Στον δρόμο, αυτός /-ή που οδηγεί αργά και παρεμποδίζει.
(αφού πατηθεί η κόρνα για κανα λεπτό) - Άντε μωρή κότα προχώρα!
Στον δρόμο, αυτός /-ή που οδηγεί αργά και παρεμποδίζει.
(αφού πατηθεί η κόρνα για κανα λεπτό) - Άντε μωρή κότα προχώρα!
Got a better definition? Add it!
Όνομα - παρατσούκλι κατά τους αλογομούρηδες, για το αργό άλογο, που δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει. Χρησιμοποιείται και απο τους οδηγούς αυτοκινήτων όταν πρόκειται για αργό - δυσκίνητο ή παλαιό αμάξι.
- Έκανα κόντρα με ένα φτιαγμένο Punto αλλά έφαγα τη σκόνη του. - Εμ τι πας και συ να συναγωνιστείς με τον Αστραχάν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.
Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.
Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.
Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)
Βλ. και σέρνεται
Got a better definition? Add it!
«Πάω κάποιον καροτσάκι»: τον αναγκάζω να ακολουθήσει τον ρυθμό μου.
Η έκφραση χρησιμοποιείται πρωτίστως στο οδήγημα, όταν έχεις μπροστά σου κάποιο όχημα που πάει αργά και το οποίο είναι αδύνατο να προσπεράσεις, άρα σου επιβάλλει την ταχύτητά του και είναι σα να σε σέρνει πίσω του, σα να είσαι (σ)το καροτσάκι του.
Μπορεί όμως και να είναι θετικό, δηλ. το προπορευόμενο όχημα να σε βγάλει από μια δύσκολη θέση, αν εκμεταλλευτείς το γεγονός ότι σε καλύπτει.
Πέρα από το οδήγημα, μεταφορικά σημαίνει ότι κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τον κατευθύνω όπως εγώ νομίζω.
- Αργήσατε...
- Ε, ήταν ένας μαλάκας φορτηγατζής μπροστά μας σε όλη τη διαδρομή, δέκα αυτοκίνητα από πίσω του, δεν άφηνε κανέναν να περάσει, καροτσάκι μας πήγε ο καργιόλης...
- Γρήγορα ήρθατε!
- Ήμασταν τυχεροί, κολλήσαμε πίσω από το λεωφορείο της γραμμής και μας έφερε καροτσάκι εδώ, δεν χαθήκαμε πουθενά.
- Τι λέει ο νέος διευθυντής;
- Μεγάλο λαμόγιο. Καροτσάκι θα μας πάει αυτός, πού να του πάμε κόντρα, όλους τους έχει αγοράσει...
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό lag (αργοπορώ, καθυστερώ, μένω πίσω, χασομερώ, χρονοτριβώ και γενικά ακολουθώ με διαφορά φάσης).
Συντάσσεται πολύ συχνά με ποσοτικά επιρρήματα και τα: αισχρά, τρελά, άπειρα, τίγκα.
Χρησιμοποιείται:
1α. «…έχω E8400 στα 3.4ghz 6gb ram και 5770 κάρτα γραφικών παίζω σε 1980 (όλα φουλ εκτός antiliasing) και λαγκάρω άσχημα το cpu χτυπά όλο 100αρια...., λαγκάρει κάνεις άλλος; όχι λαγκ ονλαιν και στο campaing που παίζω λαγκάρω. Τώρα που το δοκίμασα και με 1280 λαγκάρω....» (αγορασμένο)
1β. «Τώρα εγώ φαντάζομαι να έχω κινητό με windows mobile και να λαγκάρει μέχρι να δείξει το μήνυμα και να πεθάνω από τις μ******ς της microsoft.» (αγορασμένο)
2α. «…από 1η σε 2α βλέπω λαγκάρει λίγο και αργεί να φουσκώσει αν δεν κάνω λάθος το παρατήρησα και εγώ...Λογικό το άγχος όλοι άνθρωποι είμαστε και όλοι πάντα θέλουμε να είμαστε νικητές…» (αγορασμένο)
2β. «…Επιπλέον στο dyno μετράς με μια σχέση και όχι όλες όπως σε μια κόντρα, που σε κάθε αλλαγή λαγκάρει το αμάξι λόγω ανοιχτού τύπου σκάστρα και χάνεις δύναμη…» (αγορασμένο)
3α. «…ποιο αστείο; …ναι τώρα που το ξαναδιάβασα με άλλο σκεπτικό, τώρα το κατάλαβα...γαμώτο ήταν καλό... εντάξει λαγκάρω λίγο. Πειράζει;;;» (αγορασμένο)
3β. «–Γιατί δεν έρχεσαι εσύ ρε κότα; Κάθε βράδυ στην πλατεία θα με βρεις. Αν έχεις κότσια πέρνα να σου γαμήσω ό,τι έχεις.
– Σταμάτα να δέρνεις γιατί λαγκάρω.» (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified