Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Δεν υπάρχει, δεν είναι ενδεχόμενο, δε συμμετέχει (για πρόσωπα).

- Έχεις τίποτα να πιούμε;
- Άσε, δεν παίζει πιώμα, τα ήπιαμε όλα στο πάρτυ.

- Θα είναι κι ο Μήτσος εκεί;
- Όχι, δεν παίζει να είναι ο Μήτσος, είναι στη δουλειά.

Βλ. και παίζει, παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν πια έχει χαθεί κάθε ελπίδα συνεννόησης, όταν μια συζήτηση έχει φτάσει στο αμήν, κυρίως λόγω αφηρημάδας, λάθος διατύπωσης κλπ.

Προέρχεται φυσικά από τον θρυλικό φαρσέρ - βλ. υποβρύχιο.

- Που΄σαι ρε, τι κάνεις;
- Ναι.
- Τι ναι ρε σατανά;
- Εεεε... Τι με ρώτησες;
- Ναι, Νίκος Κούκος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή συγκυρία. Η συγγένεια της χρήσης με τις κυριολεκτικές εμφανής, καθώς οι δόσεις οποιουδήποτε πράγματος (φαρμάκου, πληρωμή, ό,τι) συμβαίνει σε χρονική κλίμακα μικρή σε σχέση με την κλίμακα που μας απασχολεί στα γεγονότα που συμπέφτουν χρονικά. Η δόση του φαρμάκου μας απασχολεί στιγμιαία, η δόση του δανείου μια ζωή (έτσι, για να γαμηθεί η θεωρία μου), ο δοσάς κάθε τρεις και λίγο αλλά τον ξαποστέλνουμε.

Απ' την άλλη, δεν «έχεις καρκίνο σε κάποια δόση»...

Αντικατέστησε σχεδόν πλήρως το πιο έητιζ συνώνυμο φάση, η φάση όμως έχει επιζήσει με τις άλλες έννοιές της, καθώς μπορεί να αποδώσει χρονική διάρκεια, κάτι που η δόση αδυνατεί.

Νομίζω απαντά αποκλειστικά στις φράσεις «σε μία / κάποια δόση».

ΥΓ: Το «οι δόσεις...συμβαίνει» μη μου το πειράξετε, είναι δυϊκός αριθμός.

  1. - Ρε συ, ο Κώστας πού εξαφανίστηκε;
    - Δεν έχω ιδέα ρε μαλάκα. Τον είδα σε κάποια δόση να πηγαίνει στις τουαλέτες άσπρος σαν το πανί, τον είδα να βγαίνει κυριλέ και μετά τον έχασα.

  2. - Και βλέπω, μαλάκα μου, σε μια δόση μια καρέκλα να περνάει ξυστά πάνω απ' το κεφάλι μου, ένα αμόνι να πέφτει στον μπάρμαν απ' το υπερπέραν, την Τζίνα την σερβιτόρα να του φέρνει αμμωνία, και μετά έφαγε ο μπάρμαν σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Ξύλο μετά μουσικής και όλοι εναντίων όλων.
    - Ε, με τα μπομπίδια που μας ποτίζουν, όλο και κάποιος θα τά 'παιρνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κυριολεκτικά: κατεβαίνω από τη μηχανή μου (νταξ, το άλογο πια δεμπαίζει)

  2. στεγνά: ξεγαμάω

  3. ξεκαβαλάω το καλάμι, παύω να είμαι τόσο επηρμένος

  4. ειρωνικά και περιπαιχτικά: ξεκουβαλάω, αφήνω κάποιον ήσυχο, παραιτούμαι από τσαμπουκά

  5. αλλάζω θέμα ή αφήνω τις πολυλογίες και μπαίνω στο θέμα μου

  6. κλείνω το τηλέφωνο

  1. - Πού χτύπησες;
    - Καθώς ξεκαβάλαγα με πλάκωσε η μηχανή...

  2. Πώς το βλέπεις, θα ξεκαβαλήσει και θα πάμε γι' άλλα, ή θα μου γίνει κι αυτός τσιμπούρι;

  3. Σιγά ρε Αντωνιάδη ξεκαβάλα λίγο
    Παπαγιάννη ξεκαβάλα το...
    (τίτλοι άρθρων στο νέτι)

  4. Μου φαίνεται ότι ξύνεις τα νύχια σου για καυγά, ο οποίος δεν πρόκειται να προκύψει τουλάχιστον από μένα παρά τους υπαινιγμούς σου τόσο δημοσίως, όσο και παρασκηνιακά, σο ξεκαβάλα.
    (από σχόλιο της Μες στο ρε τσοπ!)

  5. Ξεκαβαλάω τώρα και μπαίνω στο ζουμί.
    (από σχόλιο του βαβά στο λήμμα κουμπώνω)

  6. - Συνεννοήθηκες με την Τόνια;
    - Μπααα... μέχρι να ξεκαβαλήσει αυτή το τηλέφωνο θέλει ώρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Τι να πει κανείς μετά το αδερφικό διαγαλαξιακό «φιλούρες» που τα περικλείει όλα, ή σχεδόν... Το λήμμα εισηγήθηκε στο ΔΠ ο Χαν, που του το θύμισε η Iron, που μάλλον το 'χει συνδέσει με μένα κλπ, σο δεν θα το αφήσω αυτό το κενό, θα το συμπληρώσω ως οφείλω.

Μουάτς είναι ήχος φιλιού. Χαριτωμενιά που φέρνει σε ήχο μικυμάου που λέει και ο λημματοδότης. Όπως και το ματς και το μουτς, είναι η γραπτή έκφραση αυτού του φιλιού... του σκαστού που λέμε, χωρίς πολλά σάλια, γλυψίματα και αηδίες, μουάτς στο μαγουλάκι, στο χειλάκι, όπου να 'ναι, επιφανειακό και παιχνιδιάρικο. Εμπεριέχει ένταση και σβουριχτότητα, εν αντιθέσει με το ήσυχο μάκια, που εκφράζει το απαλό και βελούδινο άγγιγμα των χειλιών στην επιφάνεια προς φίληση.

Αναφορές γούγλε γούγλε: μουάτς (3.260), μουατς (μήπως εννοείτε μουτς - 4.410), mouats (από Ελλάδα - 2.370). Συμπέρασμα: ο κόσμος στο νετ φιλάει και φιλιέται και χρειάζεται λήμματα για να καλύψουν αυτή του την ανάγκη.

spirit69: ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΑ !!!!! Μουάτς μουτς !!!! Μάκια μάκια αστεράκι μου !!!! ***

Cleopatra είπε... Zouzouna mou....Megalwnei to koritsaki sas!Dwstis ena filaki mouats!

maggie[...]: poli oreo tragoudaki mairoula mou!!! na ste panta eutixismenoi giati sas aksizei!!! mouats! Mairy [...]: maggoulina eisai mia glukaaaaaaa!!!!!!!!!!!!! na sai kala k esu zouzounaaaaaaa!!!!!!! mouats mouats mouats

(από electron, 30/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακία κατάσταση ή κουβέντα, μπαρούφα, ασόβαρη, κουτοπόνηρη, πούστικη, ευτελής, μαλακία, του κώλου, τιποτένια, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε. Εντούτοις πιάνει τόπο ενώ δεν αξίζει.

Από τον κλαπαρχίδα.

Η έκφραση «... και λοιπές κλαπαρχιδιές» θα μπορούσε να σταθεί ως συνώνυμο του και τα ρέστα παγωτά και του και ταλιμπάν.

  1. - Και τι είπες τώρα; Μια κλαπαρχιδιά είπες. Αυτά θα πα να πεις και στο δικαστήριο;

  2. ...Προσωπική μου άποψη, μαλακίες και κλαπαρχιδιές. Μας τα πασάρουν για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε και να μη βλέπουμε να τα προβλήματα. (από μπλογκ)

  3. Λοιπές κλαπαρχιδιές από λαστιχάδες ξέχνα τες, οι άνθρωποι κατά πλειοψηφία είναι ο ορισμός του άσχετου παραδόπιστου ψεύτη. (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η σπόντα, ο υπαινιγμός, το υπονοούμενο. Μπηχτή γιατί το μπήγεις βαθιά μέσα να πονέσει.

Επίσης, στο κυνήγι, είναι ένα είδος τουφεκιάς. (χεστήκαμε για λεπτομέρειες, πείτε στον ξένο μεταφραστή)

  1. τίτλοι άρθρων από το νετ:
    Η μπηχτή του Ρέμου στον Πλούταρχο
    Η «ΜΠΗΧΤΗ» ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΠΟΜΠΑΝ!
    Η μπηχτή της Μαγγίρα στην Μανωλίδου και οι αγκαλιές
    Μπηχτή Πωλίνα στον Πασχάλη: «Προσέχουμε που βάζουμε ...
    Η «μπηχτή» της Γερμανού για τον δίσκο του Χατζηγιάννη Ισπανική «μπηχτή» για την Μέρκελ

  2. Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο... (από το λήμμα σολαρισμένος του σσττφφννσσ)

  3. Λίγο παλαιότερα έπαιζε και το: Τα δέοντα στον θυρωρό της πολυκατοικίας σας. Επειδή, όντως ο κόσμος ήτο πιό ευγενικός, η μπηχτή έπρεπε να 'ναι στο δώδεκα, για να την ανθιστεί ο συνομιλόντας και να τζάσει.
    (από σχόλιο του Φ.Ν. στο τα δέοντα στη μαμά σας)

  4. Προσπερνάω τη μπηχτή της συμπαθέστατης κέλλυς, ...
    (έλεκτρας στο Γ.Α.Π. / G.A.P.)

  5. Σκόπευση με το μυαλό:
    Η μπηχτή τουφεκιά μοιάζει να παραβιάζει τους βασικούς κανόνες της συμβατικής σκόπευσης.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Βλ. παραδείγματα 1 έως και 3.
    Συνώνυμο: στρώνω, πιθανώς και άλλα, περιμένω συμβολή.

Φτιάχνω, με την έννοια του παρασκευάζω. Γιατί όταν σαββατιάζεις, κάθεσαι. Ναι, είμαι εβραιοκαθολικός το θρήσκευμα. Πρόβλημα;

  1. Βλ. παραδείγματα 4 έως και 6.
    Το σάχνω στο αμετάβατο σημαίνει έρχομαι στα ίσα μου, γραδάρω, συνέρχομαι μετά από ταλαιπωρία, ή απλά τρώω-πίνω-κάνω κάτι που απολαμβάνω.

  2. Βλ. παραδείγματα 7 έως και 7.
    Πάλι πίσω στο μεταβατικό, σάχνω κάποιον πα να πει τον φτιάχνω, του δείχνω εγώ, τον κανονίζω, του ξηγιέμαι μόρτικα. Κυρίως σε απειλή και συνεπώς σε χρόνο μέλλοντα, ή σε αφηγηματικό περιβάλλον, οπότε σε αόριστο.

  1. - Έστρωσα μια φραπού ούμπερ.

  2. - Άσε, ρε, δε βγαίνω απόψε. Ε, μέχρι να πάω σπίτι, να σάξω μια ομελέτα που δεν έχω φάει τίποτα, πήγε μεσάνυχτα και πού να τρέχεις με τα τακούνια μετά...

  3. - ...και που λες, πήγαμε σπίτι μου, κάναμε γλυκά έρωτα όλη νύχτα και το πρωί της πήγα πρωϊνό στο κρεββάτι.
    - Τι μαλακομούνης είσαι συ αγόρι μου... Τέτοιες γκόμενες τις πηδάς το βράδυ, το πρωί τις βάζεις να σου σάξουν μια καφεδιά από 'δω ίσαμ' απέναντι και τις κλωτσάς να φύγουν και να μην ξανάρθουν.

  4. - Βάλε τίποτα ρε μάνα να φάμε να σάξουμε, γιατί πολύ κουραστική δουλειά η παραλία.
    - Έχω γεμιστά, αγόρι μου, να φάς να θεραπαείς. Σού 'χω και μια Κάιζερ στο ψυγείο.

(θεραπεύομαι, σε τετελεσμένους χρόνους και μόνο: να θεραπαώ - θεραπάηκα κτλ. απολαμβάνω στα λευκαδίτικα. μεταβατικό και αμετάβατο.)

  1. - Θα πιούμε καμιά ουϊσκούμπα να σάξουμε, ή θα τη βγάλουμε στο στεγνό απόψενες;

  2. - Έριξα κάτι τούφεν σλάφεν κι έσαξα.

  3. - Κά-λάααααα...κάνε τέτοιες πουστιές εσύ, και θα σε σάξω εγώ.

Δες και σιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικότερη έκφραση είναι η: «βάζω την ουρά μου στο μούσκιο» που σημαίνει βαυκαλίζομαι.

- Πού πάτε;
- Σινεμά, θα δούμε το γρανίτα από λεμόνι Νο. 200 (πού το θυμήθηκα τώρα αυτό)
- Α, ωραία θα έρθω και εγώ.
- Εσύ μη βάζεις την ουρά σου στο μούσκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αλλαγής κατάληξης ρήματος από ό,τι (έχω την εντύπωση κατά προτίμηση από -ίζω) σε -άω, υποχρεωτικά ασυναίρετο, αν και όχι πολύ διαδεδομένο, είναι υπαρκτό.

Στα παραδείγματα δίνονται τα συχνότερα αυτού του τύπου, απ' όσο θυμάμαι, που παραδόξως είναι όλα καιρικά ρήματα. Ενδέχεται να υπάρχουν και άλλα, ο σχηματισμός του τύπου είναι καθαρά θέμα ευηχίας και γούστου στη γλώσσα.

Η σημασία του ρήματος παραμένει ίδια.

Ασίστ: ο καιρός.

- Ψιχαλάει / χιονάει / βροχάει πάλι ρε πστ.

του πούστη, θα υπάρχουν κι άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified