Further tags

Το γνωστότατο πλαστικό σκεύος – φετίχ πολλών νοικοκυρών που έγινε αφορμή χαρωπών γυναικομαζώξεων.

Αποτέλεσε κι αποτελεί σωτήρια λύση απ’ την υποχρεωτική νηστεία έως τον εξ ασιτίας θάνατο, πλείστων όσων φοιτητών (κάθε φύλου) (ακόμη και του εξωτερικού) σε περιόδους σκληρής ανευρείας, δρώντας ουσιαστικά σαν ομφάλιος λώρος.

Ελληνιστί: «φαγητοδοχείο».

Ως γνωστόν, το να εμφανιστείς σε γκουρμέ εστιατόριο κουβαλώντας παραμάσχαλα το δικό σου σπιτικό φαγητό σε ταπεράκι, εκτός του ό,τι αποτελεί προσβολή για το μαγαζί, καταστρέφει την όποια φήμη σου, προκαλώντας δηκτική καζούρα.

Έτσι, στα στριπτιτζάδικα σινάφια, σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός: Η συνοδός στο μαγαζί κάποιου πελάτη, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τον συγκεκριμένο χώρο / περιβάλλον και φυσικά την εν λόγω ...τέχνη.

– Πάμε “Cabaret”; Ήρθε καινούργιο αίμα.
- Μέσα!
- Μέσα!!
- Ωωωπ!! Στάκα!! Με τάπερ ή χωρίς;
- Μια φορά τέτοιες μαλακίες! Χωρίς!!!
- Νταξ. Το ‘πιασα. Τι να της πω γαμώτο;
- Πως πας ταξίδι.
- Πού; στο Όρος;
- Στη μάνα σου;
- Είσαι φίλος!!

Τάπερ (Από το όνομα της πρώτης κατασκευάστρειας εταιρείας Tupperware) (από sstteffannoss, 25/01/11)(από caution, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συμπαθές, μικροκαμωμένο πλην νοστιμότατο τρωκτικό, που αποτελεί ανέκαθεν στόχο κυνηγών, ήρωα πλήθους παραμυθιών, ανεκδότων, γνωμικών κι εκφράσεων, καθώς και κινέζικο ζώδιο που, παρεμπιπτόντως, θα κυβερνά για ένα χρόνο απ’ τον επόμενο Φλεβάρη.

Ετυμολογικά ίσως από το «λαγωός»: με χαλαρά αυτιά (λαγαρός + οὖς).

Γνωστότατα τα:

  • βγάζω/βρίσκω/πιάνω/χτυπώ λαγό: φέρνω καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έχω απρόσμενη σε μέγεθος επιτυχία, μου τυχαίνει σημαντική ευκαιρία, κάνω σημαντική ανακάλυψη.
  • βγάζω/τραβώ λαγό απ’ το καπέλο: παρόμοιο με το «βγάζω/πετάω άσσο απ’ το μανίκι» ή και κατά το «έκανε πάλι τα μαγικά του». Σημαίνει «ανατρέπω προς όφελός μου/σώζω μια κατάσταση» που φαινόταν χαμένη/τελειωμένη χρησιμοποιώντας κάποιο τέχνασμα ή κάποιο κρυφό ατού, εν είδει ταχυδακτυλουργού, τη στιγμή που κανείς δεν το περίμενε.

    Επίσης, τα σχετικά με τη περίφημη δειλία του λαγού:

  • γίνομαι λαγός: από το φόβο μου την κάνω / εξαφανίζομαι τρέχοντας (και έμμεση αναφορά στην ταχύτητα του λαγού),

  • λαγουδόκαρδος: για τον φοβητσιάρη,
  • κι ο έτερος ορισμός – μομφή για τους οπαδούς του τριφυλλιού από τους αιώνιους αντιπάλους τους.

    Επίσης τα σχετικά με το μέγεθος του λαγού:

  • το εξαίρετο λαγογαμίστρα: για μικρά οικήματα, γαμιστρώνες,

  • και το προφανέστατο πούτσα από λαγό.

    Ήδη στο σάη οι εκφράσεις:

  • τάζει λαγούς με πετραχείλια: για κάποιον που υπόσχεται πράγματα αδύνατο να πραγματοποιηθούν,

  • άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες: για κάτι που ακούσαμε αλλά θεωρούμε αδύνατο να γίνει,
  • λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του: για κάποιον που κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της απερισκεψίας του/που προκαλεί την τύχη του.

    Η δική μου συνεισφορά:

Από τ’ αθλητικά σινάφια και ειδικότερα αυτά των αγωνισμάτων δρόμου:

  • Έστω δυο δρομείς. Ο Α κι ο Β. Ο Α έχει τα κότσια να σπάσει το ρεκόρ, ο Β όχι. Ο Β δεν είναι πάντα ξεφτίλας· μπορεί να τερματίσει και σε μια αξιοπρεπή θέση, αλλά σίγουρα όχι πρώτος. Μπορεί όμως να πουσάρει τον Α να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το όριο των δυνατοτήτων του, βοηθώντας τον (ηθελημένα ή και άθελα) να σπάσει το ρεκόρ ως εξής: κατά το πρώτο μέρος του αγωνίσματος μπαίνει επικεφαλής ο Β και τα δίνει όλα. Τρέχει στο μέγιστο, «τραβώντας» και τον Α, ώστε να τρέξει κι αυτός στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Ο Α κυνηγά/βρήκε (το) λαγό που χρειαζόταν. Όταν στο τελευταίο κομμάτι του αγωνίσματος ο Β τα φτύσει (γιατί δεν έχει τα κότσια να κρατήσει τον ρυθμό του), ο Α (που τα έχει) θα τον προσπεράσει (πολλές φορές με εμφανή άνεση) και θα τερματίσει πρώτος, σπάζοντας (ενίοτε) και το ρεκόρ (ατομικό ή όποιο άλλο). Στην ουσία ο λαγός «άνοιξε δρόμο» σ’ αυτόν που ερχόταν πίσω του και φαινόταν να τον κυνηγά.
  • Τα κάνει το λαγό σε κάποιον/κάτι, είναι λαγός για κάτι χρησιμοποιούνται και εκτός σταδίων, με την έννοια «ανοίγει δρόμο σε κάποιον ή κάτι»/«προαναγγέλλει κάτι»/«βγάζει είδηση». Τέτοιο ρόλο παίζουν κλασικά δημοσιογράφοι με άρθρα ή εκπομπές τους (σχεδόν καθημερινά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη) ή και πολιτικοί (ακόμα και μεγάλου βεληνεκούς) με δηλώσεις τους, ώστε να ανοίξουν δρόμο σε πολιτικές, αποφάσεις ή και νομοσχέδια που σίγουρα δεν θα πολυαρέσουν σε μερίδα των πολιτών.

    Στα σινάφια των στριπτιτζάδικων:

  • Ο πελάτης-θύμα που καψουρεύτηκε κάποιο απ’ τα κορίτσια και ξηλώνεται για χάρη της (κερνώντας αβέρτα, ανοίγοντας μπουκάλια σαμπάνιες για το εφέ κι ό,τι άλλο) χωρίς ανταπόκριση και φυσικά ...κοκό.Ενίοτε ακούγεται είτε σαν σφόλι, είτε σαν παράπονο το: «φέρε και κανένα καροτάκι» ή και το: «για λαγό με πέρασες μωρή;»

Οι επενδυτές συνεχίζουν να δίνουν στο ευρώ το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ωστόσο, και καθώς η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγεται στις Βρυξέλλες, πολλοί επενδυτές αρχίζουν να χάνουν την ψυχραιμία τους. Εκτός κι αν οι ηγέτες της Ε.Ε. βγάλουν έναν πολύ πειστικό... λαγό από το καπέλο τους, το μέλλον του νομίσματος θα θεωρηθεί για μία ακόμη φορά αμφίβολο.
(απ’ το δίχτυ)

Α.i. Ενσωματωμένο στον ορισμό (αναζητώ βιντεομήδι αλλά γιοκ)

Α.ii.α. «Η «Κάρτα Αγορών» αποτελεί τον λαγό για την «Κάρτα του Πολίτη»;»
(απ’ το δίχτυ)

Α.ii.β. Η κ. Παπαρήγα αναφέρθηκε και στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τον οποίο χαρακτήρισε «λαγό», είτε αφορά το Αιγαίο, είτε το χρέος. «Δεν είναι προσωπική του επιλογή. Την ώρα που εσείς ισχυρίζεστε ότι οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις είναι σε καλό δρόμο, επίσημα βγήκε και είπε πως η υφαλοκρυπίδα φτάνει μέχρι τα 200 μέτρα βάθος, που αποτελούν το 15% μόνον των διεθνών υδάτων του Αιγαίου άρα το υπόλοιπο το αφήνει στο χώρο των λεγόμενων γκρίζων ζωνών», απηύθυνε προς τον πρωθυπουργό.
(χθεσινό, απ’ το σύνολο των ΜΜΕ)

Β. – Κι άλλο μπουκάλι ρε καρντάση; Για τη Σούλα;
- Σούζι είπαμε!!
- Ρε μαλάκα σ’ έχει για φάγωμα!! - Λέγε ό,τι μαλακία θες. Υπάρχει χημεία κάργα.
- Ναι ανόργανη!
- Δε μας γαμάς; Για τσολιά στ’ αρχίδια μας!
- Μωρό! Φέρε και κανένα καροτάκι μπίο για τον κύριο.
- Με λες λαγό ρε;
- Εγώ; Αυτή κι οι φίλες της σε φωνάζουν Μπαξ. Τυχαίο; Δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερο στον πληθυντικό: μπούκηδες.

Εμφανίζεται (ιδιαιτέρως στον πληθυντικό αλλά με σαφώς μικρότερη συχνότητα) και σαν:

  • μπούκι (ο / το) με πληθυντικό μπούκια (τα)
  • μπουκ (ο) τόσο άκλιτο όσο και με πληθυντικό μπούκις που έχει ήδη καταγράψει ο poniroskylo.

    Προέρχεται από το αγγλικό bookie / bookmaker: αυτός που δέχεται στοιχήματα.

Σημαίνει τον πράκτορα στοιχημάτων / στοιχηματατζή. Στον πληθυντικό σημαίνει συλλήβδην τα γραφεία και τις εταιρείες στοιχημάτων (διαδικτυακές και μη) αλλά και ολόκληρη τη στοιχηματική αγορά.

Γενικά, οι μπούκηδες δεν χαίρουν της καλύτερης φήμης ως προς την εντιμότητά τους. Θεωρείται κοινό μυστικό πως συχνά πυκνά χειραγωγούν μέσω αφανών κυκλωμάτων και διασυνδέσεων παράγοντες, παίκτες, διαιτητές στήνοντας αγώνες κι ό,τι άλλο αποτελεί αντικείμενο στοιχήματος με σκοπό να τ’ αρπάξουν χοντρά από αρρωστημένους τζογαδόρους – κορόιδα.

Υπάρχει και το μπουκάδικο που σημαίνει

  • το πρακτορείο στοιχημάτων (σπανίως έτσι αποκαλούνται τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ)
  • (σπανιότατα) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα σημαίνει πως τ’ αφεντικά της είναι λαμόγια που πουλάνε παιχνίδια ή κανονίζουν το αποτέλεσμά τους για τα γκαφρά.

    Παράνομα ή και νόμιμα έχουν τη φήμη πως συχνά παίζουν το ρόλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος αποτελώντας οργανικό μέλος του συστήματος υπόκοσμος – τραπεζικό / χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Μοιάζουν με ναούς όπου ο φτωχός, ο μοιρολάτρης, ο ανίκανος να εγκληματήσει οικονομικά κι ο τζογοεξαρτημένος, καταθέτουν τον οβολό τους εν είδει ευχής / παράκλησης / κεριού, ελπίζοντας στον ουρανοκατέβατο οικονομικό παράδεισο ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής αγάπης.

Αν μοιάζει τραγικό είναι γιατί απλά, είναι ανθρώπινο.

Παρεμπιπτόντως, «μπούκια» είναι κι ένα Κεφαλλονίτικο παιχνίδι με ξύλινες μπάλες.

  1. Ας φορέσουμε όλοι τους κουβάδες στα κεφάλια μας και πάμε να πολεμήσουμε τους απανταχού μπούκηδες που τις τελευταίες μέρες έχουν σαρώσει τα πάντα.

  2. Το φράξιμο δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό. Προφανώς δεν μας συμφέρει, όμως είναι πλέον δικαίωμα του κάθε μπουκ όταν αισθάνεται ότι κάτι ύποπτο γίνεται. Είναι μέρος του παιχνιδιού και το δέχομαι. (…) και εκτιμώ αφάνταστα έναν μπουκ που έχει τα άντερα να υπερασπίσει την αρχική του γνώμη (…) Με αλλά λόγια το ανταλλακτήριο δε λειτουργεί σαν μπούκης. Απλώς χρησιμεύει να ξεφορτωθούν ασύμφορα πακέτα διάφοροι μπούκηδες.

  3. Θα ήθελα λοιπόν να παρακαλέσω όλους τους συμφορουμίτες να σταματήσουν κάπου εδώ τις διαμάχες και να ασχοληθούμε όλοι με τον κοινό σκοπό... να τσακίσουμε τα μπούκια. Ας πάψουμε λοιπόν να τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια και να συνεχίσουμε, αυτό που παινευόμαστε εδώ και καιρό δηλ .να είμαστε το καλύτερο στοιχηματικό φόρουμ που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στα μπούκια.

  4. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα 6.000 πονταρίσματα συνολικής αξίας 32,5 εκατ. ευρώ που έγιναν µέσω ένας ασιάτη «μπούκι» στη Βρετανία. Δεν αφορούσαν πάντως όλα τα στοιχήματα ύποπτους αγώνες.

  5. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αρχίζει σήμερα και ένα από τα δημοφιλέστερα στοιχήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πανηγυρίσει το γκολ ο πρώτος σκόρερ. Οι μπούκις πληρώνουν 5 προς 2 ότι ο παίκτης θα φιλήσει το εθνόσημο στη φανέλα του, οι... τούμπες πληρώνουν 4 προς 1, το βγάλσιμο της φανέλας 9 προς 2, η προσευχή στον Θεό 7 προς 1 και η ακινητοποίηση του παίκτη 9 προς 1.

  6. Στην Αναγνωστοπούλου, δίπλα στον Σημίτη, το πρώτο ξένο μπουκάδικο.

  7. Όντως το έφερε στα ίσια το παιχνίδι το μπουκάδικο και στο τέλος πήγαν να μας παραμυθιάσουν ότι δήθεν πίεζαν αλλά όταν έφταναν κοντά στην εστία έστελναν την μπάλα στα πουλιά. [για την Cska Sofia]

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Αλογομούρης θύμα μπούκηδων (από sstteffannoss, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελούτσικος, ο φευγάτος, αυτός που γυρνάει σα σβούρα, ο ανυπόμονος σε οτιδήποτε.

Κάτσε σε μια μεριά ρε τζιρανανά.

Ο Πρόεδρος της Μαδαγασκάρης Φιλιμπέρ Τσιρανανά. (από Khan, 22/03/11)Στο 1.11. (από Khan, 28/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από ξενέρια, με κοινό παρανομαστή τα θαλασσινά.

Αφενός, έτσι αποκαλούμε ένα σχετικά ρηχό και διαυγές σημείο στην θάλασσα (συνήθως περιβεβλημένο από βραχάκια) όπου ξενερίζουν τα ψαροχτάποδα. Πρόκειται για την χαρά του ψαροντουφεκά.

Αφεδύο, και κάπως σλανγκοπρεπέστερα, ξενέρι αποκαλείται o εντελώς τελείως ξενέρωτος και ξενέραστος, ή το ξενέρωμα περ σε.

- Την εποχή αυτή που τα νερά είναι αρκετά κρύα, όταν έχει λίγη θολουρίτσα, διαλέγουμε ένα ρηχό σημείο το οποίο σε μια απόσταση γύρω στα 10-15 μέτρα από την ακτή να έχει κάποιο ξενέρι. Εμείς ακριβώς πάνω στο ξενέρι και με το όπλο στραμμένο στην ακτή περιμένουμε τα λαβράκια να εμφανιστούν. (εδώ)

- Έχω ξενέρι πρωθυπουργό, ούτε καπνίζει, ούτε παίζει προ.
(Τζίμης Πανούσης, αναφερόμενος προ διετίας στον Κωστάκη Καραμαναλή. Διαχρονικότατο, καθώς ισχύει και για τον Τζέφρι)

- Παλι καλα που φαγανε ενα καλο ξενέρι οι ισπανοι γιατι μεχρι τωρα ειχανε ξενερώσει ολο το κοσμο αντιστοιχως με τα λα μπομπα και τα λα μπομπιτα.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριστερός, αλλά όχι με την με την καλή έννοια.

Εκ του αριστεριστής και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου «-τζής» που υποδηλώνει επαγγελματική ενασχόληση.

- Σε πείσμα των αριστεριτζήδων, η αποχή είναι σαφέστατη πολιτική θέση δεν είναι αδιαφορία και τονίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντική πολιτική πράξη να πας να φας ένα πιάτο κατεψυγμένα καλαμαράκια στην Λούτσα, από το να ψηφίσεις τον Τρεμόπουλο, τον Τσίπρα, ή τον γιο του Πλεύρη.
(Τζίμης Πανούσης, Ο Στάλιν Σκέφτεται για Σένα στο Κρεμλίνο, Εκδόσεις Opera, 2010, σ. 155)

- Ο κυρ Νίκος ήταν αριστεριτζής της πλάκας. Απο άνθρωπο που δέρνει την γυναίκα του και μετά πηγαίνει σε διαλέξεις και βγάζει λόγους για τα δικαιώματα των γυναικών τι περιμένεις;;
(εδώ)

- Αυτο εκπροσωπει και ο κρατικοδιαιτος αριστεριτζης Κουλογλου και εσυ ισλαμιστρια λαθρομεταναστολαγνα Αλ σαλεχ.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ιωάννα Κούρτοβικ είναι εμβληματική μορφή στο χώρο της αριστεράντζικης δικηγορίας. Προστρέχει ακάματα, ίσως και αφιλοκερδώς ενίοτε, σε βοήθεια πάσης φύσεως αθώων αριστεροειδών που διώκονται για τις ιδέες τους. Έγινε γνωστή κυρίως από τη Δίκη της 17Ν, όπου εκπροσωπούσε Κουφοδίνα-Σωτηροπούλου. Το όνομά της είναι πλέον συνώνυμο μιας ορισμένης μορφής δικηγορίας και ενός ορισμένου τύπου δικηγόρου, ειδικευόμενου στην υπεράσπιση παντοειδών αριστεριστών και κοινωνικών αγωνιστών, που διώκονται για τις ιδέες τους και μόνο.

Τα κουρτοβικοειδή ντικηγκόρια (έτσι λέει τους δικηγόρους ένας αλβανός φίλος μου) είναι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Εγγενώς φλώροι (όπως άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία όσων πέρασαν το κατώφλι του κτιρίου της οδού Σόλωνος) διαπράττουν φαντασιακώ τω τρόπω τα αδικήματα που ποτέ δεν διέπραξαν και εγκολπώνονται την επανάσταση που ποτέ δεν τόλμησαν, μέσα από τους «πελάτες» τους. Βάζω τη λ. σε εισαγωγικά διότι ένα κουρτοβικοειδές που σέβεται τον εαυτό του ποτέ δεν έχει «πελάτες», έχει μόνο «συντρόφους» ή έστω «φίλους», ανάλογα το βαθμό της αριστεροπληξίας του. Τα κουρτοβικοειδή συχνάζουν σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια και γενικώς βαυκαλίζονται πως ακολουθούν έναν εναλλακτικό, αλτερνιάρικο τρόπο ζωής –σε αντίθεση με τη mainstream δικηγορίλα που συχνάζει Σκουφά ή Βαλαωρίτου. Αποφεύγουν την κουστουμιά, φορούν συνήθως τζινάκι με σακάκι (μέγας διδάξας ο Λυκουρέντζος της δίκης Νάσιουτζικ) και κυριλέ αθλητικοειδές πατούμενο (μη μας πουν και γύφτους). Αφήνουν γένια τριών ημερών (μπορεί και τεσσάρων, θα σας γελάσω και δεν το θέλω) και μαλλάκι από ημίμακρο έως και κοτσίδα (σε πιο σκληροπυρηνικές περιπτώσεις). Η πληρωμή τους, όταν υπάρχει, γίνεται ενίοτε με τη μέθοδο του περιφερόμενου κράνους. Ορισμένοι είναι μπατίρηδες και περιμένουν πώς και πώς αυτά τα ψιλικά, άλλοι είναι σχετικώς βολεμένοι εκ του μπαμπά τους και έχουν την πολυτέλεια να διακονούν την ιδεολογία τους αμισθί.

Εν ευρεία εννοία, το κουρτοβικοειδές δεν αναφέρεται μόνο σε ντικηγκόρια αλλά και σε παντοειδείς αυτόκλητους εργολάβους υπερασπιστές κατατρεγμένων και κοινωνικών αγωνιστών.

«έμποροι δικαιωμάτων» είναι τα κουρτοβικοειδή, λέει ο παπουτσής
σατανικ, τι ακροδεξιά φρασεολογία είναι αυτή ρε :smt009
(εθνικο-φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των πιλότων λέγεται όταν ο Νο2 επιβεβαιώνει επαφή με αρχηγό.

Ο αρχηγός του σχηματισμού, ο Νο1, ο οποίος προπορεύεται ρωτάει τον χειριστή που ακολουθεί:
«Έχεις οπτική επαφή; Με βλέπεις;»
«Γάτος!» απαντά ο Νο2 εφόσον όλα είναι εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαδάκια λέγονται τα παιδάκια που ντύνονται σαν μικροί παπάδες και κρατάνε τα εξαπτέρυγα και τα φανάρια στην ακολουθία του Επιτάφιου (τσάμπιονς λιγκ), ή και σε κάποιες τελετές ( αγώνες πρωταθλήματος, κυριακάτικες λειτουργίες δλδ) μέσα στον οίκο του Θεού. Συνήθως είναι παιδιά πιστών χριστιανών, οι οποίοι το θεωρούν τιμή τους. Και γούστο τους καπέλο τους, γιατί είμαστε και δημοκράτες.

Στη (σχεδόν μπαρμπαδίστικη) σλανγκ, ο όρος αναφέρεται στον μαμόθρεφτο, τον απονήρευτο, τον καθωσπρέπει, που -αναδρομικώς σκεπτόμενοι - εικάζουμε ότι όταν ήταν μικρός, θα έπρεπε να ντύνονταν παπαδάκι.

Εντελώς συνώνυμο : πρόσκοπος

- Ρε. τι είναι η σημερινή νεολαία... Κανένα σεβασμός;!;!;
- Μου φαίνεται ότι ξεχνάς τι κάναμε εμείς; - Εμείς ήμασταν παπαδάκια μπροστά σ΄αυτούς τους αλήτες!

(από electron, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified