Further tags

Ρητορική ερώτηση, σαρκαστική και πιεστική ταυτόχρονα, σε φίλο που τον παρακαλάμε να βγει μαζί μας αλλά αυτός μας προβάλλει την ανεξήγητη επιθυμία του «να μείνει σπίτι».

Προέρχεται από το εξής: υπάρχει μια παράδοση (που πιθανώς βασίζεται σε ιατρική αναγκαιότητα για την προστασία των ιδίων) το νεογέννητο και η λεχώνα να μην βγαίνουν από το σπίτι παρά μόνο σαράντα μέρες μετά την γέννησή, όταν δηλαδή «σαραντίσουν». Τότε το βρέφος για πρώτη φορά επισκέπτεται την εκκλησία (μόνο ως τον πρόναο, ως μη βαφτισμένο) όπου ο ιερέας του διαβάζει μία ευχή. Η μητέρα επίσης πηγαίνει για πρώτη φορά μετά από σαράντα (και παραπάνω λογικά) ημέρες στην εκκλησία και, αν φυσικά επιθυμεί, κοινωνεί. Ύστερα από αυτά, παιδί και μητέρα μπορούν να βγουν έξω και το μωρό να δει τον κόσμο, επισκεπτόμενο και θαυμαζόμενο από συγγενείς και φίλους.

Με την έκφραση, δηλαδή, ειρωνευόμαστε τον αυτοεγκλεισμό κάποιου στο σπίτι που μοιάζει με αυτόν του προστατευόμενου ευάλωτου βρέφους ή της λεχώνας.

- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Πάμε για ποτάκι!
- Δεν βγαίνω σου λέω σήμερα, μη μου ζαλίζεις τ' αρχίδια!
- Έλα ρε, σε παρτάκι θα σε πάω, η μισή παρέα της εορτάζουσας να έρθει, μια μουνοθύελλα από μόνες τους είναι!
- Ξεφορτώσου με ρε! Δε βγαίνω απ' το σπίτι μου σου λέω!
- Γιατί; Ασαράντιστος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούμε έτσι:

  • κάποιον που οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα, είτε επειδή χάνει (κάνει τις... μαλακίες), είτε επειδή είναι τίγκα στις ανασφάλειες (π.χ.: σύμπλεγμα κατωτερότητας), μ' αποτέλεσμα να τον έχουν του χεριού τους, να τον εκμεταλλεύονται να τον πιάνουν κότσο, κορόιδο, να του δίνουν τα χειρότερα, τα δυσκολότερα, να μην υπολογίζουν την παρουσία του, να τον ανέχονται, να τον γειώνουν, να τον θεωρούν μπαλαντέρ για κάθε δύσκολη και ανεπιθύμητη κατάσταση (βλ. παρ. 1).
  • κάποιον που αυτός θεωρεί πως οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα μ’ αποτέλεσμα να τον αδικούν και να τον πιάνουν κορόιδο. Πράγμα που ωστόσο θα μπορούσε να μην υφίσταται (βλ. παρ. 2).
  • ο εξυπνάκιας που, νομίζοντας πως είναι πιο ξύπνιος απ' τους άλλους, δεν δείχνει τη στοιχειώδη σύνεση και την πατάει (βλ. παρ. 3).
  • μια κοινωνική ομάδα (με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου), που τα μέλη της θεωρούν πως είναι εξαπατημένα από άλλες κοινωνικές ομάδες, κάτι που μπορεί να συμβαίνει κιόλας (π.χ.: ένα κράτος που το θεωρούν τόσο οι πολίτες του, όσο και οι αλλοεθνείς ως κράτος gtpπροδιαγραφών, ώστε να τρώει απ' τα προηγμένα κράτη, την κοροϊδία και την εκμετάλλευση της αρκούδας, π.χ: εργαζόμενοι σε μια εταιρεία που παίρνουν μισθούς πείνας, βγάζουν τη... δουλεία, ξεσκίζονται σε απλήρωτες υπερωρίες, κ.λπ.). Βλ. παρ. 4.
  1. Να γίνεις λίγο πιο αρχίδι από δαύτους και να κερδίσεις τον διαγωνισμό γκαρίσματος, γιατί αλλιώς για άλλη μια φορά θα είσαι ο μαλάκας της παρέας που θα πρέπει να βάλει νερό στο κρασί του και να υποχωρήσει.
    Δες

  2. Αν δεν μιλούσα, αισθανόμουν ο μαλάκας της παρέας. Αν μιλούσα όμως, φανταζόμουν τους πάντες να αναρωτιούνται πότε θα σταματήσω, για να συνεχίσει η συζήτηση κανονικά.
    Δες

  3. Από τη μια ο μαλάκας της παρέας, που νομίζει ότι είναι μαγκιά να πάει στο σπίτι με τον κύκνο στη μασχάλη, αδιαφορώντας αν αυτό που κάνει θα του κόψει το κυνήγι για πάντα. Δες

  4. Είναι ο μαλάκας της παρέας που όλοι τον κοροϊδεύουν και τον έχουν τρελάνει στο φατούρο. Ο λόγος για το Ελληνικό κράτος.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση για την και καλά παρακμή του ανδρικού φύλου με την εμφάνιση διάφορων φαινομένων όπως οι στρέι, οι μετρό, η τριχοφοβία και τα παρόμοια.

Δευτερευόντως, περιγράφει την ανάμιξη ή και το νταλαβέρι προσώπων από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, ηθικές αξιολογήσεις και καταβολές ο καθένας, ανθρώπων των οποίων ο συγχρωτισμός και η συναναστροφή μας προξενεί έκπληξη μάλλον δυσάρεστη.

Ο σλανγκισμός δομείται αφενός από την προϋπάρχουσα εξαπανέκαθεν εκφρασούλα «μαλλιά-κουβάρια» που σημαίνει το μπλέξιμο και, αφεδύο, την προσθήκη του ζεύγους «πούστηδες και παλικάρια» που προκαλεί αυτήν την έντονη αντίθεση. Τώρα βέβαια, μετά την πολιτογράφηση και του «πονάν τα παλικάρια;» η αντίθεση μπορεί να στερείται κάποιας βάσης, ωστόσο, κατά την εποχή που σφυρηλατήθηκε το λήμμα, τα παλικάρια ήταν ακόμα άντρακλες με τη βούλα και οι πούστηδες ήταν πούστηδες, όμορφα, ωραία και νοικοκυρεμένα, λέμε τώρα...

Πιο συγκεκριμένα, οι χρήσεις της έκφρασης κυμαίνονται ως εξής:

  1. Μόλις έχουμε πληροφορηθεί ότι κάποιος βαρβάτος, που τον είχαμε για αρσενικό λίρα εκατό, το σηκώνει το σακάκι. Αλλά και γενικότερα, για να μιλήσουμε απαξιωτικά για το κύμα εξόδου από την ντουλάπα που μας χαλάει ως Ελληναράδες.

  2. Για να επικρίνουμε τον πολιτικό αμοραλισμό αυτών που είναι με άλλο κόμμα το πρωί και άλλο το βράδυ (άλλωστε οι αγγλοαμερικανοί λένε για την διαπλοκή πως όλοι στο ίδιο κρεβάτι καταλήγουν).

  3. Όταν η αντιμετώπιση της κοινωνίας ή ενός μικρόκοσμου είναι ίδια και για τους άξιους και για τα λαμόγια.

  4. Όταν στην παρέα μας ή σε έναν χώρο μαζευτεί ασύνδετο και ό,τι νά 'ναι πλήθος.

  1. - Έστρωσε ο καιρός κολλητέ, δεν ξεκινάμε σιγά-σιγά κάνα μπασκετάκι με τους άλλους; Έφτιαξα σκεμπελιακούς όλο το χειμώνα αραχτός.
    - Ποιοι είναι οι άλλοι που λες;
    - Ο Φώντας και ο Νώντας, γιατί;
    - Έχεις χάσει επεισόδια αγόρι μου. Αυτοί από γυμναστική το έχουν γυρίσει σε σπαγκάτα και μπαλέτα τώρα πια...
    - Μιλάς με γρίφους, γέροντα! Την ξεφλουδίζουν την μπανάνα;
    - Ίσια και παλικαρίσια...
    - Τι να πω... Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια... Μας χάλασαν και την άθληση ρε γαμώτο...
    - Βόλεϋ δωματίου ξέρεις;
    - Κι εσύ με τεκνό Βρούτε; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τρεις πιθαμές από τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει....

  2. - Το ξέρω ότι είμαι λίγο κολλημένος ρε συ, αλλά δεξιά εγώ δεν ψηφίζω. Ευχή και κατάρα του θείου μου που μαρτύρησε στην Ίφκινθο...
    - Καααλά. Λες και δεν είδες τι αλλαξοκωλιές έγιναν την τελευταία φορά.
    - Δηλαδή;
    - Πού ζεις; Παπαθεμελήδηδες, Μάνοι, Ανδρουλάκηδες, Κοντογιαννόπουλοι, Μπίστηδες, Δαμανάκες... Θες κι άλλους;
    - ...
    - Άστα-βράστα. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

  3. - Εγώ παλεύω σαν τον μαλάκα να πάρω τις άδειες από δεκαπέντε φορείς για το αιολικό, που έχω τον πιο σοβαρό φάκελο στην περιφέρεια και που στο κάτω-κάτω, τόσο πίσω που είναι η χώρα θά 'πρεπε να μας προσέχουν εμάς που ανοιγόμαστε στην πράσινη ενέργεια, πρωινό στο κρεβάτι θά 'πρεπε να μας φέρνουν κι αυτός...
    - Αυτός τι;
    - Πάει και μου παρευρίσκεται σε δεξιώσεις και απευθύνει συγχαρητήριους λόγους, υπουργός πράμα, στο κάθε λαμόγιο της παραλιακής, που έχουν στο κεφάλι τους ο καθένας πενήντα καταδικαστικές για τα κωλομάγαζά τους...
    - Γάμησέ τα κι άφησέ τα φίλε μου. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

  4. - Καλά, γιατί γίνεται ξαφνικά τέτοιος χαμός στο μπαράκι; Εδώ γαμάει ο κουφός τον μουγκό! Χάσαμε το στέκι μας ρε πούστη μου...
    - Άσε, μου τά 'πε η μπαργουμάνα. Έβαλε ο μαλάκας το αφεντικό έναν πουσταρίκο φίλο του σεναριογράφο και ανέφερε το μαγαζί σε ένα σήριαλ της πούτσας και το έκανε μόδα. Κοπάδια ολόκληρα έρχονται, λες και κάτι θα καταλάβουν...
    - Η σάρα και η μάρα... Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

Ετς! (από joe909, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση-μεταφορά της αμερικανιάς sandy vagina (βλ. εδώ). Χρησιμοποιείται για να δείξει την ευερέθιστη διάθεση κάποιου που λειτουργεί καταστροφικά για όλη την παρέα. Αυτή του η διάθεση δεν οφείλεται στο ότι είναι γκρινιάρης γενικά σαν άνθρωπος, αλλά μάλλον σε κάποιο άγνωστο σε εμάς και τρομερά ενοχλητικό πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί, από το οποίο όμως δεν είναι εύκολο ούτε να ξεφύγει, ούτε να μοιραστεί για να μας δώσει κι εμάς να καταλάβουμε.

Φαντάζομαι πως κάπως έτσι νιώθουν τα κοριτσάκια αν, φευ, τους συμβεί κυριολεκτικά το κακό του λήμματος.

Εντάσσεται σε μια μικρή αλλά συνειδητοποιημένη υποκατηγορία της χρήσης του λήμματος μουνί που δεν αναφέρεται απαραίτητα στην γυναικεία φύση, ούτε στο σεξ αλλά και ούτε σε κάτι απαξιωτικό (βλ. έχει πήξει το μουνί μας, κάηκε το μουνί μας κλπ).

- Άντε ρε μαλάκες. Καθόμαστε δέκα ώρες μέσα! Πάμε μια βόλτα πια!
- Τώρα, δικέ μου, κάνουμε το τσιγαράκι και πάμε για ποτό;
- Τι ποτό και μαλακίες, πάλι τα ίδια;
- Ε, και πού να πάμε; Δεν πάμε στο Γκάζι να βρούμε τους άλλους;
- Το βαρέθηκα και το Γκάζι και τους άλλους. Πάμε κάπου αλλού!
- Πού ρε μεγάλε, μίλα!
- Δεν ξέρω. Αν είναι να τριγυρνάμε πάντως άσκοπα, εγώ δεν πάω πουθενά, να ξέρετε.
- Κολλητέ, βγάλ' την άμμο από το μουνί σου! Ακούς τι λες; Τι έχεις πάθει; Ξεκόλλα!

Vagina aggerata... (από patsis, 11/04/09)(από patsis, 26/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος του Σαββατόβραδου θεωρείται για πολλούς η σημαντικότερη έξοδος από τη ρουτίνα της βδομάδας με στόχο τη διασκέδαση και τη χαλάρωση παρέα με φίλους, γνωστούς, συγγενείς, κλπ.

Ωστόσο, όταν κάποιος εντός ή ακόμα και εκτός παρέας, αντιληφθεί πως τα άτομα μιας παρέας δεν είναι δεμένα με πραγματικούς δεσμούς φιλίας και γνήσιου ενδιαφέροντος, άλλα απλά σμίγουν για να περάσουν μαζί λίγες ώρες και τίποτα παραπέρα (π.χ. συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, προσωπικές κόντρες, καμιά διάθεση ανοίγματος των προσωπικών του ενός στον άλλον, αδιαφορία για τις ανάγκες του άλλου, ανυπαρξία πνεύματος αλληλοβοήθειας, ανυπαρξία επαφής στις σημαντικές στιγμές κάποιου κλπ), τότε μπορεί να αποκαλέσει αυτό το σύνολο ατόμων ως σαββατοπαρέα.

Μια τέτοια διαπίστωση εμφανίζεται συνήθως σε περίπτωση που κάποιο μέλος της παρέας έχει ψηλά τον πήχη για τους υπόλοιπους ή για κάποιους εξ αυτών, μέχρι να έρθει συγκυριακά η στιγμή που τα συναισθήματα των άλλων δοκιμάζονται και αποδεικνύονται ανεπαρκή για τις προσδοκίες του.

Θεωρούσα πως είχα φίλους, αλλά η πράξη απέδειξε πως μια σαββατοπαρέα ήμασταν. Τίποτα παραπέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε μία ομάδα ατόμων ελεεινών και αθλίων, με ροπή προς τη διαφθορά. Ο σκύλος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός σε πολλές γλώσσες (αραβικά, τουρκικά, κ.τλ.).

  1. Blogoσχόλιο:

Πέντε μέρες έχουν περάσει από την ομολογία των εγκλημάτων πολέμου του Αττίλα από τον Αττίλα στην Κύπρο και το Ανανικό σκυλολόι δεν έχει αναχαράξει κουβέντα! Τα εγκλήματα πολέμου κατά της χώρας που τους έχει δώσει υπηκοότητα δεν τους απασχολούν.

  1. Νιτσεϊκό απόσπασμα:

Η ζωή είναι μια πηγή χαράς, εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.
Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.
Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο. Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.
Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.
Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.
Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τζακ ο αντεροβγάλτης αποτελεί αδιάσπαστο μέλος κάθε παρέας που σέβεται τον εαυτό της. Αποτελεί τον μόνιμο περίγελο και όπλο κατά της βαρεμάρας. Αν και η ονομασία παραπέμπει σε φρικιαστικά εγκλήματα, στον Τζόνι Ντεπ και σε κόμικ του Φρανκ Μίλερ (κι όμως!) το πραγματικό της νόημα διαφέρει πάρα πολύ. Στην ουσία είναι προσωνύμιο εκείνου του ατόμου που ξερνοβολάει τα άντερά του μόνο με τη σκέψη του «θα βγούμε έξω».

Συνήθως είναι ο κλασσικός τύπος που δεν πίνει εκείνος το ποτό αλλά εκείνο τον πίνει. Το στομάχι του δεν μπορεί να αντέξει όχι αλκοόλ αλλά ούτε και ένα ποτήρι χαμέμηλο. Παρ' όλα αυτά πίνει σαν πούστης (κολλάει και το σαν μαύρος αλλά ποτέ δεν ανέβασα λήμμα της κατηγορίας Ρατσιστικά και ούτε θα το κάνω). Αφού έχει πιει σαν πούστης πίνει ακόμη λίγο και σε χρόνο dt έχεις δει τι έχει φάει όλη την προηγούμενη εβδομάδα, γιατί ο άτιμος είναι και δυσκοίλιος και το φαΐ μένει στο στομάχι όσο χρόνο χρειάζεσαι εσύ για να στήσεις την τραπεζαρία HARKA μαζί με τις καρέκλες από τα ΙΚΕΑ (μιλάμε έφτυσα αίμα...). Βέβαια υπάρχουν και οι τύποι που δεν χρειάζεται να κατεβάσουν ολόκληρο το αμπάρι του Cutty Sark για να νιώσουν τις ευεργετικές ιδιότητες του εμετού. Αρκεί μια ματιά στο πιοτί, η μυρωδιά της ανάσας κάποιου που έχει πιει ή έστω το σλόγκαν «Μια ζωή ρετσίνα Μαλάματινα!» για να μάθετε τι σκατά βάζει η μάνα του στα κουλουράκια της και είναι τόσο νόστιμα.

Το λήμμα είναι εξαιρετικά ευέλικτο ως προς τον τρόπο εκφοράς του. Μπορεί να ακουστεί ως έχει, μπορεί να ακουστεί ως [όνομα φίλου] ο αντεροβγάλτης, μπορεί να ακουστεί ως αντεροβγάλτης σκέτο ή ακόμη, για πολύ προχώ καταστάσεις εμπειρίας 50 και άνω εμετών, σκέτο Τζακ (καμιά σχέση με παραγγελία το τελευταίο, το αντίθετό του δεν είναι Τζόνι κόλα).

(Θα ήταν προτιμότερο να έγραφα «Ο φίλος μου ο Βασίλης» και να ανέβαζα ένα βίντεο αλλά είναι και τα προσωπικά δεδομένα. Οπότε ο Κλέαρχος μαζί με την Μαρίνα την γκόμενά του συζητούν για τον κοινό τους, όχι ψηλό, φίλο)

Μ: - Αφού τον ξέρεις τι του δίνεις να πιει. Πάλι ξέρασε ο Τζακ ο αντεροβγάλτης και πάνω στα παπούτσια μου!
Κ: - Καλά τρελή είσαι; Μόνος του το άρπαξε το μπουκάλι! Πάντως από ό,τι βλέπω το χρώμα του ξερατού πάει τέλεια με το γούστο σου!
Μ: - Το καταλαβαίνω κάθε φορά που μου λες καλημέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στα πλαίσια μιας απελευθερωμένης αντίληψης σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις και αντιμετωπίζοντας το σεξ ως χαρά της ζωής και όχι επικύρωση της ιδιοκτησιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, έχω την τιμή να παρουσιάσω την κοινόχρηστη γκόμενα.

Αν και πολλές φορές το ερωτικό παιχνίδι δύο φίλων με την ίδια κοπέλα προκαλεί ανεπανόρθωτες παρεξηγήσεις και είναι αιτία ακόμα και τερματισμού της φιλίας τους, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της κοινόχρηστης γκόμενας: δύο ή περισσότεροι φίλοι μπορούν να απολαμβάνουν τις ερωτικές χάρες της εν λόγω κοπέλας (εναλλάξ ή ομοθυμαδόν) χωρίς καμία παρεξήγηση μεταξύ τους.

Για να υπάρξει τόση απελευθέρωση βέβαια, σημαίνει ότι κανείς από την παρέα δεν διεκδικεί την κοπέλα για σοβαρή σχέση. Αυτό γίνεται είτε επειδή η γκόμενα είναι χαζή, είτε επειδή είναι μπάζο, είτε επειδή είναι πολύ πεταχτούλα και αν τα φτιάξει κάποιος μαζί της θα του πάει το κέρατο σύννεφο...

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άτομα μέσα σε μια παρέα που δεν μπορούν να καταλάβουν πότε μια κοπέλα ανήκει σε αυτή την ειδική κατηγορία γυναικών, οπότε κολλάνε με αυτή, χαλιούνται και ζαλίζουν τ'αρχίδια των φίλων τους προσπαθώντας να την κατοχυρώσουν για τον εαυτό τους, πράγμα βέβαια μάταιο. Πρόκειται για τους γνωστούς χαζομούνηδες που χαλάνε όλη την πλάκα...

  1. - Χθες πήδηξα την Ανθούλα... Καλή φάση φίλε...
    - Καλά ρε μαλάκα, αυτή δεν την πηδάει ο κολλητός σου;
    - Δεν τρέχει τίποτα ρε! Την έχουμε κοινόχρηστη τη γκόμενα...

  2. - ... και μας ζάλισε που λες ο μαλάκας ο Τάσος! Πάλι κόλλησε με μια γκόμενα που γνωρίσαμε στο νησί και μας απαγόρευε και να της μιλάμε κιόλας!
    - Έλα ρε...
    - Και βέβαια η γκόμενα δεν ήταν για τέτοια... Κοινόχρηστη έπρεπε να την έχουμε και οι τρεις, αλλά μας τη χάλασε τη φάση ο βλάκας!

Χρ. Ιακωβιδου: Είναι επαγγελματίας, οδοντογιατρός, shareware και (μάλλον) δεν έχει ιούς! Τι άλλο να ζητήσω απ΄τη ζωή; (από Vrastaman, 02/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που κάνει παρέα μόνο με gays, από τους οποίους σχεδόν αποκλειστικά περιτριγυρίζεται. Συνήθως είναι χοντρή, όχι όμορφη και με υποτονική ερωτική ζωή (to put it mildly) και λειτουργεί ως μητρική φιγούρα για πολλούς από τους gay φίλους της που βλέπουν σε αυτή μία σύμβουλο / εξομολόγο / σύντροφο στο κουτσομπολιό.

Βάλε μέσα στην καρδιά σου την αδελφομάνα
και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται από τους επαρχιώτες για να περιγράψει μια μεγάλη παρέα Αθηναίων. Οι επαρχιώτες βέβαια δεν δυσκολεύονται να καταλάβουν την καταγωγή των πρωτευουσιάνων, καθώς έχουν μεταξύ τους σίγουρα και μερικούς emo, αν είναι νέοι, και μερικούς εκνευριστικούς σπασαρχίδηδες που σχολιάζουν την παραμικρή έλλειψη αθηναϊκης άνεσης που παρατηρούν (ούτε ένα internet cafe ρε γαμώτο δεν υπάρχει σε αυτό το σκατοχώρι;). Γενικά, αν και στα τουριστικά μέρη οι άνθρωποι ζουν από κάτι τέτοιους, δεν έχουν κατορθώσει να τους συμπαθήσουν ποτέ.

- Και εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήσυχα στην ταβέρνα του κυρ-Λάζαρου, σκάει μύτη το νέφος και πάει όλη η ηρεμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified