και μου διώχνεις τα ψάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδύνατος. Αυτός που έχει μείνει πετσί και κόκαλο. Αυτός που η κοιλιά του έχει κολλήσει στην πλάτη του. Ο απ' τα κόκαλα βγαλμένος. Αυτός που του μετράς τα παΐδια ένα-ένα. Αυτός που τον παίρνει ο αέρας. Αυτός που δεν θα χρειαστεί ποτέ του να βγάλει ακτινογραφία (και να φάει και την ακτινοβόλα), διότι είναι ακτινογραφία από μόνος του.

Η έκφραση μπορεί άνετα πλέον να χαρακτηρισθεί κλασική. Χρησιμοποιήθηκε καθ' υπερβολήν, κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80, από απελπισμένες μαμάδες που κυνηγούσαν τα παιδάκια τους μ' ένα πιάτο και μ' ένα κουτάλι, προσπαθώντας να τα μπουκώσουν με το στανιό.

- Φάε αγοράκι μου, δε βλέπεις πως έχεις γίνει, μισός έμεινες, σαν τρίο καρό, σαν παιδί της Μπιάφρας, αμάν πια μ' έσκασες την καψερή...

Το φαινόμενο του μπουκώματος των παιδιώνε με το ζόρι, συναντάται βεβαίως σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, στο Ελλάδα πήρε ωστόσο διαστάσεις επιδημίας, δεδομένου και του κατοχικού συνδρόμου που μας δέρνει συλλογικά ως λαό.

Για την εποχή που μιλάμε, ο πανικός των μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων για το αν θα φάει ο κανακάρης τους, είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Αιτία, οι εικόνες φρίκης που μας σέρβιραν απ' τη μακρινή Νιγηρία, όπου στα 1967-1970 μαινόταν ο φοβερός Εμφύλιος. Η επαρχία της Μπιάφρα αποσχίστηκε από τη Νιγηρία κι αμέσως ξέσπασε μια άγρια σύγκρουση, τυπική για τη μεταποικιακή περίοδο της Αφρικής, απότοκο των βαθιών εθνοτικών διαιρέσεων. Αποστεωμένα παιδάκια, σαν σκελετοί, με τις χαρακτηριστικές τουμπανιασμένες κοιλιές λόγω του υποσιτισμού, της έλλειψης πρωτεϊνών και ειδικών ενζύμων. Ανείπωτη φρικαλεότητα, που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη.

Οι φρικαρισμένες μανούλες, προσπαθούσαν να μεταδώσουν τον τρόμο στα βλαστάρια τους, μήπως κι αυτά φιλοτιμηθούν και βάλουν καμιά μπουκιά στο στόμα τους.

Αν και εστίαζε στα ανυπάκουα παιδιά, άλλες χρήσεις της έκφρασης δεν αποκλείονταν.

- Τι του βρήκες κόρη μου αυτουνού του Γιώργου; Μισοριξιά είναι, δεν τον θωρείς, σαν παιδί της Μπιάφρα. Δε φαίνεται να 'χει ψυχή μέσα του...

Την σήμερον, η νέα γενιά αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τα περί Μπιάφρας και των παιδιών της. Yπάρχει όμως το πολύ πρόσφατο Νταρφούρ, μια άλλη ανθρωπιστική καταστροφή με παρόμοια αποτελέσματα, το οποίο γνωρίζουν όσοι ανοίγουν που και που καμιά εφημερίδα. Έτσι, η σλανγκιά γίνεται updated: όταν θέλουμε να κράξουμε κάποιον ως πολύ αδύνατο, τον λέμε Νταρφούρ (αν και η έκφραση δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο η πρόγονός της).

  1. - Τι σ' αρέσει βρε μαλάκα απ' αυτήν; Νεκρόφιλος είσαι; Αυτή έχει πεθάνει και δεν το ξέρει... Σκουπόξυλο σε λέω, παιδί της Μπιάφρας, Νταρφούρ και δε συμμαζεύεται..

  2. Νταρφούρ λέμε σκωπτικά και τις μοντέλες που πάσχουν από Νευρική Ανορεξία κι έτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας): Ειρωνικά το «κελεπούρι», η «μεγάλη ευκαιρία», δηλαδή ουσιαστικά carbon el tesoro (άνθρακες ο θησαυρός).

Προκειμένου όμως να μη φάμε και κανάν αφορεσμό απο το μουφτή της Ροδόπης ταις πρεσβείαις του Χάνκοντος ένεκα σημειολογικού σφάλματος, θα αποκοτήσωμεν μετ' επιφυλάξεως και την ερμηνείαν της φράσεως ως πύρρειο νίκη:

Ήτοι, δεδομένου οτι τα παλαιά χρόνια (;) οι πρόθυμοι γαμβροί ήσαν δυσεύρετοι, σε περίπτωση κουκουλώματος νεάνιδος μανι-μάνι με κάποιον αχαΐρευτο, επληρούτο ο πόθος της μαμάς, αλλά κατ' άτι κουτσουρεμένος. Γαμπρός μεν, απ' τα Μονόσπιτα δε. Προβλέπεται απογοήτευση και δυστυχία με τέτοιο γαμπρό, τον εκ του χωρίου Μονοσπίτων Ημαθίας ορμώμενον.

Χρησιμοποιείται και αυτοσαρκαστικώς, όταν κάποιος αναλαμβάνει εγχείρημα, το οποίον είναι πέραν των δυνάμεών του, ένεκα ελλείψεως σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κυρίως οικονομικής ευρωστίας δηλαδή «πού πάω εγώ τώρα, τί τα θέλω εγώ αυτά, αφού δε με παίρνει, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα...», κατά την έννοια της παροιμίας «ο ποντικός στην τρούπα του δε χώραγε, κωλοκύθια έσουρνε».

Οι δημοσιογραφίσκοι, μάθανε προσφάτως τη λέξη «πολύφερνος» και τηνε τσαμπουνάνε όπου λάχει. Δε διστάζουν μάλιστα πανάθεμά τους να μιλούν και για πολύφερνους γαμπρούς / υπουργούς (sic), ενώ η «φερνή» ήταν τα αρχαία χρόνια (επί Ελλήνων) η προίκα που ελάμβανε η γυναίκα βέβαια, προκειμένου να παντρευτεί και φυσικά πολύφερνη είναι η νύφη που φυσάει το παραδάκι. Εξ ου και το λατινικό «παραφερνάλια» του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προέρχεται απο το ελληνικό «παράφερνα» δηλαδή τα προικώα αντικείμενα εξαιρούμενα της κυριότητας του αντρός της (π.χ. κειμήλια, προσωπικά της αντικείμενα κτλ). Άλλωστε, αποκλειστικά δικαιώματα σε πράγματα, έχει η σύζυγος και σήμερα, όπως το σημερινό λεγόμενο «εξαίρετο» του κληρονομικού δικαίου, δηλαδή την οικοσκευή που δικαιούται να λάβει η σύζυγος του τεθνεώτος, πέραν της νομίμου μοίρας της. Η λέξη «παραφερνάλια», πρόσφατα χρησιμοποιείται ως «συμπαρομαρτούντα» ή αυτά που κουβαλάει κάποιος μαζί του, τσουμπλέκια, τσετζερεδικά, τα πάντα όλα). Ο γαμβρός λοιπόν αυτός φαίνεται, όχι μόνον φερνή δεν είχε (sic),αλλά ήταν και τελείως αναξιόπιστος, αχαΐρευτος, ακαμάτης κοινώς: Κοπρίτης.

Τώρα, γιατί το συγκεκριμένον χωρίον παρήγαγεν μαζικώς ελαττωματικούς γαμβρούς, μάλλον θα μείνει άλυτον μυστήριον, στα βάθη της λάσπης του κάμπου του Ρουμλουκιού, μαζί με τα μυστικά του βάλτου...

Την έκφραση χρησιμοποιούν κυρίως γηραιοί Ναουσαίοι, χωρίς ωστόσο να δύνανται να την ερμηνεύσωσιν καίτοι ο υποφαινόμενος τους έχει επανειλημμένως τσιγκλήσει. Φαίνεται όμως, οτι οι εν Ημαθία νύμφαι, είχαν πάθει στο παρελθόν πολλά χουνέρια, δεδομένου οτι υφίσταται παρεπιδημούν χωρίον ονόματι «Ξεχασμένη», χάριν νύφης που την απαράτησεν ο γαμβρός προ του μυστηρίου, αναχωρήσας προς άγνωστον κατεύθυνσιν και αφήσας αυτήν να περιμένει τον αγύριστο...

Εξ άλλου, ο μόνος συνεπής και πολύφερνος νυμφίος που είδαμε ποτέ να έρχεται εν Ελλάδι, ήταν ο Καραμαλής το '74, c'est ça;

Παρόμοια: Πού σε πέτυχα, εσύ μας έλειπες, προκομμένη μου Ζαΐρα πού σε βρήκα και σε πήρα, κονομήσαμε, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ψωνίσαμε απο σβέρκο, θα μου κάνεις το κόκκινο αυγό κ.τ.λ.

  1. - Ανέλαβε σήμερα υπουργός ο τάδε! Άιντε μπας και δούμε καμιά άσπρη μέρα...
    - Μμμμ... γαμπρός απ' τα Μονόσπιτα! Μωρέ δε με παρατάς λέω γώ με τον κερχανατζή;

  2. Τί το’ θελα εγώ το δάνειο απο τη Γιούρα-μπάνκ; Ορίστε τώρα, μου παίρνουνε το σπίτι οι κουφάλες! Με τρείς κι εξήντα, που να τα βγάλω πέρα, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θλιβερά χοντρός τύπος, ο μαν που κατεβάζει μια Πίτσα Χατ για πλάκα (όταν λέμε Πίτσα Χατ, εννοούμε το μαγαζί ολόκληρο).

-Χαλάρωσε ρε Τάσο, 10 μπριζόλες μονοκοπανιά έχεις κατεβάσει από το πρωί, big smoke θα γίνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ιδιωματισμός): Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου «μπόσ(ι)κος». Αναφέρεται κυριολεκτικώς στα μαλακά μέρη της κοιλιάς ή και στα πόδια (βλ. πιάστον απ' τα μπόσικα).

Μεταφορικώς, το ουσιαστικό σημαίνει το χαλαρό, ασταθές, αδύναμο ή αφύλακτο μέρος του σώματος, πράγματος (π.χ. τιμόνι) ή τοποθεσίας (π.χ. φυλάκιο), ενώ το επίθετο αναφέρεται σε απερίσκεπτο, χαλαρό, νωθρό, αφελή και εν τέλει ευκολόπιστο, συρόμενο ως άθυρμα, άνθρωπο.

Βλ. και έκφραση κρατώ/βαστώ τα μπόσικα = κρατώ σκοπιά, φυλάω τσίλιες, υποστηρίζω τα νώτα / αφύλακτη ή ευπαθή περιοχή, φυλάττω Θερμοπύλας.

Ας παρατεθεί και αληθές περιστατικό εις μπουρδέλον της Θράκης, όπου ένας γερο-ταρνανάς, προκειμένου να πείσει την ιερόδουλον να δεχθεί να την γαμήσει με το υπερμέγεθες πουλί του, την διαβεβαίωνε οτι: Έλα κυρά μου, έλα, μπόσκη είναι, παράν θα πάρεις (!)

Αγνώστου ετύμου.

Να μην συγχέεται με το ομόηχο μπόσσικα, ήτοι τα ανήκοντα στον αρχηγό εγκληματικής οργανώσεως (μπόςς) αντικείμενα.

Π.χ. Μην ψήνεσαι με το κορίτσι, είναι μπόσσικο (του αρχηγού)...

Σ.Σ. Φυσικά και κάνω πλάκα ως προς το δεύτερο, απλώς είπα να προσθέσω κι εγώ μια πινελιά στον ατέλειωτο κατάλογο «κατοχυρωμένων εγκληματικών φράσεων» μιας δράκας κακοποιών, όπως κάνουν μετά ζέοντος θεατρινισμού, πλείστοι όψιμοι πιατσογράφοι δημοσιογραφίσκοι, προϊούσης της επίκαιρης απαγωγής γνωστού επιχειρηματία...

  1. - Ρε σύ, αυτός λιποθύμησε!
    - Πιάστον απ' τα μπόσικα, να τον βάλουμε σε καμιά σκιά!

  2. - Λοιπόν, είμαστε δυο με πέντε, τράβα μπρός εσύ και είμαι εγώ πίσω σου να κρατάω τα μπόσικα.
    - Για μαλάκες ψάχνεις; Εσύ την ξεκίνησες τη μανούρα, πάλι εγώ δηλαδή να βγάλω το φίδι απ' την τρύπα;

  3. Τη γυναίκα μου ούτε που θυμάμαι πώς τη γνώρισα. Πώς βρέθηκα μπόσικος και την πήρα; Θές η αγαμία, θές που ήμουνα φανταράκι άπραγο τότε, με πιέσανε κι οι δικοί της, έκανα και δυο παιδιά, την πάτησα και τραβιέμαι από τότε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς, το αδύναμο, κοντό, φιλάσθενο και κακοσχηματισμένο άτομο.

Εκ του πτηνού κίχλη, κοινώς τσίχλα, και όχι εκ του ιταλικού cicca (γόμμα, τσιχλόφουσκα). Βλ. τσίκα (τεμάχιο χασίς, τσικαμπούμ, κ.α.).

- Μαλάκα, αυτός εκεί πέρα μας κοιτάει τόσην ώρα και χασκογελάει με το διπλανό του. Θα πά' να τραβήξω ζόρι!

- Πού πας μωρή τσίχλα; Που μου σερνίκωσες ξαφνικά! Θα σε σοπακιάσουνε πάλι και θα σε ντύνουμε γάζες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified