Έκφραση δυσπιστίας έναντι επικαλουμένων ιδιοτήτων κομπορρήμονα συνομιλητή. Δηλαδή, εννοείται «πού τα 'χεις δει αυτά που λες», «πού γίνονται αυτά» κ.λπ., αντικαθιστώντας την ανύπαρκτη χρονική διάσταση των εικαζομένων επιτευγμάτων «πότε;», το οποίον υφίσταται μόνον ως απάντηση (βλ. παλιά στο Τέξας κ.λπ.) με αναφορά σε τοπική αναρμοδιότητα. Συνήθως, χρησιμοποιείται με το πρόσφυμα «μωρέ», ενώ το «πού» μπορεί να επαναλαμβάνεται.

Χαρακτηριστικά, η επίθεση τόνου στην αντωνυμία «πού», την τρέπει από αναφορική σε ερωτηματική, αλλάζοντας εντελώς το νόημα της πρότασης. Π.χ. (Καββαδίας 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia): «Ραμάν αλλήθωρε τρελέ, που λύνεις μάγια» σε «Ρε αμάν αλλήθωρε τρελέ, πού λύνεις μάγια;» (δηλαδή σιγά μη λύνεις και μάγια τρομάρα σου, δεν κοιτάς την τύφλα σου)...

  1. - Εγώ που λες αυτήν εκεί πέρα, την έχω γαμήσει!
    - Πού μωρέ σκουράτζο; Πού;

  2. - Όταν ήμουν λοιπόν σημαιοφόρος στο σχολείο...
    - Άσε ρε βίδα! Πού βρε; Σε σχολείο πυγμαίων πήγες;

εδώ Τσάρος (από johnblack, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο μαμαδίστικος ή γιαγιαδίστικος παρά μπαμπαδιστικος όρος για όταν βράζει ο τόπος, σκάει ο τζίτζικας κλπ

- Ζέστη ρε μάνα...
- Τι ζέστη παιδί μου, Βραζιλία!

Βράζει ο τόπος, σκάει ο τζίτζικας, κόλαση! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή είναι συνθηματική και λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι, δεν έχουμε μεταφορικό μέσο.

Δηλαδή:

  • peugeot = πεζό = πεζός
  • 2 = 2 πόδια έχουμε

-Μαλάκα, μου πήρε ο πατέρας μου καινούργιο αμάξι, ένα γκολφάκι φοβερό μιλάμε!
-Άντε ρε, καλορίζικο!
-Εσύ έχεις αυτοκίνητο;
-Πως, πεζό 2, δεν κολώνει πουθενά, παντού πηγαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιεροτελεστία η όποια απαιτεί ευχέρεια χρόνου, και αναζωογονεί πλήρως έναν άνδρα, όπως το μεγάλο σέρβις των 60.000 χλμ αναζωογονεί ένα αυτοκίνητο.
Είναι σέρβις 4 σημείων απαραιτήτως. Οποιαδήποτε παράλειψη το καθιστά απλό σέρβις, και τα βήματα θα πρέπει να γίνονται με τη σωστή σειρά για καλύτερα αποτελέσματα.
1. Μαλακία
2. Χέσιμο
3. Μπάνιο
4. Ξύρισμα

- Τι έγινε αγόρι μου; Κάναμε σέρβις;
- Όχι απλό σέρβις φίλε, φουλ σέρβις.
- Έπρεπε να το φανταστώ, εσύ έγινες άλλος άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποσπώ από κάποιον χρηματικό ποσό, (συνήθως μεγάλο), το οποίο δεν δικαιούμαι υπό Κ.Σ.. Στην συνέχεια στο άψε σβήσε παντελονιάζω τα λεφτά και μην τον είδατε, από 'δω παν κι άλλοι.

Το δάγκωμα γίνεται με διάφορους τρόπους. Είτε εξαπατώντας το θύμα, με την κλασσική έννοια του ποινικού νόμου, π.χ. δουλεύοντας κάποιον ότι θα επενδύσω τα χρήματά του επωφελώς, σε μία ευκαιρία που τάχαμου μόνον εγώ γνωρίζω, είτε ζητώντας δανεικά και αγύριστα, (βλ. παράδειγμα 1), είτε προσφέροντας κάποιες πραγματικές υπηρεσίες, τις οποίες όμως όταν έρθει η ώρα της πληρωμής, θα τις χρεώσω πολύ παραπάνω απ΄ ότι αξίζουν, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες, (βλ. παράδειγμα 2). Το θύμα, συχνά ευρισκόμενο σε ανάγκη, καλόπιστα πληρώνει.

Λέγεται από αεριτζήδες και απατεωνίσκους κάθε είδους, σε στιγμές ειλικρίνειας μεταξύ τους. Είναι εντυπωσιακό ότι στην εγχώρια οικονομική πιάτσα, μεγάλα χρηματικά ποσά αλλάζουν χέρι με πολύ μεγάλη ταχύτητα και ευκολία, χωρίς πολλά – πολλά, βάσει λόγου τιμής, (βλ. και την καθιερωμένη φράση : ο λόγος μου είναι συμβόλαιο), πρακτική που ευνοεί τα κάθε είδους δαγκώματα.

Σημαντικό ρόλο για το τελικό δάγκωμα παίζει και το ίδιο το θύμα, ο χαρακτήρας του και οι προθέσεις του. Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη (θυματολογία) που ερευνά την σχέση θύματος και θύτη και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Εάν αποδειχθεί ότι το θύμα επεδίωκε εξ ίσου αθέμιτα με το θύτη το εύκολο και άκοπο κέρδος, π.χ. αν έδωσε τα λεφτά θεωρώντας ότι συμμετέχει σε μία κομπίνα και νομίζοντας ότι αυτός πρώτος εξαπατά κάποιους άλλους, τότε ο σοφός λαός (αλλά μπορεί και η ίδια η δικαιοσύνη), πολύ λογικά θα αποφανθεί : τα ήθελε ο κώλος σου. Είναι η λεγόμενη αυτοδιακινδύνευση του θύματος (βλ. παράδειγμα 3).

Η φράση παραπέμπει στο δάγκωμα του φιδιού, ακαριαίο και δραστικό. Την χρησιμοποιούσε πολύ και ο γνωστός Ακάλυπτος αλλά υπήρχε και πριν από αυτόν.

  1. - Πέρασε από τη δουλειά ο ρεμπεσκές ο ξάδερφός μου και μου ζήτησε δανεικά. - Ε, και συ τού' δωσες ;;; - Τι να κάνω, αφού μου πούλησε παραμύθι για τα παιδάκια του. - Πάλι σε δάγκωσε το κωλόπαιδο. Και συ ρε παιδάκι μου ποιος είσαι τέλοσπάντων, ο Καραμουρτζούνης ;;;

  2. - Μου ήρθε μία χαροκαμένη για να σώσω το γιο της, πρέζονας τελειωμένος, τον πιάσανε με μεγάλη ποσότητα και τον προφυλακίσανε. Είναι παντελώς απελπισμένη. Τις λές να την δαγκώσω;;;. Μου είπε ότι έχει να πουλήσει και ένα οικοπεδάκι. - 'Ασε ήσυχη ρε θεομπαίχτη τη γιαγιά, τι ψυχή θα παραδώσεις ;;;;.
    - Καλά, θα το σκεφτώ.

  3. - Έδωσα τριάντα χιλιάρικα στον Θανάση. Θα φέρει λαθραία κάτι μαϊμούδες από Βουλγαρία, θα τα πουλήσει για ορίτζιναλ και μου είπε ότι θα τριπλασιάσει σε δύο βδομάδες το κεφάλαιο. - Ρε συ, αυτός είναι απατεώνας ολκής, έχει δαγκώσει όλο τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άρχισε να τα κλαις από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης φράση της οποίας αγνοώ την προέλευση, αλλά που έκρινα σκόπιμο να ανεβάσω αφού την άκουσα από δυο ανεξάρτητες παρέες. Αν κανείς/καμιά γνωρίζει προέλευση, κερδίζει ένα Dimple, αν ταυτόχρονα απαντήσει στην επιπλέον ερώτηση χωρίς να κοιτάξει: τι σημαίνει Dimple.

«- Και πώς τα περνάτε στο Μοναστήρι, πάτερ; - Ε, λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή, περνάει η ώρα...».

Πέρα από τους μοναχούς και ορισμένοι λαϊκοί συμπολίτες μας χρησιμοποιούν την παραπάνω έκφραση, προκειμένου να περιγράψουν μια μάλλον μέτρια φάση της ζωής τους.

  1. - Και πώς τα περνάς εκεί στην ξενιτιά;
    - Ε, δεν υπάρχει σάλιο το τελευταίο εξάμηνο όπως ξέρεις, οπότε λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή περνάει η ώρα...

  2. - Και πώς τη βλέπεις τη φάση τώρα στο χωριό πάλι;
    - Ε, λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή, περνάει η ώρα, δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγος που, είτε τον πεις, είτε δεν τον πεις, όποιος τον ακούει το παίζει κουφός και τον αφήνει να πέσει κάτω. Μπαίνει από το ένα αφτί και βγαίνει από το άλλο.

Θα μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιηθεί με μεγάλη παραστατικότητα και σε πουλιά που παίζουν με τα μύδια...

σου μιλάω τόση ώρα! με ακούς ή ότι λέω μπαινάκης και βγαινάκης;

(από pavleas, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής, και ωσεκτουτού πλέον εκλεπτυσμένη, εκδοχή του παντελονιάζω. Σημαίνει εισπράττω, βάζω στην τσέπη, καθαρίζω. Το εν λόγω εισόδημα υπολογίζεται πάντοτε και αυστηρά μετά από φόρους και κρατήσεις. Μπορεί δε να είναι δολίως ή νομίμως αποκτηθέν.

Ανήκει στην συζυγία των εις -μι ρημάτων και κλίνεται όπως π.χ. το πίμπλημι = γεμίζω, δηλαδή, πίμπλημι, επίμπλην, παντελονίσκημι, επαντελονίσκην.

Συντάσσεται συχνά και για μεγαλύτερη έμφαση με το ρήμα κάνω: κάνω παντελονίσκημι.

- Μαλάκα, θυμάσαι εκείνα τα ασημένια κουταλάκια που είχα κάνει ώπα απ' τον μπουφέ της θειάς μου της Ευπραξίας... ε, τα σπρώχνω στο ebay... εκατόν σαράντα δύο γιούρια έκανα παντελονίσκημι, χαλαρά...
- Ζαγοραίος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified