Ας το χωρέσει η κούτρα σου... δεν είναι για τα μούτρα σου (από παλιό λαϊκό τραγούδι).
Όπου κούτρα... με τα μούτρα!
Ας το χωρέσει η κούτρα σου... δεν είναι για τα μούτρα σου (από παλιό λαϊκό τραγούδι).
Όπου κούτρα... με τα μούτρα!
Got a better definition? Add it!
Είμαι υπεραπασχολημένος και αγχωμένος με κάτι, είμαι πολυάσχολος.
Ως μεταβατικό ρήμα
(α) τρέχω κάποιον: κρατώ κάποιον απασχολημένο, αγχώνω κάποιον αναθέτοντάς του καθήκοντα. Συνώνυμα: αγγαρεύω (β) τρέχω ένα πρόγραμμα (ζαργκόν πληροφορικής): εκτελώ το πρόγραμμα (γ) τρέχω μία επιχείρηση: διευθύνω/είμαι υπεύθυνος για την επιχείρηση
- Μη χάνεσαι ρε βλάκα έτσι, πάμε για έναν καφέ στην τελική.
- Δεν προφταίνω ρε συ, τρέχω ακόμη με την διπλωματική. Αν δεν τελειώσει αυτή η μαλακία, δεν με βλέπω να χαλαρώνω καθόλου.
(α) Διδακτορικό είναι αυτό ή χαμαλίκι ρε πούστη; Ό,τι γραφειοκρατία και να προκύψει, εμένα θα τρέξει ο μαλάκας...
(β) Διόρθωσα εκείνο το μπαγκ που σού 'λεγα, αλλα πάλι δεν μπορώ να το τρέξω το γαμίδι...
(γ) Έπαθε ένα ατύχημα ο κυρ-Γιώργης, και το ουζερί για την ώρα το τρέχει ο γιος του.
Τι τρέχει ρε, γιατί τέτοια μούτρα; Συνέβη κάτι;
Βλέπε και δεν τρέχει κάστανο, δεν τρέχει μία, δεν τρέχει τσάι.
Got a better definition? Add it!
Απομονωμένο από τη φράση είμαι μέσα: συμφωνώ σε πρόταση που έχει γίνει. Συνώνυμα: μέσα, μαζί σου/σας.
— Παίδες; Μπουρδελότσαρκα ώς τις δώδεκα, μαζεύει κόσμο το Ρέζι, σκάμε, γινόμαστε μουνί, και τελειώνουμε με πατσά στου Τσαρουχά. Είστε;
— Μέσα.
Got a better definition? Add it!
Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.
Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται αντωνυμικά, είτε ουδέτερα είτε και φορτισμένα (βλέπε και άτομο).
Θηλυκό: τύπισσα και τύπα, ουδέτερο: τυπάκι.
Ό,τι και να λες για τον Βούλη εγώ τον πάω, είν' ωραίος ο τύπος. Μια ζωή με τα καλύτερα καυλιά κυκλοφορεί, και είναι και ξηγημένος.
- Ρε συ, αυτή ρε δεν είναι η πρώην του Σάκη;
- Αχά.
- Τι φοράει ρε η τύπα, πάει καλά;
- Απο τότε που την έστειλε ο άλλος, το παίζει παρταόλα να του τη σπάσει.
- Στην πράξη;
- Αρχίδια καπαμά. Βγαίνει μόνο όπου μαθαίνει οτι θά 'ναι ο Σάκης και κατά τ' άλλα έχει βουτηχτεί στην κατάθλιψη.
Βλέπε επίσης τυπάς.
Got a better definition? Add it!
Χαμένος, αφηρημένος. Προέρχεται από την έκφραση Είναι στον κόσμο του (κόσμος -> Κοσμάς!)
-Έχει χαζέψει τελείως ο Θανάσης τώρα τελευταία.
-Έ, καλά τώρα, πάντα Κοσμάς ήταν αυτός...
Got a better definition? Add it!
Τυπικότητα. Χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε φράσεις «τι κάνεις;» «καλησπέρα» κλπ.
Στεφουνιζούνι μου, τι κάνεις όλα καλά; ΟΚ αυτό ήταν τυπικούρα... ΤΙ ΧΑΜΠΑΡΙΑ ΡΕΕΕΕ;!
Got a better definition? Add it!
Published
Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός
Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, του πούστη.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε την κακή, εμφανισιακά, γραφή κάποιου ατόμου. Περιγράφει ανικανότητα γραφής. Χαρακτηρίζει, τέλος, τον τρόπο γραφής των συνταγών από τους γιατρούς, τις οποίες μόνο οι φαρμακοποιοί μπορούν να «αποκρυπτογραφήσουν».
Κανονική σημασία της λέξης: είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ. (πηγή: el.wikipedia.org)
- Δες τι έφερε πάλι το σούργελο να δακτυλογραφήσω. Άντε να βρεις άκρη, Γραμμική-Β σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Σικάγο ονομάζεται σε διάφορα μέρη της Β. Ελλάδος η γνωστή σε εμάς ουγγαρέζα, ζαμπονοσαλάτα κ.ά.
- Πιάσε ένα ψωμάκι απ' όλα με σικάγο!
Got a better definition? Add it!
Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!
Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.