Further tags

Είμαι ντιπ για ντιπ μεθυσμένος. Από τις διάφορες ουσίες που έχουν πιωθεί και ανακατευτεί στο στομάχι αυτού που τα πίνει, μπορούμε να πούμε ότι έχει ένα πλήρως εξοπλισμένο χημείο στο στομάχι του! Χρησιμοποιείται μόνο για αλκοόλ και όχι για ναρκωτικές ουσίες κ.λπ.

  1. Πραγματικός διάλογος:
    - Θέλω και 'γω να γίνομαι χημείο κάθε μέρα χωρίς hangover την επόμενη! Yeaaah!
    - Άει πλύνε καμιά κατσαρόλα μωρή μπαφλότσα που θες και να πιες κιόλας απ' τα δεκατέσσερα σου...

  2. - Πήγαμε με τον Γιώργο χθες σ' εκείνο το ύπουλο μπαρ που είχαμε δει μαζί, θυμάσαι;
    - Ναι, πως ήταν;
    - Σκατά! Όλα τα ποτά ήταν μπόμπες! Χημείο γίναμε!

Η είσοδος του παλιού Χημείου στη Σόλωνος. Κάπως έτσι γίνεσαι όταν γίνεσαι χημείο. Ανάστα ο Κύριος (από GATZMAN, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιδίδομαι σε ταπεινωτική εργασία, χαμαλοδουλειά, χαμαλίκι, αγγαρεία, κοπιαστική δουλειά μικρής σημασίας.

Απαντάται στην υποτιμητική έκφραση: άντε να ξύνεις πατσές, (βλ. παράδειγμα 1).

  1. Τεμπελιάζω (βλ. παράδειγμα 2).

1α. Πατσές είναι οι κοιλιές. Για να μαγειρευτούν οι κοιλιές, πρέπει πρώτα να καθαριστούν από τα σκατά, που τα ξύνουν με μαχαίρι, μία κοπιαστική και όχι και τόσο ευχάριστη διαδικασία, η αλήθεια είναι.

Το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε δεν είναι άξιο για τίποτα καλύτερο να κάνει στην ζωή του.

Αυτή είναι η αρχική και ορθή χρήση της φράσης.

2α. Η δεύτερη καθιερωμένη πλέον σημασία της (τεμπελιάζω), προέκυψε από την χρήση της φράσης χωρίς την γνώση της πρωταρχικής μαγειρικής προέλευσής της. Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε άτομο το οποίο ξύνει τις ίδιες τις δικές του πατσές, δηλαδή κάτι ανάλογο με το ξύνω τ΄αρχίδια μου.

Απαντάται στην φράση «ξύνει τις πατσές του μέχρι να λειώσουνε τα ξύγκια», με την έννοια ότι ο εν λόγω κωλοβαράει ασύστολα.

  1. «Αν το θέλω με πίτα ζητάω πίτα με σουβλάκι. Αν αυτός που το πουλάει δεν ξέρει ότι σουβλάκι=μικρή σούβλα, άρα σουβλάκι=το κρέας περασμένο σε «καλαμάκι» ας αλλάξει επάγγελμα, ας ξύνει πατσές πχ :p» .

(καλά το καταλάβατε, είναι από φόρουμ για την αιώνια διαμάχη, σουβλάκι, μπουγάτσα, λεμονίτα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, να ζει κανείς ή να μη ζει κτλ).

  1. «Το μοναδικό νταραβέρι που έχει η Super League είναι με τον ΟΠΑΠ. Αν δεν υπήρχαν τα κρατικά λεφτά, το μαγαζί θα είχε χρεοκοπήσει. Από την ελεύθερη αγορά δεν παίρνουν ούτε σέντζι. Και με πουλημένα τα τηλεοπτικά δικαιώματα για τα επόμενα τρία χρόνια τι έχει να κάνει η Super League για τα επόμενα τρία χρόνια μέχρι το 2012; Για τέτοιες περιπτώσεις λέγεται ότι «ξύνουν πατσές». (σχόλιο αθλητικογράφου)

(από spydel, 09/11/09)Patsa (από allivegp, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία προσφωνούμε άτομο το οποίο θέλουμε διακαώς να βρίσουμε, αλλά δεν μας βγαίνει, είτε λόγω συμπάθειας, είτε επειδή η θέση μας δεν το επιτρέπει, π.χ. προϊστάμενος, διευθυντής κλπ. Συνήθως η εν λόγω έκφραση λέγεται ως χαιρετισμός, αλλά μπορεί να ειπωθεί και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή το κρίνουμε σκόπιμο.

Πιθανόν η προσφώνηση να προήλθε από παραφθορά: «μουνί» -> «μουνάκι» -> «μουνάκι της χαράς», καθώς το μεν «μουνί» ακούγεται πρόστυχο, το δε «μουνάκι» χυδαίο. Τα παραπάνω γίνονται φανερά αν κάνουμε την εξής ερώτηση:¨

  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνί;
  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνάκι;
  • Τι κάνεις εκεί βρε μουνάκι της χαράς;

Παρατηρήστε επίσης πώς το «ρε» παρασύρεται σε «βρε» μέσα από την αλλαγή διάθεσης που επιφέρει το εν λόγω λήμμα.

  1. Πού 'τσαι ρε μουνάκι της χαράς;

  2. Τσακάς τον ξερό μου άσο, ρε μουνάκι της χαράς;

  3. Βρε μουνάκι της χαράς, τι έκανες πάλι; Καλά, γαμάτο το πρόγραμμα, βγάζει παπάδες. Μπράβο!

Μουνάκι της χαράς (από panos1962, 09/11/09)(από panos1962, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανέφεραν en passant ο hodjas εδώ και η ironick εδώ.

Σφυρίζω αδιάφορα, κάνω το κορόιδο, κάνω το μαλάκα. Κάνω, δηλαδή, ότι δεν καταλαβαίνω, προσποιούμαι τον ανίδεο για να αποφύγω τις ευθύνες μου, να γλυτώσω από μια υποχρέωση, να μην μπω στα ζόρια. Συχνά, κάνω τον γερμανό ενώ ετοιμάζομαι να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.

Ο hodjas λέει ότι η έκφραση έκανε την εμφάνιση της στην Κατοχή, και μπορεί νάχει δίκιο. Εγώ πάλι έχω ακούσει ότι το 'λεγαν οι γκασταρμπάιτερ όταν ένας δικός μας έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τι του έλεγαν στη γλώσσα του Ομήρου οι άλλοι Ρωμιοί στη φάμπρικα, προφανώς για να λουφάρει. Και η έκφραση καθιερώθηκε όταν, λόγω ηυξημένου τουριστικού ρεύματος, ο Ελλαδικός πληθυσμός γνώρισε τους Γερμανούς από κοντά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε γενικές γραμμές, δεν έπαιρναν τσάι.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πλέον ευρέως και στις εφημερίδες, αν και συνήθως την βάζουν σε εισαγωγικά. Σημειωτέον ότι δεν απαντάται σε θηλυκή έκδοση, δηλαδή και μια γυναίκα κάνει τον Γερμανό, δεν κάνει την Γερμανίδα.

Στην καταχώρηση, γράφω επιτουτού τον γερμανό με πεζό το πρώτο γράμμα και όχι με κεφαλαίο και αυτό γιατί νομίζω ότι η λέξη, σε αυτό το περιβάλλον, έχει αυτονομηθεί πλήρως σχεδόν από τα όποια εθνικά χαρακτηριστικά των Γερμανών. Άλλωστε, μιλάμε για στερεότυπα και μου φαίνεται ότι ο Έλληνας μάλλον δεν θεωρεί τον Γερμανό παρτάκια, βολεψάκια και μάνα καημένη στη λούφα, συνδηλώσεις που σαφώς περιέχει η έκφραση κάνω τον γερμανό. Αντιθέτως, η καρικατούρα είναι ότι ο Γερμανός μπορεί να είναι άνιωθος μεν, είναι, όμως, εργατικός, πειθαρχικός και, βέβαια, και σκληρός, Ναζί κατά βάθος κλπ κλπ.

Το οποίο μου θυμίζει ένα παιδί κουφέτο που είχα γνωρίσει στο Άαχεν το τότε, Καστοριανός ήτανε νομίζω αλλά δεν έχει να κάνει, μιλάμε ΤΟ ρεμάλι - νταβατζιλίκι, κουμάρι σκληρό και χρέη απίστευτα, ο οποίος, εντούτοις, πάρα πολύ εκτιμούσε και θαύμαζε τις κλασικές Γερμανικές αρετές - σκληρή δουλειά, μεθοδικότητα, πνεύμα αποταμίευσης και τέτοια. Κατά συνέπεια, κάθε παρέμβαση του στην κουβέντα - είχε κι ένα αξάν το παλουκάρι - ξεκινούσε «Ο Γερμανόsh, που λεsh, φίλε μου...» και κατέληγε «... άλλο πράμα ο Γερμανόsh, όχι shαν κι εμάsh». Αααυτά. Άλλα χρόνια.

  1. «Κάνει τον... Γερμανό ο κύριος Μίζενς. Ένταλμα σύλληψης για Χριστοφοράκο» (Τίτλος από ΤΑ ΝΕΑ, 21/05/09)

  2. Όταν η δυσκολία παράγεται απο κάποιο άλλο φορέα του δημοσίου, όπως η περιφέρεια, ο δήμαρχος δεν καταπιάνεται να δώσει λύση. Οχυρώνεται πίσω απο την αναρμοδιότητά του και κάνει το Γερμανό. Από εδώ

  3. - Καλά, ρε Ρούλη... αδερφός μου είσαι και σ' αγαπάω... αλλά σου εχω πει ότι η μαμά έχει ανάγκη από κάποια λεφτά κάθε μήνα για τη γυναίκα και μια ζωή κάνεις τον Γερμανό και δεν τσοντάρεις μία... και τώρα πας και παίρνεις στη γυναίκα σου Λουί Βουιτόν τσάντα εξακόσια ευρώ... νισάφι, ρε παιδάκι μου...

Oλλανδική χέστρα με "plateau" για να παρατηρείς τα σκατά σου! (από BuBis, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από πού προέρχεται ο όρος;

Το τριώδιο είναι ένα εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει όλους τους ύμνους που ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου (ξεκίνημα των Αποκριών) ως το Μεγάλο Σάββατο. Το βιβλίο λέγεται τριώδιο γιατί οι περιεχόμενοι ύμνοι έχουν τρεις ωδές (λόγω του ονόματός του, η αναφερόμενη χρονική περίοδος που ψάλλονται οι ύμνοι που λέγαμε, λέγεται επίσης τριώδιο).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, μόλις οι ψάλτες «ανοίγουν το τριώδιο» έχουμε και το ξεκίνημα των καρναβαλιών.

Σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσαμε να εκφέρουμε τον όρο;

  • Εκφέροντας τον όρο μιλάμε για καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από καγκουριά και καρακιτσάτο στιλ. Μιλάμε για ανάρμοστες και αταίριαστες καταστάσεις που παρατηρούνται εντός ενός συνόλου. Μιλάμε για την... ανορθογραφία, για την... εικαστική παρέμβαση! Οι πρωταγωνιστές των συγκεκριμένων καταστάσεων λογίζονται σαν τη μύγα μέσ' στο γάλα. Τα άτομα είναι αλλού γι' αλλού. Λες κι ήρθαν απ' τον Άρη. Έτσι, πίσω από μια φανταχτερή και γελοία εμφάνιση, ενδεχομένως να βρίσκεται κάποιος ήρωας του Σπαθάρη που έχει βάλει την πινελιά του για να βγει αυτό το καρναβαλιστικό αποτέλεσμα (βλ. παρ. 1, 2).
  • Μιλάμε για μια μη αναμενόμενη κατάσταση που θεωρούμε πως πατάει πάνω σε παράλογες βάσεις. Μια κατάσταση που μπάζει από παντού, μια κατάσταση που αντανακλά την ουτοπία. Στο καρναβάλι, αυτό μπορεί να είναι αποδεκτό. Στην καθημερινότητα όμως τα πράγματα διαφέρουν (βλ. παρ. 3).
  • Μιλάμε για καταστάσεις αμφίβολης αισθητικής, δυσαρμονίας και ανομοιογένειας. Μιλάμε για ένα αλαλούμ αντικρουόμενων θεμάτων που δεν δένουν μεταξύ τους. Σε ένα καρναβαλιστικό σκηνικό, αυτό θα μπορούσε να 'ταν αποδεκτό, εδώ όμως τα πράγματα διαφέρουν. (βλ. παρ. 4).
  • Μιλάμε για άτομο που δεν τηρεί τις άγραφες κοινωνικές συμβάσεις για την πρέπουσα εμφάνιση σε δεδομένο τύπο περίστασης επικοινωνίας (π.χ: γάμος, κηδεία, σύσκεψη κορυφής, σχολική αίθουσα, κλπ), λες κι είναι καρναβαλιστής και το παίζει όπως θέλει. Ωστόσο οι συγκεκριμένες ενδυματολογικές επιλογές του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν άψογες σε διαφορετική περίσταση (βλ. παρ. 5).

    Ποιες οι ενδεχόμενες αντιδράσεις;

Οι παραπάνω περιπτώσεις γελοιοποιούν υποβιβάζουν και εκθέτουν αυτόν που τις προκαλεί. Μπορούν να προκύψουν περιφρονητικά γέλια, μπόλικο κους κούς καθώς και αίσθημα αποστροφής για αυτόν που τις προκαλεί, αν τα θέματα αυτά δεν έχουν συνέπειες πάνω μας. Αν έχουν (π.χ: βλ. παρ. 4), τότε το πράγμα αγριεύει.

  1. Πλήρης μέθοδος βαφής του εν λόγω προσώπου. Σε στεγνή επιφάνεια επιστρώνεται πρώτα το αστάρι, κατόπιν ρεπουλίνη και ακολουθούν μίνιο για τη σκουριά, βερνίκι για το σαράκι, λούστρο για πλήρες γυάλισμα και μια σειρά έντονων χρωμάτων (μη-οικολογικών) όλων των αποχρώσεων της ίριδας που παραπέμπει στο σχόλιο άνοιξε το τριώδιο; Βλ. λήμμα ποικιλοχρωμουρίαση

  2. Όσο για κόκκινη γόβα δεν το έχω τολμήσει και γενικά δε μου αρέσει το κόκκινο παπούτσι. Έχω στιλιστικές ανησυχίες για να μη βγαίνω στο δρόμο σαν καρνάβαλος! Ξέρεις πόσους και πόσες βλέπω στο δρόμο να κυκλοφορούν, λες κι άνοιξε το τριώδιο; Δες

  3. Για τον ΠΑΟΚ, άνοιξε το τριώδιο εδώ και καιρό και δύσκολα θα κλείσει όταν από τα υπεύθυνα χείλη ακούς πως το μόνο που λείπει είναι θετική ενέργεια από έξω. Από πού έξω; Έξω από εδώ; Έξω από τα σύνορα; Έξω από το ηλιακό σύστημα; Έξω από το Γαλαξία; Μια ζωή η εύκολη λύση του έξω. Οι μέσα δεν φταίνε ποτέ και σε τίποτα. Μόνο πληρώνονται. Πριν δυο βδομάδες, μετά την ήττα από τον Ακράτητο, κάναμε επανάσταση, πριν τρεις βδομάδες-ανανέωση, πριν τέσσερις βδομάδες-αναστύλωση, πριν έξι βδομάδες-ανακύκλωση, κάπου πιο βαθιά στο χρόνο είχαμε στόχο τη δυάδα, μπερδεμένο τάβλι. Τώρα που εξαντλήσαμε όλα τα ουσιαστικά με πρόθεμα το ανά-, το γυρίσαμε στα μεταφυσικά. Κάποτε έφταιγε το κουμπί που δεν έπιανε τη συχνότητα του ΠΑΟΚ. Τώρα φταίει η θετική ενέργεια που δεν έρχεται από έξω. Κωμωδία. Δες

  4. - Μόλις μπήκα στο νεοκλασικό μου κι αντίκρισα στο δωμάτιο μου ζωγραφισμένους ήλιους και ζωντανά στους τοίχους, φρίκαρα και φώναξα μ' αγανάκτηση. Τι έγινε ρε; Άνοιξε το τριώδιο καλοκαιριάτικα; - Ωχ... είχε περάσει η νέα φιλενάδα σου που 'χει τις γνωστές φευγάτες καλλιτεχνικές ανησυχίες, ε;
    - Την έκανα με τα κρεμμυδάκια.

  5. - Ήμουνα στην κηδεία και ξάφνου άνοιξε το τριώδιο.
    - Δηλαδή;
    - Ήταν η Λίλιαν μ' ένα κατακόκκινο μίνι φόρεμα που φώναζε από μακρυά: Ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Ασ' τα... εκτός τόπου και χρόνου το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το σούπερ ντούπερ, το άπιαστο, το τέλειο. Ο όρος καθιερώθηκε μάλλον από τον Νίκο Αλέφαντο, αλλά χρησιμοποιείται και εκτός αγωνιστικού χώρου, π.χ. «το ραλί του Άγγελου είναι πύραυλος, μάνα καημένη».

- Παίκτης σαν τον Ροναλντίνιο δεν υπάρχει άλλος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Ο άνθρωπος είναι μάνα καημένη, ασύλληπτος!

- Καλά, μια Χαγιαμπούσαμας έπαιζε φώτα στα 220! Μας πέρασε σαν να ήμαστε σταματημένοι. Απίστευτο εργαλείο, μάνα καημένη, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπελιάζω τόσο, ποὺ περνῶ στὴ διαδικασία τῆς ψυχοσωματικῆς σήψεως, μουχλιάσματος, ἀπὸ ἀκινησία.

Ἡ ἀναλογία τοῦ στασίμου νεροῦ, ποὺ μουχλιάζει, εἶναι προφανής, (πρβλ καὶ τὴν ὑβριστικὴ προσφώνησι μοῦχλα γιὰ τὴν τεμπέλα, ὀκνὴ καὶ ἀνοικοκύρευτη γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν γιὰ ἄνδρα).

Τὸ σήπομαι ἔχει κανονικὰ τὶς ἑξῆς σημασίες: ἀποσυντίθεμαι, διαπυήσκομαι, ἀπονεκρώνομαι, παθαίνω γάγγραινα, εὐρωτιῶ (μουχλιάζω).

Τὸ σαπίζω (ἐνεργητικὸ καὶ μέσο ρῆμα) προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς θέμα «σαπ-» τοῦ σήπ-ω / σήπ-ομαι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο σχηματίζεται καὶ τὸ ἀπαρέμφατο σαπ-ῆναι καὶ ὁ δεύτερος ἀόριστο ἐ-σάπ-ην.

Μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἀναλογία μὲ ταυτόσημες ἐκφράσεις τῆς γερμανικῆς: faul σημαίνει τεμπέλης καὶ σάπιος/μουχλιασμένος. Faulenzen σημαίνει τεμπελιάζω καὶ σαπίζω/μουχλιάζω. Προφανῶς, στὴ γλῶσσα αὐτή δὲν μπορεῖ νὰ διακριθῇ ἡ μία σημασία ἀπὸ τὴν ἄλλη, συνεπῶς δὲν τίθεται θέμα slang.

- Τί γίνεται ρέ; Τί κάν᾿ς;
- Τίποτα ρέ! Μαλακίες· σαπίζω.

- Πήγαμε διακοπὲς στὴ Σέριφο. Δέ σοῦ λέω τίποτε· σαπίσαμε ἀπ' τὴν ξάπλα, μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως είμαι τόσο πολύ κουρασμένος που έχω την όψη, όρεξη, κινητικότητα ενός πτώματος.

Συνήθως είμαστε πτώμα όταν:

  • Έχουμε χτυπήσει υπερωρίες στη δουλειά/σχολείο κ.ο.κ
  • Είναι να βγάλουμε το σκύλο βόλτα.
  • Μετά από τροχαίο.

    Καμιά φορά είναι και οι τελευταίες λέξεις πριν το ροχαλητό (ή και τον επιθανάτιο ρόγχο, άμα θέλετε).

  1. - Ψήσου να πάμε στον Βασίλη! Κάτι είπε για ούζα!
    - Δε με παρατάς ρε... έχω να κοιμηθώ κάτι μέρες τώρα. Είμαι πτώμα.
  1. - Αγααάπη μουυυ...;
    - Μμμ;
    - Ξέεεερεις τιιιι... (ναζιάρικα)
    - Ρε μωρό μου...δε μπορώ σήμερα. Είχα τρεξίματα σήμερα... είμαι πτώμα...
    - (γκρίνια mode-ON) Δε με θέλεις! Μπουχουχουυύ, μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι! Ουάααα, εγώ ποτέ δε σου λέω όχι! Μπλα μπλα μπλα έπρεπε να πάρω τον Ορέστη τον γείτονα, διαμάντι θα με είχε! Νιαου νιαου νιαου ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ!

(από AN21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορικού τύπου ερώτηση. Μπορεί να θεωρηθεί από απλά περιπαικτική και πειρακτική, έως ευθέως κακεντρεχής και προσβλητική. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Την εξαπολύουμε με υφάκι και σαρδόνιο χαμόγελο εναντίον παλιού φίλου / γνωστού, που έχουμε να τον δούμε καιρό και ο οποίος στο μεταξύ έχει παχύνει ελεεινά. Ακριβώς σαν να κατάπινε τσιμέντο όλο αυτό το διάστημα...

- Ρε Μιχάλη! Πώς έγινες έτσι ρε μαλάκα, τσιμέντο έτρωγες; Αυτά είναι..

Γιατί όμως τσιμέντο και όχι κάτι άλλο σαβουροειδές, π.χ. άμμο ή χώμα ή χαλίκια;

  1. Διότι το τσιμέντο ως υλικό είναι ευτελέστατο, πάμφθηνο και σε πρώτη ζήτηση. Ο ορισμός της σαβούρας δλδ.

  2. Διότι σε αντίθεση π.χ. με τις πέτρες, το τσιμέντο «μαγειρεύεται», με την προσθήκη νερού στη σκόνη και το ακόλουθο ανακάτεμα.

  3. Διότι είναι κυριολεκτικά «βαρύ» κι «ασήκωτο» και ως φαΐ σούπερ θρεπτικό, ιδίως το ωπλισμένο (μπετόν αρμέ) με τα πολύτιμα μεταλλικά ιχνοστοιχεία...

  4. Διότι η οικοδομή και ο ευρύτερος κατασκευαστικός κλάδος παραμένει προνομιακό θέμα συζήτησης του κλασικού έλληνα, μαζί με το ποδόσφαιρο και τα αυτοκίνητα. Έστω και ερασιτεχνικά, αρέσει στον κλασικό έλληνα να το παίζει μαστόρι και να ανακατεύεται με τις λάσπες και να παινεύεται πως «το τσαρδί μου το 'χτισα 'γω ο ίδιος με τούτα δω τα χέρια»...

  5. Διότι ο όρος τσιμέντο εμπεριέχει ισχυρές συνδηλώσεις βλακείας και ξεροκεφαλιάς. Βλ. λήμματα μπετό, μπετόβλακας.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε απλή πρόταση κατάφασης:

- Κοίτα ρε μαλάκα το Μάκη πως κατάντησε, τσιμέντα θα πρέπει να έτρωγε, δεν εξηγείται αλλιώς πως έβαλε 20 κιλά σε 3 μήνες...

Συνήθως όμως προτιμάται η ερωτηματική διατύπωση, καθώς έτσι δίνουμε πάσα στο συνομιλητή μας για να πει κι αυτός την κακία του και να συνεχιστεί το κράξιμο του δυστυχούς υπέρβαρου εν χορδαίς και οργάνοις...

(Στην παραλία)

- Πω ρε φίλε τι οικογενειακή κωλοπαραλία είν' αυτή που μ' έφερες... Αντί να βλέπουμε κάνα ωραίο μουνί, είναι τίγκα στα παιδοβούβαλα με τις φακλάνες τις μάνες τους.. Τι στο διάολο τα ταΐζουνε κι έχουνε γίνει έτσι, τσιμέντο; Μου χαλάν την αισθητική...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ναφθαλίνη, ή ναφθαλίνιο είναι αυτή η στερεά λευκή και κρυσταλλική ουσία με τη δυνατή μυρωδιά που προέρχεται από την πίσσα του ορυκτού άνθρακα και χρησιμοποιείται κυρίως για την προστασία των μάλλινων ενδυμάτων από τον μπαγάσα το σκόρο που τη βρίσκει να κολατσίζει στην καθισιά του μάλλινες ίνες.

Τα ενδύματα που λέγαμε δεν θα τα χρησιμοποιήσουμε για καιρό, γι' αυτό τα παραμερίζουμε αποσύροντάς τα από την κυκλοφορία, καταχωνιάζοντάς τα στη ντουλάπα παρέα με ναφθαλίνη.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, τι θα μπορούσε να μυρίζει ναφθαλίνη; Κάτι που κατά την οπτική κάποιων θα μπορούσε να είχε χρηστική αξία κάποτε.

Ενδεικτικά, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για:

  • Ετοιμόρροπα κτίσματα, παλιομοδίτικα αντικείμενα, μηχανήματα ξεπερασμένης τεχνολογίας (που αποδεικνύονται πλήρως ακατάλληλα για τη σημερινή εποχή. Μόνο ένας παλιατζής κι ένας συλλέκτης θα μπορούσε ενδεχομένως να ενδιαφερθεί γι αυτά) και λοιπές αρχαιολογίες (βλ. παρ. 1).
  • Κοινωνικά σύνολα (π.χ: εταιρείες, κόμματα, κλπ) που λειτουργούν με αναχρονιστικές πρακτικές. Ε κι όσο για την αποτελεσματικότητα... Ε... καλά δε θέλει και ρώτημα. Τίγκα στην αναποτελεσματικότητα είναι (βλ. παρ. 2).
  • Αναχρονιστικό τρόπο ζωής. Για συντηριτικάντζες και μούχλες ο λόγος. Έτσι, μιλάμε για ραμολί μόνιμα κολλημένα στην εποχή του Πάγκαλου. Άλλωστε, όπως λέει κι η παροιμία, το γέρικο γαϊδούρι περπατησιά δεν αλλάζει. Επίσης μιλάμε και για νέους που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο πνεύμα της εποχής σε εμφάνιση, σκεπτικό, συνήθειες, κλπ (βλ. παρ. 3).
  • Αναχρονιστικά θέματα και αναχρονιστικές και πεπαλαιωμένες ιδέες, απόψεις, πολιτικές, κλπ (βλ. παρ. 4).
  1. - 'Οχι άλλο κάρβουνο! Καλά ρε εσύ, επιτρέπεται στην εποχή που ζούμε να χρησιμοποιείς pc με 386 και με λειτουργικό Windows for Workgroups;
    - Ξέρεις τι μηχάνημα ήταν στην εποχή του;
    - Ήταν. Τώρα όμως μυρίζει ναφθαλίνη.

  2. Ξεκίνησε ο καινούργιος «Rock FM» αλλά μυρίζει ναφθαλίνη. Απολύσεις, λιγότερες εκπομπές (μόλις τρεις!) και playlist στο φουλ. Ενα νέο πρόσωπο, ο Γιώργος Μελισσινός (από τον «Εν Λευκώ»), συν δύο παλιοί παραγωγοί (Χρηστίδης και Λεουνάκης). Και στο βάθος Τσαουσόπουλος, ως ο έχων την υψηλή εποπτεία. Ο ιστορικός σταθμός διολισθαίνει σταθερά προς το αδιάφορο και το ανύπαρκτο.
    Δες

  3. -Καλά ο Πέτρος μες στην κοσμάρα του του. Κούρεμα, ντύσιμο, ιδέες από προπολεμική εποχή. - Κατάλαβα. Μυρίζει ναφθαλίνη το άτομο.

  4. Μια άλλη συζήτηση που μυρίζει ναφθαλίνη: Ο Μελιγαλάς το κονσερβοκούτι και η αναθεώρηση της ιστορίας.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified