Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Κολωνακιώτικη έκφραση που δηλώνει ξάφνιασμα ή έκπληξη, στο πνεύμα του «α στο διάλο!» (της εκπλήξεως) και πολλών άλλων συναφών εκφράσεων, όπως:

- Μάντεψε ποιους είδα τυχαία χεράκι - χεράκι το Σαββάτο στο κέντρο!
- Ποιους;
- Τη Σούλα με τον Ιεροκλή!
- Ε, ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδοκιμαστικός ήχος, που γίνεται με την επαφή της γλώσσας στον ουρανίσκο δημιουργώντας ένα φαινόμενο βεντούζας, με την απότομη απομάκρυνση της γλώσσας προς τα κάτω.

Σε περιπτώσεις chat, IM, κ.λπ. χρησιμοποιείται ως τριπλό «τς», παρόλο που δεν είναι ακριβώς ο ίδιος ήχος, ή τουλάχιστον δεν δημιουργείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

-Και μετά τι έγινε;
-Ξανάγινε το μοιραίο.
-Τς τς τς... και σου είπα να τον προσέχεις, γιατί είναι ύπουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική που σημαίνει σταμάτα τις μαλακίες (φυσικές η λεκτικές).

Συνώνυμα: σταμάτα, αρκετά, έως εδώ (και μη παρέκει).

- Να σου πιάσω το μπουτάκι Μαρικάκι;
- Αχαμάν, κόφ' το ρε μαλακάκι, αρκετά και μας τα έπρηξες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον ασήκωτο σημαίνει ότι τον δέρνω πάρα πολύ, σε βαθμό να μην μπορεί να σηκωθεί, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πρόκειται για μπαμπαδισμό, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας.

  1. Άσε, πιαστήκαμε στα χέρια με κάτι ΟΥΚάδες και μας κάνανε ασήκωτους.

  2. Τη βγήκε σε κάτι ψωμιά και τον έκαναν ασήκωτο.

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τσιμουδιά, ησυχία. Το λέμε όταν θέλουμε να επιβάλουμε σιωπή σε θορυβώδη ομήγυρη (σχολική τάξη, στρατιωτικός θάλαμος κλπ), ή σε φλύαρο (ή αυθάδη) συνομιλητή. Πρόκειται για κλασσικότατη έκφραση που η χρήση της χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μάλλον οφείλει την ετυμολογία του στην συμπροφορά των άφωνων (άηχων) «κ» και «χ».

  1. Μη κάνεις κιχ! Θα μας ακούσουν.

  2. Κιχ! Σκασμός, κωλόπαιδα!

  3. Τον πήρε απ' τον κώλο και δεν έβγαλε κιχ. Μεγάλη πουτάνα.

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά ειρωνική παροιμία, που αποδίδει στην δημοτική (χωρίς να ταυτίζεται) το εξιλεωτικό «ο νεκρός δεδικαίωται» και μπαλατζάρει με το αντίθετό του «σκατά στον τάφο του»!

Δηλαδή ό,τι και να έχει διαπράξει κάποιος στον βίο του, μόλις τα κορδώσει αποσβέννυνται όλα του τα ατοπήματα, δίκην σεβασμού μετά κιλλίβαντος (δίκαια-άδικα, ο λαός το λέει).

Χρησιμοποιείται εύστοχα για τεθνεώτες πολιτικούς με αμαρτωλό παρελθόν, από νέους με μέλλον...

- Είδες τον τάδε; Μας έχει κάτσει στο σβέρκο πενήντα χρόνια τώρα -μια ζωή στη ρεμούλα κι ατσάκιγος, εδέησε ο Κύριος και σκυλοψόφησε, τώρα λέει θα του κάνουν κι ανδριάντα!
- Ε, τί περίμενες; Μόνο κάτι λίγα γερόντια θυμούνται τί κουφάλα ήταν. Δεν τα ξέρεις τώρα; Τον κασίδη σαν πεθάνει, χρυσομάλλη θα τον πούν. Είναι και το σόι του στα πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση γκραν γκρινιόλ που σημαίνει όχι το τι κάνω εγώ, αλλά το τι πρέπει να κάνεις εσύ: να σκάσεις. Σε αυτή την αντιστροφή της σημασίας της έγκειται όλη κι όλη η σλανγκιά της λέξης.

Λέγεται όταν είμαστε πολύ θυμωμένοι και δεν μας παίρνει να αναπτύξουμε ολόκληρο το φλύαρο επιχείρημα που λέει: «αν δεν σε πειράζει, μπορείς να περιμένεις να τελειώσω πρώτα αυτό που έχω να πω και μετά λες το δικό σου;» ή «τώρα είναι η σειρά μου και θα κάτσεις να τα ακούσεις όλα όσα έχω να πω, γιατί έχεις άδικο και δεν σε παίρνει να πεις κουβέντα» κλπ.

Αφού το βροντοφωνάξουμε, συνεχίζουμε απλά τα όσα λέγαμε.

Άλλες χρήσεις της λέξης δεν είναι σλανγκ, πχ όταν μιλάμε στο τηλέφωνο και κάποιος μας φωνάζει επιμόνως από το διπλανό δωμάτιο επειδή δεν έχει καταλάβει ότι δεν είμαστε διαθέσιμοι, οπότε του φωνάζουμε «Μιλάω!», δηλαδή «μωρό μου (ή: τον χριστό μου μέσα), μιλάω στο τηλέφωνο και δεν μπορώ τώρα να σου μιλήσω, έρχομαι σε λίγο!».

- ... και όχι μόνον αυτό, αλλά σε είδα μέσα στο αυτοκίνητό μας να του παίρνεις πίπα και...
- Μα δεν ήταν πίπ...
- ΜΙΛΑΩ! ... και νάσου πάνω κάτω το κεφάλι, και μετά φιληθήκατε και...
- μα...
- ΜΙΛΑΩ είπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που λέμε όταν κάποιος δείχνει σε κάποιον άλλο, με τρόπο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο, ότι έχει άδικο. Η ετυμολογία της φράσης είναι μάλλον προφανής, καθώς σημαίνει ότι κάποιος «βοηθάει» τον άλλο να δει τα πράγματα πιο σωστά, πιο καθαρά.

  1. - Είδες τη συζήτηση στη βουλή; Ο Γιώργος τα είπε ωραία.
    - Ναι, αλλά ο Βαγγέλης, στο τέλος, του φόρεσε τα γυαλιά.

  2. Ο γενικός μας έριξε κάτι πουστριλίκια το πρωί, αλλά ο Αντώνης έφερε όλα τα παραστατικά, που ο ίδιος είχε υπογράψει, και του φόρεσε τα γυαλιά.

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να διακόψουμε κάποιον που επιδίδεται σε ασύστολα ψεύδη, ή τερατολογίες. Η φράση είναι από γνωστό ανέκδοτο στο οποίο, ένας κυνηγός διηγείται σε άλλους τη μάχη του με μια αρκούδα σώμα με σώμα (αν είναι δυνατόν). Οι υπόλοιποι κυνηγοί, όμως, δείχνουν συνεπαρμένοι και ρωτάνε ολοένα: «Και μετά, και μετά;». Οπότε ο ψευταράς λέει κι άλλα ψέμματα, κι άλλα, κι άλλα, ώσπου έχει φτάσει στη φάση που η αρκούδα τον έχει βάλει κάτω και έχει ανοίξει το φοβερό της στόμα μια πιθαμή απ' τη μύτη του. Οπότε:

- Και μετά, και μετά;
- Ε, μετά, μ' έφαγε! Ρε τι μαλάκες είστε εσείς;

Κατά το αράδιασμα λοιπόν ασύστολων ψευδών, μπορούμε να διακόψουμε τον αφηγητή λέγοντας: «και μετά μ' έφαγε». Η φράση μπορεί να ειπωθεί και στην περίπτωση ακατάσχετης παπαρολογίας ή μπουρδολογίας. Αν ούτως ειπωθεί, συνεχίζουμε αμέσως με άλλο θέμα, απαξιώνοντας τελείως τον παπαρολόγο και τα λεγόμενά του.

- Πήγα στην ξαδέρφη της Μαίρης να της δώσω τις σημειώσεις της Βιολογίας. Μαλάκα, έπαθα πλάκα! Μου ανοίγει με το μπουρνούζι, και τί μου λέει νομίζεις;
- Τι;
- «Θα έρθεις μέσα που 'παίζουμε' με δύο φίλες μου;» Να μη σου πω τι έγινε. Παρτούζα ολκής. Τρελάθηκα στο γαμήσι. Και μετά, ήρθαν κι άλλες...
- Ναι, και μετά μ' έφαγε! Βρε δε με παρατάς πρωί πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified