Κυρίως στο πλήρες έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές. Το πρώτο σκέλος ακούγεται και σε πολλές εύχρηστες παραλλαγές (παράδειγμα 5).

Η έκφραση δηλώνει:

  1. Επιφύλαξη για τον ενθουσιασμό του συνομιλητή μας ν' αποκτήσει μια ιδιότητα που εμείς έχουμε ήδη, να μετακομίσει στην πόλη μας, να ασκήσει το επάγγελμά μας, να αγοράσει την ίδια μάρκα αυτοκίνητο με το δικό μας και λοιπά και λοιπά. Εκφράζουμε, δηλαδή, με ήπια ειρωνεία την απαρέσκειά μας που κάποιος θα μας μιμηθεί είτε γιατί αυτό είναι κακό γι' αυτόν (παράδειγμα 1), είτε γιατί είναι κακό για εμάς (παράδειγμα 2) είτε και τα δύο (παράδειγμα 3).

  2. Πραγματική χαρά που κάποιος θα μας συντροφεύσει σε κάτι, συνήθως όχι ιδιαίτερα σημαντικό: ένα πάρτυ, μια εξόρμηση ή κάτι ανάλογο (μη τυχόν και πάει το μυαλό σας εδώ). Ιδίως αν έχουμε πρόβλημα στο να μαζέψουμε λαό.

Ο άντρας που χρησιμοποιεί την έκφραση σίγουρα διακατέχεται από την παιχνιδιάρικη διάθεση μιας λαρτζ ξεκομπλαρισμένης ανδροπρέπειας, στο ίδιο μήκος κύματος με το «τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες!» ή το να απευθύνεται κανείς στην παρέα του ως «κορίτσια».

Ακόμα κι όταν το «πολλές» αναφέρεται κυριολεκτικά σε γυναίκες, η φράση έχει κι εκεί μιαν αυτοτέλεια, μια χαριτωμενιά που στέκεται από μόνη της στο λόγο και μεταφέρει την αύρα της, σε φάση «λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα». Η διαφορά είναι πως σ' αυτήν την περίπτωση η κυριολεκτική διάθεση επεκτείνεται κατά κανόνα και στην πρόσκληση (παράδειγμα 6).

  1. - Παιδιά, όλοι εσείς για εγγραφή περιμένετε;
    - Ναι, αλλά η ουρά ξεκινά απ' το αμφιθέατρο.
    - Α καλά, τώρα τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Ε δε γαμείς, θα περιμένω, τι να κάνω;
    - Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  2. - Πρόσεχε την μπέμπα που πάει να χωθεί!
    - Ωραία. Δεν μας έφτανε το μποτιλιάρισμα, έχεις και τον μαλάκα να κάνει ταρζανιές. Πάλι θα χάσουμε το φανάρι για την έξοδο...
    - Σου κάνει κάτι νοήματα.
    - Άντε ρε αγόρι μου, έχεις μπει μισός μπροστά μου και τώρα μου ζητάς να σ' αφήσω; Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  3. - Καλά ρε φίλος, θ' αφήσεις το νησί και θα έρθεις σ' αυτό το μπουρδέλο την Αθήνα; Κι εγώ πού θα πηγαίνω το καλοκαίρι;
    - Γιατί, εσύ τι έκανες; Εκεί δεν έψαχνες από την αρχή για δουλειά;
    - Τεσπά, τι να σου πω. Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  4. - Τελικά είμαι εξοδούχος σήμερα, πού είστε;
    - Στο Κυβερνείο για ποτάκι, άντε έλα να γίνουμε πολλές!

  5. - Λες να γραφτώ κι εγώ σ' αυτό το slang.gr;
    - Γράψου κι εσύ να γίνουμε πολλές. Στ' αρχίδια μου κιόλας.

  6. Από εδώ:
    «Για γυναίκες, που αγαπούν γυναίκες..»
    Ωραιότατο φόρουμ για εμάς και μόνο εμάς! Ελάτε να γίνουμε πολλές;p

(Σ.ς.: Η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι μια ευχάριστη σύμπτωση στο στατιστικό δείγμα, όχι απαραίτητο νοηματικό περιεχόμενο του λήμματος.)

Στο 0.38. (από Khan, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης φράση της οποίας αγνοώ την προέλευση, αλλά που έκρινα σκόπιμο να ανεβάσω αφού την άκουσα από δυο ανεξάρτητες παρέες. Αν κανείς/καμιά γνωρίζει προέλευση, κερδίζει ένα Dimple, αν ταυτόχρονα απαντήσει στην επιπλέον ερώτηση χωρίς να κοιτάξει: τι σημαίνει Dimple.

«- Και πώς τα περνάτε στο Μοναστήρι, πάτερ; - Ε, λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή, περνάει η ώρα...».

Πέρα από τους μοναχούς και ορισμένοι λαϊκοί συμπολίτες μας χρησιμοποιούν την παραπάνω έκφραση, προκειμένου να περιγράψουν μια μάλλον μέτρια φάση της ζωής τους.

  1. - Και πώς τα περνάς εκεί στην ξενιτιά;
    - Ε, δεν υπάρχει σάλιο το τελευταίο εξάμηνο όπως ξέρεις, οπότε λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή περνάει η ώρα...

  2. - Και πώς τη βλέπεις τη φάση τώρα στο χωριό πάλι;
    - Ε, λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή, περνάει η ώρα, δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαβγατίζω, γαβγάτισμα.

Ακριβώς αντίθετο του «αβγατίζω», «αβγάτισμα». Σημαίνει τη διασπάθιση περιουσίας, την αλόγιστη σπατάλη, την παντελή έλλειψη πνεύματος οικονομίας. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, φαίνεται να είναι παράγωγη του «αβγατίζω» με μια δόση γαβ που φέρνει σε σκυλάδικο, δηλαδή αλόγιστο ξόδεμα και σπατάλη σε νυχτερινό κέντρο αμφίβολης ποιότητας.

  1. Του άφησε ο γέρος του πολλά εκατομμύρια, αλλά μέσα σε δυο χρόνια τα γαβγάτισε, ο μαλάκας, και τώρα είναι πανί με πανί!

  2. - Πληρώθηκα σήμερα.
    - Πάμε να τα γαβγατίσουμε.

  3. Πήγαμε χθες στο καζίνο με τη Μαρία και γαβγατίσαμε 400€!

Γαβγάτισμα στο καζίνο (από panos1962, 03/11/09)Γαβγάτισμα στα μπουζούκια (από panos1962, 03/11/09)Γαβγάτισμα (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δυσπιστίας έναντι επικαλουμένων ιδιοτήτων κομπορρήμονα συνομιλητή. Δηλαδή, εννοείται «πού τα 'χεις δει αυτά που λες», «πού γίνονται αυτά» κ.λπ., αντικαθιστώντας την ανύπαρκτη χρονική διάσταση των εικαζομένων επιτευγμάτων «πότε;», το οποίον υφίσταται μόνον ως απάντηση (βλ. παλιά στο Τέξας κ.λπ.) με αναφορά σε τοπική αναρμοδιότητα. Συνήθως, χρησιμοποιείται με το πρόσφυμα «μωρέ», ενώ το «πού» μπορεί να επαναλαμβάνεται.

Χαρακτηριστικά, η επίθεση τόνου στην αντωνυμία «πού», την τρέπει από αναφορική σε ερωτηματική, αλλάζοντας εντελώς το νόημα της πρότασης. Π.χ. (Καββαδίας 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia): «Ραμάν αλλήθωρε τρελέ, που λύνεις μάγια» σε «Ρε αμάν αλλήθωρε τρελέ, πού λύνεις μάγια;» (δηλαδή σιγά μη λύνεις και μάγια τρομάρα σου, δεν κοιτάς την τύφλα σου)...

  1. - Εγώ που λες αυτήν εκεί πέρα, την έχω γαμήσει!
    - Πού μωρέ σκουράτζο; Πού;

  2. - Όταν ήμουν λοιπόν σημαιοφόρος στο σχολείο...
    - Άσε ρε βίδα! Πού βρε; Σε σχολείο πυγμαίων πήγες;

εδώ Τσάρος (από johnblack, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγικό ξόρκι που χρησιμοποιούσαμε στο δημοτικό όταν παίζαμε κρυφτό και αμέσως ελευθερώνονταν όλοι οι φυλακισμένοι. Όταν έφτανες στο σημείου που φύλαγε ο αντίπαλος, έφτυνες δείχνοντας έτσι την αποστροφή σου στο πρόσωπό του και ο τελευταίος έπρεπε να πει «φτου ξελευθερία για όλους» ώστε να ελευθερώσει, σαν άλλη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, τους πιασμένους στο παιχνίδι.

Φτου ξελευθερία για όλουυυυυυυυυυς!!! Πάλι καλά που είμαι εγώ και σας ελευθέρωσα παιδιά! Νίκο.. ξαναφυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστομωτική απάντηση σε κάποιον που διορθώνει τα λεγόμενα μας, σε γραμματική, συντακτικό, και νόημα.

Αντικατοπτρίζει τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξης της γλώσσας, την επικοινωνία. Στην επικοινωνία, κάποια λαθάκια συγχωρούνται, ιδίως στον προφορικό λόγο. Σκεφτείτε ακόμα και το αδόκιμο της συγκεκριμένης ατάκας.

Επίσης, κλασική απάντηση σε λάθος προφορά ξένων λέξεων.

ΥΓ: Αν ζοχαδιάζετε όταν σας διορθώνουν, χώνετε και το «ρε μαλάκα», ώστε μαζί με το μήνυμα να επικοινωνήσετε και την αγανάκτηση σας. Συνήθως η προσθήκη γίνεται όταν διορθωνόμαστε από κάτι γεροντοκόρες φιλόλογους ή από σπασοκλαμπάνιες τελειομανείς ή ψώνια ξενομανείς, που ως μοναδικό στόχο στη ζωή τους, έχουν βάλει την σωστή εκφορά του λόγου. Και οι οποίοι διορθώνουν συνήθως κάτι λάθη που δεν υπάρχουν.

  1. Από κόμικς του Αρκά :
    (ποντίκι σε θεόρατο γορίλλα)
    - Ρε, δεν ντρέπεσαι, ολόκληρος άντρας δύο μέτρα, να σε λένε πινγκ-πονγκ;
    - Κινγκ Κονγκ...
    - Το ίδιο κάνει!

  2. - Ρε Μπάααμπη, θα φέρεις τον καφέ επιτέλους;
    -θα τον φέρω, αλλά με λένε Χρήστο.
    - Το ίδιο κάνει...

  3. - Χθες πέρναγα απο την πλατεία Βάθη και
    - Πλατεία Βάθης!
    - Το ίδιο κάνει ρε μαλάκα. Αφού κατάλαβες από που πέρναγα. Θα με αφήσεις να τελειώσω;

  4. - Θυμάσαι τι ωραία περάσαμε στην Μπατισλάβα;
    - Μπρατισλάβα ρε βούρλο...
    - Το ίδιο κάνει!

(από electron, 12/10/09)Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο. (από patsis, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιά σλανγκιστική συνήθεια του κουτσουρέματος των λέξεων (βλέπε εφτά νομά σ' ένα δωμά, ή και πιο πρόσφατα προχώ, πλερώ, μαλά) περνάει σε κουτσούρεμα πρότασης. Διότι ο προφορικός λόγος είναι πρακτικός και βιαστικός, οπότε για να μην επαναλαμβανόμαστε, λέμε το «αλλα δεν», και εννοούμε την αρνητική έκβαση των γεγονότων.

Επίσης η συγκεκριμένη διατύπωση βρίσκεται μια σκάλα μετά το ξερό «όχι» (λίγο αγενές), στην κλίμακα του «δεν γουστάρω να δώσω λεπτομέρειες. Απαντάμε στην ουσία, αλλά χωρίς μπούρου μπούρου. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

  1. - Τι έγινε χθες; Σκόραρες;
    - Κοίταξε, το πάλευα από 'δω, το πάλευα από 'κει, αλλά δεν!

  2. - Πάμε διακοπές Πάρο όλη η παλιοπαρέα;
    - Οχι ότι δεν θέλω, αλλά δεν!
    - Κάποια γκομενοδουλειά είναι στη μέση, πες το ρε, κι εμείς το προσκυνήσαμε κάποια στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πειράζει, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αλλά πρέπει να είσαι και λιγάκι μαλάκας.

Φιλοφρόνηση προς μίζερο νεοέλληνα, που έχει περιπέσει σε σφάλμα, για να του δείξουμε ότι έχει περιθώρια βελτίωσης. Σε αυτή τη χώρα με τους τελειομανείς πολίτες, που όλα δουλεύουν ρολόϊ, είναι πράγματι δύσκολο να βρίσκεσαι στην δυσάρεστη θέση να παραδεχθείς τη λάθος συμπεριφορά. Οπότε όλο και κάποιος βρίσκεται να σου θυμίσει ότι τα λάθη είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Αυτά όσον αφορά την ορθή χρήση της παρόλας.

Στη σλανγκ χρήση της, η έκφρασή υπονοεί την πλήρη διαφωνία μας, μέσω της ειρωνείας. Δηλαδή λέμε τη φράση, εννοώντας ότι διαφωνούμε πλήρως με αυτά που λέει και υποστηρίζει με πάθος ο συνομιλητής μας, χαρακτηρίζοντας κάποια πράξη του σαν κουσούρι και ατέλεια. Η, την λέμε για τον εαυτό μας, όταν μας καταλογίζουν κάτι που εμείς δεν το θεωρούμε πολύ σοβαρό και άξιο λόγου.

1.- Εγώ νομίζω ότι ο Γιωργάκης θα γίνει καλός πρωθυπουργός.
- Για τι ορίζοντα μιλάμε δηλαδή; Σε τριάντα χρόνια για παράδειγμα;
- Αρχισες τις μαλακίες...
- Κανείς δεν είναι τέλειος!

  1. - Κοίταξε να δεις, νομίζω ότι το αφεντικό έχει λάθος να με βρίζει.
    - Καλά το πάς σύντροφε.
    - Επειδή άργησα δύο φορές. Κάτσε ρε φίλε! Είκοσι χρονών είμαι, δεν θα αλητέψω και λίγο;
    - Εχεις κι εσύ τα δίκια σου...
    - Πόσες φορές άργησα; Στα τρία χρόνια που είμαι εδώ, άντε να ναι καμιά δεκαριά φορές. Ελεος, σκλάβοι είμαστε;
    - Μην ακούς τίποτα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Προτείνω να το καθιερώσουμε όλοι, να 'ρχόμαστε ένα μισαωράκι πιο αργά για συμπαράσταση....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην τυπική ερώτηση «τι κάνεις ;;;», με σκοπό να ξαφνιάσει τον ερωτώντα που αρέσκεται στις τυπικούρες, με μία απάντηση που ξεφεύγει από τα τετριμμένα.

Άλλες απαντήσεις αυτού του είδους, είναι οι εξής:

  • Εδώ,
  • Υπομονή (παντρεμένος με παιδιά),
  • Εντύπωση (λίγο φλωρίγκος),
  • σκατά και τα δαγκάνεις (κλασσικό).

- Tι κάνεις;
- Μ΄ ένα χιλιάρικο, τα πάντα. Τι να κάνω ρε μαλάκα, δεν βλέπεις ότι πνίγομαι;
(από χώρο εργασίας)

(από Vrastaman, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified