Further tags

Ογκώδες αντικείμενο, συνήθως έπιπλο, που μας πλακώνει την ψυχή (από δω και η ετυμολογία), κάνει το δωμάτιο να φαίνεται πιο μικρό, μας δημιουργεί σφίξιμο και μας καταπιέζει.

Λέγεται και για ανθρώπους, ειδικά μεγαλόσωμους, όταν εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Λέγεται επίσης και για ανθρώπους μίζερους οι οποίοι, ίσως και χωρίς να κάνουν τίποτε, με την παρουσία τους και μόνο χαλάνε το κέφι σε μια παρέα και προκαλούν γενικό άγχος.

  1. - Δε με νοιάζει αν είναι καρυδένια η τρίφυλλη η ντουλάπα της θείας σου της Μαριάνθης ... δε με νοιάζει αν είναι κειμήλιο και αντίκα ... εγώ αυτόν τον πλάχτουρα στην κρεβατοκάμαρά μου δεν τον βάζω ... να μου κόβει όλο το φως ... και να πάει να με πάρει ο ύπνος και να τη βλέπω και να με πιάνει εφιάλτης ότι θα βγει από μέσα η θεία σου η Μαριάνθη ...

  2. - Φύγε απ' την κουζίνα, Αναστάση ... μην στέκεσαι έτσι από πάνω μου σαν πλάχτουρας ... κόβω τη σαλάτα και σερβίρω ... μη με αγχώνεις ...

  3. - Τι μας τον έφερες απόψε αυτόν τον Πελοπίδα, ρε κούκλα μου ... τι πλάχτουρας ειν' αυτός ... θρονιάστηκε στην πολυθρόνα μου, μια κουβέντα δεν είπε και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι μέχρι τι ώρα θά 'χει λεωφορείο το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι γεμάτη.

Καλή, αλλά είναι λίγο χοντρομούρω.

Ναι μεν, αλλά, αν σου κάτσει; (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Περιπαικτικό άδολο σχόλιο στην παρέα, για κοπέλα που ετοιμάστηκε για έξοδο και εμφανίστηκε μπροστά μας.

Θα μου πείτε γιατί πρέπει να τη σχολιάσουμε; Ντύθηκε και... νά 'την! Ντύθηκε αλλά τι έβαλε! Η κοπέλα-λατέρνα χαίρεται τις Απόκριες όοοολο το χρόνο. Μαύρα, κόκκινα, χρυσά, ασήμια, λαμέ, σκουλαρίκια, βλεφαρίδες, νύχια ψεύτικα, ψηλοτάκουνα, φουλάρια, καπέλα, την Άρτα, το Σούλι και τα Γιάννενα!... Όλα αυτά βέβαια, ανάκατα και μπερδεμένα το ίδιο, για πρωί, μεσημέρι, ή βράδυ...

Και το μαλλί; Ααααχ το δράμα το μαλλί! Του Δράμαλη ο χαμός!
Τη μια ξασμένο, την άλλη πλατινέ, τη μια κατσόμαλλο, την άλλη φουντωμένο μέχρι εκεί πάνω, σαν το λιοντάρι της Νεμέας... Αυτά για βάση, ύστερα κορδέλες, κοκαλάκια, τσιμπιδάκια με καρδούλες και το αρχικό της, φουντίτσες χρωματιστές και ό,τι άλλο είχε μέσα ο συρτάρης!...

Πάντως ετοιμάστηκε! Να σκεφτούμε τώρα που θα... «πάει», γιατί το να «πάμε» μάλλον χλωμό το βλέπω...

— Νά 'μαι και 'γώ παιδιάαα! Έτοιμη!...
(Δυό τρία δεύτερα delay, μέχρι να καταλάβουμε τι βλέπουμε και...)
— Κούκλα η Μαρίτσα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα συμπαθέστατο μικρό γεράκι - λίγο μεγαλύτερο από περιστέρι - που φωλιάζει σε χαλάσματα, παλιές αποθήκες κ.λ.π και τρέφεται κυρίως με έντομα. Ζει σε όλη σχεδόν την Ελλάδα - αν και το χειμώνα πάει στην Αφρική. Λίγο τα φυτοφάρμακα, λίγο η οικοδομική δραστηριότητα είναι και αυτό είδος απειλούμενο πλέον.

Κιρκινέζι, επίσης, λέγεται και ο άνθρωπος με τη μεγάλη και, κυρίως, γαμψή μύτη (βλ και το λήμμα γιαταγκάν). Η λέξη κιρκινέζι πρέπει να προτιμάται από το γιαταγκάν, το μπουγατσομάχαιρο κ.ο.κ. όταν θέλουμε να αναφερθούμε συγκεκριμένα σε κάποιον με στεγνά τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου - δηλ. λεπτά χείλη, βαθουλωμένα ζυγωματικά και τραβηγμένο μέτωπο. Είναι δε η απολύτως ακριβής λέξη όταν πρόκειται για μια γυναίκα που έχει κάνει επιπλέον και προσπάθεια να αναδείξει τη μύτη - π.χ. με το μαλλί κορακί, ξαστό και φουντωμένο, έντονο μαύρο μολύβι και μαύρη η πράσινη σκιά στα μάτια κ.λ.π.

Μια άχρηστη, αλλά ενδιαφέρουσα, πληροφορία: Στην Κρήτη, το κιρκινέζι - το γεράκι, όχι τη μυτόγκα - το λένε και αερογάμη. Και υπάρχει και το σχετικό λήμμα. Άλλο πράμα, βέβαια.

- Πάρε, ρε, το κιρκινέζι που θέλει να το παίξει και γκοθού...

(από poniroskylo, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται αλλιώς ο μποντιμπιλντεράς, επειδή το σώμα του είναι αποτέλεσμα χτισίματος (δηλαδή body building).

Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.

(επιστρέφοντας από το γυμναστήριο)
- Μάνα, βράσε μου έξι αυγά!
- Γιατί τόσα πολλά παιδάκι μου;
- Θέλω να φάω πρωτεΐνη... Χτιστός θα γίνω μέχρι το καλοκαίρι!
- Μη χειρότερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό ον, το οποίο με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα κυκλοφορεί στους δρόμους των ελληνικών πόλεων από τη δεκαετία του 80. Εικάζεται ότι είναι πρώτος ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά και σίγουρα χρησιμοποιούν τον ίδιο στυλίστα. Φίλοι του είναι ο Κώστας ο Γκοτζίλας, ο Νίκος ο Πεταλούδας και άλλα εκλεκτά μέλη της κενωνίας.

Ο Πέτρος ο Μπαλτάς στυλιστικά έχει μείνει σε μία κακή στιγμή της δεκαετίας του 80 (όχι ότι υπήρχαν και πολλές καλές για όποιον θυμάται) και πιστεύει πολύ στα εξής είδη ένδυσης / υπόδησης: Κολλητό τζην τύπου «σωλήνα» απαραιτήτως μία πιθαμή πιο κοντό από το κανονικό, άσπρη μπουρνουζέ κάλτσα, κοντό σταράκι με τα κορδόνια πιασμένα γύρω απ' τον αστράγαλο και α-πα-ραι-τή-τως φλάινγκ τζάκετ ΜΕΣΑ από το ήδη στενό τζην. Υποθέτω ότι μέσα από το φλάινγκ παίζει απλό άσπρο T-shirt.

Ο Πέτρος ο Μπαλτάς είναι χουλιγκάνος εκ πεποιθήσεως και έχει προσχωρήσει εδώ και χρόνια στο δόγμα «και τα μυαλά στα κάγκελα». Δεν το πολυσκέφτεται, αλλά και να το σκεφτεί δεν θα καταλήξει κάπου αλλού διότι αφ' ενός όλοι του οι γνωστοί είναι του ιδίου δόγματος και αφ' ετέρου η έντονη σκέψη τον βάζει σε endless loops από τα οποία αδυνατεί να ξεφύγει, οπότε γιατί να το κουράσει το πράγμα;

Με την πάροδο του χρόνου, ο Πέτρος ο Μπαλτάς (όπως και οι υπόλοιποι της παρέας) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μίας ευρύτερης ομάδας και το όνομά του περιγράφει όλα τα μέλη της.

Χάρις στην πρωτοποριακή έρευνα πεδίου των Α.Μ.Α.Ν., υπάρχει ευτυχώς βιντεακό υλικό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κοινωνιολογική και ανθρωπολογική εξέταση του φαινομένου από τους επιστήμονες του μέλλοντος. Το σχετικό υλικό παρατίθεται εδώ ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες διάσωσής του.

Να φύγει το βίντεο...

(από acg, 21/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα της Ηλιούπολης (ερασιτεχνικό).

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συνάθροιση από γυναίκες γαρίδες και να επιτρέψει στους άντρες τις παρέας να συνεννοηθούν, ώστε να μην καταλάβουν τίποτα.

Η σύνδεση μεταξύ γαρίδας και Χαραυγιακού έχει γίνει, λόγω του ότι στην περιοχή Χαραυγή του Πειραιά, ως γνωστόν, υπάρχουν πολλά γαριδάδικα.

- Ρε Μήτσο αυτές είναι οι ωραίες που θα βγαίναμε;
- Δεν είχα δει φωτο πριν. Γαμώ το Χαραυγιακό μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άσχημος εμφανισιακά ή αλλιώς είμαι μπάζο. Προέρχεται από το ουσιαστικό μπάζο. Χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο δηλώνοντας ότι ένα πρόσωπο είναι άσχημο.

- Ρε την είδες αυτή που πέρναγε; Ωραίο μωρό!!
- Τι ωραίο ρε;; Η γκόμενα έμπαζε από παντού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός της μουσικής gothic, που αποτελεί παρακλάδι της post-punk. Το θηλυκό είναι: η γκοθού.

Πρόκειται για άτομο με πολύ μεγάλη θλίψη: η ζωή του είναι χάλια και όλα του φαίνονται κατάμαυρα. Αν αυτό σας θυμίζει τα σύγχρονα emo, σκεφτήκατε πολύ σωστά! Βέβαια στο γκόθικ γράφανε και κανένα κομμάτι της προκοπής (αν και πεθαμενατζίδικο) που και που, ενώ στο emo, άστα να πάνε...

Η ανωτέρω μελαγχολική/ρομαντική θεώρηση της ζωής δημιουργεί ένα θέμα: σε αντίθεση με την ζοφερή π.χ. Γερμανία, όπου και ξεκινήσαν όλα αυτά , εδώ στην Ελλάδα έχουμε πολύ ήλιο για τέτοιες στεναχώριες. Ο γοτθικός ρυθμός δεν ευδοκίμησε ποτέ στα μέρη μας, γεγονός που κάνει τον Έλληνα γκοθά να μοιάζει με ψάρι έξω απ' το νερό... Θα αυτοκτονούσε σίγουρα, αν δεν ήξερε κατά βάθος ότι όλη αυτή η μελαγχολία είναι θέμα μόστρας και μόνο.

Στα πιο πιπεράτα ζητήματα, οι γκοθούδες διατυμπανίζουν την σεξουαλική τους απελευθέρωση, ενώ επίσης είναι οι μόνες που εκτιμούν τον αβυσσαλέο ερωτισμό που αποπνέουν οι σουβλεροί κυνόδοντες. Έχοντας φετίχ με τον κόμη Δράκουλα, τους αρέσει να δαγκώνουν τα θύματα/εραστές τους, να τις δαγκώνουν αυτοί, ή εν πάσει περιπτώσει να κάνουν αλλαξοδοντιές. Πάντως οι γκοθούδες, αν δεν τους κάτσει κανένας μάτσο βαμπίρίκουλας, εκτιμούν πολύ το ανδρόγυνο λουκ στους άνδρες (κι άλλη ομοιότητα με το emo).

Ενδυματολογικές προτιμήσεις: μαύρα ρούχα συνδυασμένο με άσπρο (του θανατά) μέικ απ. Πολύ παίζουν και τα ρούχα από πολυέστερ, που θυμίζουν S/M καταστάσεις (η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που λέγαμε). Άλλη προτίμηση είναι επίσημο κουστούμι για τους γκοθάδες και νυφικό για τις γκοθούδες, γιατί κάπου ακούσανε ότι αν τα τινάξουνε, με αυτά τα ρούχα θα τους θάψουνε (άμωμοι οι εν οδώ, αλληλούια).

Όσον αφορά το ποτό, ο σωστός γκοθάς πίνει οτιδήποτε μοιάζει με αίμα: μαυροδάφνη, κόκκινο κρασί, στην ανάγκη και βυσσινάδα...

Λοιπά κολλήματα: διακοσμητικοί σταυροί, δισκοπότηρα, νεκροκεφαλές κτλ, ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, ταινίες τρόμου, επισκέψεις/φωτογραφήσεις στα νεκροταφεία (κατά προτίμηση τη νύχτα και με πανσέληνο).

- Πάμε στο Dark Sun να χαζέψουμε γκοθάδες;
- Μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο οποίος έχει το μαλλί του ράστα σηκωμένο καρφάκι, σε μέγεθος τηγανιτής πατάτας.

- Δες μαλλί ο τύπος! Σαν τηγανιτή πατάτα είναι.
- Σκέτος φριτέζας!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified