Selected tags

Further tags

Χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που κινούνται ή εξελίσσονται πιο αργά απ' ό,τι θα έπρεπε. Συνήθως χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά.

  1. Τί υπαινίσσεσαι λέγοντας ότι είμαι τα ζώα μου αργά; Σε πληροφορώ αγαπητέ μου ότι είμαι γκαζιάρα και κυριολεκτικά και γενικά! (απο ιστολόγιο)

  2. «Τα ζώα μου αργά... οι Δήμαρχοι με τα απόβλητα: Από το... αφτί τράβηξε χθες τους Δημάρχους, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Β. Αιγαίου Γιάννης Λέκκας, γιατί ο Νομός μας είναι ο μόνος που δεν έχει δημιουργήσει ακόμα τους φορείς διαχείρισης στερεών αποβλήτων.» (από τον τύπο)

Δες και αργοκάικο, αργοκάραβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος

  2. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά

- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση υποτιμητική που απευθύνεται σε πρόσωπο που μόλις εισέρχεται στον χώρο που βρίσκεται ο ομιλών.

Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρεται στην αργοπορία εκείνου που έρχεται...

- Καλησπέρα μάγκες!
- Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Τι ώρα είναι αυτή που ήρθες ρε;

Βλέπε και καυλώστονα!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα - παρατσούκλι κατά τους αλογομούρηδες, για το αργό άλογο, που δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει. Χρησιμοποιείται και απο τους οδηγούς αυτοκινήτων όταν πρόκειται για αργό - δυσκίνητο ή παλαιό αμάξι.

- Έκανα κόντρα με ένα φτιαγμένο Punto αλλά έφαγα τη σκόνη του. - Εμ τι πας και συ να συναγωνιστείς με τον Αστραχάν!

Βλ. και γαϊδούρι, μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!

έχω άσχημα γούστα εγώ αγόρι μου!!! (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλώσσα των αλογομούρηδων, το αουτσάιντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

-Καλά πόνταρες το νούμερο 6;
-Ναι έχει καλή απόδοση.
-Επειδή είναι γαϊδούρι γι΄αυτό!

Βλ. και μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αγγλική λέξη lag που σημαίνει αργοπορία και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κολλάμε και χάνουμε τα λόγια μας.

- Έλα βρε μαλάκα μην λαγκάρεις τώρα που πρέπει να μιλήσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημερομηνία διεκπεραίωσης συγκεκριμένης υποχρέωσης σε παρελθοντικό μέλλοντα. Πρόκειται για «ληγμένη προθεσμία» οπότε το συναίσθημα που την διέπει είναι, αναπόφευκτα, δυσφορία για την αδυναμία εκπλήρωσής της.

Πάει η προχθεσμία για τη δόση του αυτοκινήτου... δύο μέρες... Με βλέπω από αύριο στο περπάτημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική ορολογία, η καθυστέρηση της αλλαγής εν ώρα υπηρεσίας και γενικότερα το «χώσιμο» από άλλο φαντάρο. Το μπιφτέκι είναι μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των σειρών μεταξύ των φαντάρων.

- Πάλι μπιφτέκι κέρασε ο 299, που μας το παίζει και λέουρας το πατόψαρο. Αντί για 3 ήρθε 3 και 20, αλλά θα τον φτιάξω εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιστί: half past late.

Τουρίστας: - When will our flight leave?
- Half past late...

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified