Selected tags

Further tags

Μια σλανγκική ουτοπία που δηλώνει τον τόπο παραθερισμού όσων δεν έχουν λεφτά να κάνουν διακοπές λόγω κρίσης, ή την βρίσκουν με την άδεια καλοκαιρινή Αθήνα (ή άλλο άστυ) από άποψη. Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης βρίσκουμε ανταλλαγές απόψεων ανάμεσα σε βεραντάκηδες και για άλλους εξωτικούς προορισμούς, όπως τα βεραντονήσια, τα σκαλοπατονήσια κ.ά.

Από το ιστολόι του Νίκου Σαραντάκου μαθαίνω ότι οι Γερμανοί έχουν το παρόμοιο λολοπαίγνιο όταν τους ρωτάει κάποιος πού θα πάνε διακοπές κι αυτοί δεν πάνε πουθενά να λένε «Auf Balkonien», δηλαδή στο μπαλκόνι, αλλά στα Γερμανικά μοιάζει σαν να λένε «στα Βαλκάνια» (στο ίδιο άρθρο βρίσκουμε κι άλλες παιγνιώδεις ονομασίες ου-τόπων).

  1. - Φετος θα παω διακοπες στα μπαλκονησια ...Φοβεροοοοοο νησιιιιι
    - Στο απέναντι ....νησί θα είμαι και εγω!!!!!
    - Βλεπω ολοι φετος θα κανουμε διακοπες ...!! (Από το Φέισμπουκ).

2. Φέτος δεν έφυγαν πολλοί για διακοπές. Η έξοδος του δεκαπενταύγουστου, λέει η Τροχαία, ήταν μειωμένη. Αλλά και αυτοί που έφυγαν, κάνουν διακοπές στα «μπαλκονήσια». «Βεραντάκηδες» κατάντησαν οι Έλληνες, λένε οι παλιοί μας μετανάστες. Στα μπαλκόνια των σπιτιών και των ενοικιαζομένων δωματίων μαζεύονται παρέες, φίλοι, συγγενείς, οικογένειες και συζητάνε «προσμένοντας το θαύμα»

3.μπαλκονήσια ... Τυχαίως παντελώς και τηλεφωνικώς πληροφορήθηκα ότι αυτά αποτελούν έναν από τους δημοφιλέστερους τόπους διακοπών των νεοελλήνων ... Υπέροχος τόπος τα μπαλκονήσια μηδενικά έξοδα μετακίνησης εκλεκτή παρέα ... θέα φιλικών προσώπων επικοινωνία ψυχή με ψυχή ... μπάνιο σε καθαρά νερά φίλων ... συναυλίες ...επαφές ουσίας ... ένα βήμα πιο κει από τη σκαντίφλα και τη μιζέρια ... μια απάντηση σοβαρότατη στο κάθε γιατί ... ''επειδή έτσι '' για εκεί με βλέπω ...φιλί ...

  1. Παιδιά με τέτοιες λιακάδες γιατί δεν πάτε στα μπαλκονήσια; Δεν πιστεύω να μας τα πήραν οι Τούρκοι και να μου το κρύβετε. (Από το Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.

Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.

Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.

  1. Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.

  2. Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδεχθής τύπος συνανθρώπων μας, ο οποίος από τον Δεκαπενταύγουστο περίπου και μετά, ενώ σκάει ο τζίτζικας, και ενώ τα πέριξ ζευγαράκια ατενίζουν χέρι με χέρι την αυγουστιάτικη πανσέληνο, αρχίζει και εύχεται «καλό χειμώνα!», στη λογική ότι το μεγαλύτερο μέρος των θερινών διακοπών έχει παρέλθει και αφού γεμίσαμε τις μπαταρίες οφείλουμε να ετοιμαζόμαστε για μια παραγωγική νέα εργασιακή χρονιά.

Ανεπιβεβαίωτες φήμες θέλουν τον τοιούτο καλοχειμωνάκια να παραδίδεται στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από κοινού με τον σταλεγάκια, τον δεφταισεσυτζή, τον πλακακανωτζή κ.ά.

Αντίθετο του καλοχειμωνάκια σύμφωνα με τιτιβίσματα που υπέπεσαν στην αντίληψή μου, είναι ο ναμαγαπάκιας, που προσπαθεί να παρατείνει ακόμη λίγο την θερινή ραστώνη παίζοντας ναμαγαπάδικα στην κιθάρα.

  1. Θάνατος στους καλοχειμωνάκηδες! (Από έκκληση στο Φέισμπουκ).

  2. Αντισταθείτε στους ΚΑΛΟΧΕΙΜΩΝΑΚΗΔΕΣ που μας την πέφτουν μέσα Αυγούστου :)). (Από το Τουίτερ).

  3. Έχετε γαμηθεί οι «καλοχειμωνάκηδες» με τον καιρό λες κ' πέρσι τον Οκτώβρη κάναμε σκί η' παίζαμε χιονοπόλεμο ξέρω γω. (Εδώ).

(από Khan, 26/08/13)(από Khan, 14/09/14)

βλ. και καλό χειμώνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι ένα για το καλοκαίρι: βατραχάκια, οι αναπηδήσεις στην επιφάνεια της θάλασσας από την ρίψη επίπεδου βοτσάλου. Εμβληματικό θαλασσινό παιχνίδι για παιδιά κάθε ηλικίας.

Συμβουλές του καθηγητή εφαρμοσμένων μαθηματικών του University College του Λονδίνου Frank Smith, για να πετύχουμε πολλά βατραχάκια: «Πάρτε μια πέτρα όσο το δυνατόν πιο λεπτή και ελαφριά. Πετάξτε τη με όσο περισσότερη δύναμη έχετε, όσο πιο οριζόντια μπορείτε και από πολύ κοντά στο έδαφος. Το να περιστρέφεται η πέτρα στον αέρα βοηθά πολύ στο να μειωθεί η αντίσταση του αέρα και έτσι επιτυγχάνονται οι περισσότερες δυνατές αναπηδήσεις» (εδώ).

Ασίστ: Βράσταμποϋ.

1.
Σημειώνεται ότι το ρεκόρ στα «βατραχάκια» είναι τα 51 και το κρατά ο Ράσελ Μπίαρς, ένας αμερικανός μηχανικός. Ο «ειδικός» στο διασκεδαστικό παιχνίδι συνιστά να επιλέγουμε επίπεδες πέτρες με μέγεθος όσο αυτό μιας παλάμης και να χρησιμοποιούμε τον αντίχειρα και τον δείκτη μας ώστε να τις περιστρέφουμε κατά τη ρίψη.

2.
Τα 50 πράγματα που πρέπει να κάνει το παιδί σας πριν γίνει 12 χρονών

  • Σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο
  • Κυλίσου κάτω από ένα μεγάλο λόφο
  • Πήγαινε για κάμπινγκ στην φύση
  • Στήσε μια σκηνή
  • Κάνε «βατραχάκια» με μια πέτρα στο νερό
  • Βγες και τρέξε κάτω από την βροχή
  • Πέτα έναν χαρταετό
  • Πιάσε ένα ψάρι
  • Κόψε και φάε ένα μήλο κατευθείαν από το δέντρο
  • Πέτα μια χιονόμπαλα
  • Σκάψε την άμμο στην παραλία για να βρεις ένα χαμένο θησαυρό
  • Φτιάξε μια πίττα από λάσπη
  • Κατασκεύασε με κλαδιά ένα αυτοσχέδιο φράγμα σε ένα ρυάκι
  • Κατέβα μια χιονισμένη πλαγιά με ένα έλκηθρο
  • Θάψε κάποιον μέσα στην άμμο
  • Χρησιμοποίησε ένα πεσμένο δέντρο ως δοκό ισορροπίας
  • Κάνε κούνια από ένα λάστιχο δεμένο σε ένα δέντρο
  • Φάε άγρια βατόμουρα κατευθείαν από το θάμνο
  • Κοίταξε μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου
  • Επισκέψου ένα νησί
  • Ψάξε να βρεις απολιθώματα
  • Κοίτα την ανατολή του ηλίου
  • Άνοιξε τα χέρια και κάνε σαν να πετάς στο άνεμο
  • Σκαρφάλωσε ένα ψηλό λόφο
  • Κολύμπα πίσω από ένα καταρράκτη
  • Τάισε ένα πουλί σπόρους κατευθείαν από το χέρι σου
  • Πιάσε μια πεταλούδα με ένα δίχτυ
  • Ψάξε να βρεις τα χνάρια άγριων ζώων στο δάσος
  • Ανακάλυψε τι κρύβεται στο βάθος μιας μικρής λίμνης
  • Φώναξε μια κουκουβάγια κάνοντας την κραυγή της
  • Σήκωσε μια πέτρα για να δεις τι κρύβεται από κάτω
  • Πιάσε ένα καβούρι με τα χέρια σου
  • Πήγαινε για ένα φυσιολατρικό περίπατο μέσα στην νύχτα
  • Φύτεψε ένα σπόρο, πότισέ τον, δες τον να μεγαλώνει και να βγάζει καρπούς και μετά φάε τους.
  • Κάνε rafting
  • Άναψε μια φωτιά χωρίς σπίρτα
  • Βρες τον δρόμο σου χωρίς να χρησιμοποιήσεις πυξίδα ή χάρτη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το καλοκαίρι και ο καλός καιρός, που σε ξελογιάζει και σε εμπνέει να τρέχεις σαν τρελή κι αδέσποτη στα τζιναβονήσια με το μελτεμάκι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασσικό λάδι coppertone που σε μαυρίζει λες και είσαι χάλκινο ρομπότ που σκουριάζει.

Συνήθως το ακούς στην παραλία από Πακιστανούς με την χαρακτηριστική προφορά ή από οποιονδήποτε κάγκουρα που θέλει να το παίξει μούρη στο γκομενάκι.

Ρε συ βαράει ο ήλιος, δώσε μια το κοπερτόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καύσωνας στα καλιαρντά εκ του τέμπο για τον καιρό, και του χορχόρα.

Μαρή Μαρίνα, δεν έρχεσαι λίγο να μου κάνεις παρέα γιατί αυτή η τεμποχορχόρα μου έχει βγάλει το λάδι αλλά έχω φτιάξει μια σουκροκαρύδα άλλο πράμα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πράσινο σπιράλ αντικουνουπικό (εξ ου και η παρομοίωση με το φίδι) που μυρίζει καμένο δάσος και σιγοκαίεται επί ώρες πάνω σε ένα μεταλλικό καυλάκι και μας θυμίζει τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.

Λέγεται και Κατόλ, από την πρώτη (;) μάρκα που κυκλοφόρησε για το είδος το πάλαι ποτέ.

Μην πασαλείβεσαι με αουτάν, έχω ανάψει φιδάκι.

(από Khan, 03/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified