Χαμένος, αφηρημένος. Προέρχεται από την έκφραση Είναι στον κόσμο του (κόσμος -> Κοσμάς!)

-Έχει χαζέψει τελείως ο Θανάσης τώρα τελευταία.
-Έ, καλά τώρα, πάντα Κοσμάς ήταν αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published

Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.

- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Βολιώτες.

Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν απαξιωτικά οι κάτοικοι άλλων πόλεων, και ειδικά οι Λαρισαίοι. Αλλά, τους Βολιώτες δεν φαίνεται να τους χαλάει ιδιαίτερα - οι φανατικοί οπαδοί του Ολυμπιακού Βόλου αυτοαποκαλούνται Austrian Boys.

Το ενδιαφέρον είναι από πού βγήκε η προσωνυμία Αυστριακοί. Βασικά, κανείς δεν είναι σίγουρος και κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές:

  • Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες - σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι - σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι μοχθηροί - επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ' τους Τούρκους.
  • Διότι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.

Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:

  • Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
  • Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Και υπάρχει και η εκδοχή της Φρικηπαίδειας.
* Ο Βόλος είναι μία πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Γνωστή αυστριακή αποικία που εξελίχθηκε σε αποικία των ΕΛ, μετά την εκδίωξή τους από την αφιλόξενη προσωρινή τους κατοικία, την γνωστή υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.

  1. Επεισόδια όμως είχαμε και μετά το τέλος του αγώνα... Συγκεκριμένα οι οπαδοί της Λάρισας αντέδρασαν στην προκλητική στάση των αυστριακών που ξήλωσαν κομμάτια από το δημοσιογραφικό θεωρείο του γηπέδου και τα πετούσαν σε παρακείμενα σπίτια και αυτοκίνητα, με ξυλοφόρτωμα σε καμιά 10αριά (από τους 120 συνολικά που ήταν στο γήπεδο) αυστριακούς, καταιγισμό από πέτρες και ξύλα προς τη εξέδρα τους, σπάσιμο των 2 λεωφορείων τους (ποίος σας είπε να έρθετε με λεωφορεία? άραγε ποιος κακομοίρης τα κλαίει.?..!) και υποχρεώνοντας τους στην παραμονή τους στο γήπεδο επί 1 ώρα και πλέον... Κατακαημένοι αυστριακοί...Μια ζωή τρέξιμο και κυνήγι σας έχουμε... (post με τίτλο «Γαμιέται ο Βόλος και η Αυστρία» σε forum οπαδών της ΑΕΛ, 2004)

  2. Και στα τέλη του Μαίου όταν θάχουμε ανεβεί
    Σουπερλίγκα ετοιμάσου, έρχονται Αυστριακοί (Σύνθημα των Austrian Boys)

Το έμβλημα των Austrian Boys (από poniroskylo, 09/07/08)(από allivegp, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερκομματική φράση για τους κάθε λογής πολιτικάντηδες, τοπικούς άρχοντες και λοιπούς Μαυρογιαλούρους οι οποίοι έχουν αναδείξει σε τέχνη όλο τo χειρονομιακό ρεπερτόριο που παραπέμπει στο «χαιρέτα μου τον Πλάτανο».
Τρεις είναι οι κύριες μορφές χειραψίας τύπου Καλοχαιρέτα:

α. Χειραψία φωλίτσα ή σου ψειρίζω και τη βέρα. Κλασική χειραψία με το δεξί, την οποία ο βουλευτής Κ. συνοδεύει με χούφτωμα του καπακιού της παλάμης του χειραπτόμενου με το αριστερό ελεύθερο χέρι. Εγκάρδιος χαιρετισμός, για τα δικά μας παιδιά.

β. Χειραψία εκ του μακρόθεν, ή αλλιώς χειραψία πανηγυρισμός πυγμάχου. Ο βουλευτής Κ. σφίγγει του χέρια στον αέρα, περίπου όπως οι πυγμάχοι. Το κάνει αυτό είτε i. κρατώντας σταθερή βλεμματική επαφή προς κάποιον στο χώρο, στον οποίο δεν μπορεί να βρεθεί κοντά λόγω συνωστισμό ή
ii. μπροστά σε πλήθος, σφραγίζοντας συμβόλαιο με τη λαοθάλλασα ότι θα τα κάνει θάλασσα.

γ. Χειράψία με πατ-πατ ή ταπ-ταπ -. Για τα μέλη της ΔΑΚΕ και λοιπούς συνδικάλους που κάνουν το περφόρμανς τους, ή για πραγματικά διαμαρτυρόμενους, που έτσι αποσπούν τη δέσμευση του βουλευτή-Κ. ότι το αιτήμά τους περνά στα υπ'όψιν .

Ο Καλοχαιρέτας είναι ο επικοινωνιακός πολιτικός, ο οποίος με την προσιτότητά του από τη μια και το ειδικό του κύρος από την άλλη συγκεντρώνει το συνδυασμό κάφρος μεν, λεβεντομαλάκας δε που τόση απήχησή έχει στο μέσο ψηφοφόρο.
Παππουδίστικη φράση, που άκουσα όμως από νεανικά χείλη στη Θεσσαλονίκη.

- Γαμώτ', για ποιο γαμημένο λόγο έχουν κλείσει το μοναδικό δρόμο του χωριού; Γαμήσια έχουμε πάλι;
- Περίπου...δεν είδες το αεροπανό; Κάνει επίσκεψη ο βουλευτής Καλοχαιρέτας, καλά κρασά!.....νάτος...ώώώχ, μας χαμογέλασε....πάμε, θα μας πάρουν τα σκάγια.....

(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καινούρια ανιψούλα ορίζεται η εικοσάρα (εικοσιδυάρα το πάρα πολύ), ξανθιά κατά προτίμηση, χαζογκόμενα που πλαισιώνει πενηντάρη και άνω. Η έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους -αντάρηδες που θέλουν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας τέτοιου είδους κορασίδας στο πλευρό τους, όσο και από πολλούς που θέλουν να ειρωνευτούν τον τυπάκο που την γυροφέρνει με περηφάνια αλλά «προσπαθεί να το κρύψει» . Αποτελεί το όνειρο κάθε άντρα που φτάνει σε τέτοια ηλικία όσο και αντρών μικρότερων ηλικιών που δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ (της επόμενης μέρας) με την προοπτική καριέρας που θα τους επιτρέψει να διαθέτουν κάποτε ένα τέτοιο νυμφίδιο.

Από το άλλο πλευρό (που δεν κοιμάσαι), το να είναι κάποια καινούρια ανιψούλα αποτελεί και την πρώτη προτεραιότητα γιατί διαθέτει πολλά πακέτα που αναζητούν οι γυναίκες σε ένα: Επαγγελματική αποκατάσταση, σεξουαλική ικανοποίηση (από ένα μικρό μπλε χαπάκι που χρειάζεται άνδρα για να ενεργήσει), ξεπορτίσματα (γιατί οι μπίζνες δεν επιτρέπουν στον άνδρα να είναι συχνά εκεί) και πρόκληση ζήλειας-σκάσιμου από το κακό φιλενάδων που σπουδάζουν ή είναι πωλήτριες ή κομμώτριες. Ωσεκτουτού αποτελεί τη Νο. 1 επιλογή εργασίας για τις κοπέλες και αφήστε τις μαλακίες για τα παιδαγωγικά, τις φιλοσοφικές και τις γυναίκες καριέρας.

Προέρχεται από την αλησμόνητη πρώτη διαφήμιση του Τζόκερ που μέρος της αναλύεται στο παράδειγμα. Τώρα γιατί ανιψούλα; Δεν ξέρω ακριβώς αλλά μάλλον είναι η πιο κοντινή στην πραγματικότητα δικαιολογία. Η πιο κοντινή συγγενής που επιτρέπει συχνές συναντήσεις, κάθισμα στα γόνατα, οικειότητα ανησυχητική και δικαιολογεί και την διαφορά ηλικίας.

(Ένας τυπάκος που δουλεύει χρόνια σε ένα γραφείο 2Χ2 τύπου κλουβιού βλέπει ότι κέρδισε το Τζόκερ και κατευθύνεται σούμπιτος στο γραφείο του προϊσταμένου που έχει μια κοπελιά στα πόδια του)

- Ώπα, τι βλέπω εδώ Χρηστάκο; Καινούριο χαλί για το γραφείο;
- Σας παρακαλώ κ. Αλεξιαδοπουλίδη, πως μπαίνετε χωρίς να χτυπήσετε;
- Λέω να χτυπήσω το κεφάλι σου καλύτερα! Αλλά λυπάμαι την κοπελιά. Ποια είναι αυτή ρε συ; Καινούρια ανιψούλα; Μπαγάσακο!
- Θα αναγκαστώ να σας απολύσω κ. Αλεξιαδοπουλίδη!
- Όχι φιλαράκο μου, θα παραιτηθώ, θα αγοράσω την εταιρεία και εγώ θα απολύσω εσένα ρε λαμόγιο!
- Σιγά ρε Αλεξιαδοπουλίδη! Το Τζόκερ έπιασες;

Τζόκερ, δε θα ξέρεις τι έχεις! (Ούτε κι οι άλλοι θα ξέρουν και θα αναρωτιούνται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ανθρώπους που στο παρελθόν ήταν πάντα υπό και ξαφνικά, εξαιτίας κάποιων αξιωμάτων ή χρημάτων που απέκτησαν κατά τύχη, βγάζουν όλο τους το κόμπλεξ και το παίζουν κάποιοι.

- Τον είδες τον Γιαννάκη; Τόσο καιρό ήταν το παιδί της φάπας και τώρα ξαφνικά που μου 'γινε και δημοτικός σύμβουλος, δεν καταδέχεται ούτε να μας μιλήσει.
- Έτσι. Ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι δεν είναι καθόλου επαρκές.

- Πώς να ζήσεις σαν άνθρωπος με μισθό 700 Ευρώ, ρε συ; Αυτά δε φτάνουν ούτε για το ζήτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νταραβερίζεται, ή που κάνει επιτόπιο νταραβέρι, ή που κάνει βέρι ή βέρια. Μπορεί να σημαίνει όλα τα παραπάνω.

- Μεγάλος νταραβερτζής ο Μήτσος, μεγάλος πέφτουλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιμορροΐδα.

Μεταφορικά, επειδή οι αιμορροΐδες προκαλούν φοβερή φαγούρα και πόνο, κάνουν τον πάσχοντα να γίνεται δύστροπος, δηλαδή ζοχάδας.

Μη του μιλάς καθόλου! Τον πιάσανε οι ζοχάδες του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική και προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κοτώ [κοτώ, δηλ. ρισκάρω - κόττος, ο κύβος, δηλ. το ζάρι]. Κοττίζω, παίζω ζάρια, τζογάρω.

Στα νέα ελληνικά, το ρήμα κοτάω αποδίδεται σε άτομα, τα οποία επιδεικνύουν δειλία και αποφεύγουν την άμεση σύγκρουση, είναι δηλ. άτολμα.

Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ κότας[ουσ.] και κοτάω [ρ.], πέραν της ορθογραφικής και ηχητικής.

  1. - Θα κατέβω κάτω και θα γίνει της πουτάνας.
    - Έλα ρε κωλόπαιδο αν κοτάς, σε περιμένω.

  2. - Για ηρέμησε ρε μεγάλε, δεν κοτάμε να σού πούμε κάτι και ξεσπάς. Ποιος νομίζεις ότι είσαι δηλαδή; Δε γαμιόμαστε ν' ασπρίσουμε...

Κόττοι, κοινώς μπαρμπούτης  (από krepsinis, 09/02/09)Συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)Κι άλλος συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified