(= Κάπου γαμιέται)
Υποδηλώνει τη δραστηριότητα κάποιας κοπέλας με έντονη σεξουαλική ζωή.
-Ρε θυμάσαι τη Λίλα με τις βυζάρες; Τι να κάνει ρε;
-Κ.Γ.
(= Κάπου γαμιέται)
Υποδηλώνει τη δραστηριότητα κάποιας κοπέλας με έντονη σεξουαλική ζωή.
-Ρε θυμάσαι τη Λίλα με τις βυζάρες; Τι να κάνει ρε;
-Κ.Γ.
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία της φράσης Για τον πούτσο παλικάρι (gia ton poutso palikari).
-Είναι τελείως άχρηστος, είναι gtpp.
Got a better definition? Add it!
Σαββατοκύριακο-τριήμερο με την γκόμενα, για τον πούτσο... Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όπως το πουσουκού (παρρασκευοσαββατοκύριακο)!
- Θα κάνουμε ρε τίποτα αύριο;
- Μπα δεν θα μπορώ ρε, θα φύγω για πουτσουκού...
- Ααα, κατάλαβα... τα λέμε!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας
Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια γκόμενα εξαιρετικά άσχημη.
-Πώ ρε φίλε, τι φέτα ήταν αυτή; -Ποια φέτα ρε μαλάκα; Εγώ νόμιζα ότι πέρασε ο Κουασιμόδος!
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία της έκφρασης oh my god. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στις συνομιλίες μέσω internet.
Σε chat room:
-Φίλε, χτες διαγράψανε τον κωδικό του nikk33 kai του sex_boy007!!!!!!
-Omg!!!!!!!! Λες να διαγράψουν κι άλλους;
Got a better definition? Add it!
Λόχος Υποστήριξης Τάγματος.
Σε κάθε μηχανοκίνητο τάγμα ο λόχος που προορίζονται οι χειριστές των βαρέων όπλων του τάγματος (όλμοι, Α/Τ κλπ).
Επειδή πολλές φορές χρεώνονται όλο το χώσιμο των αγγαρειών υποτιμητικά αποκαλείται απο τις σειρές Λόχος Υπερβολικής Ταχύτητας.
-Σε ποιon λόχο σε τοποθέτησαν νέο;
-Στο Λ.Υ.Τ.
-Ετοιμάσου για τρέξιμο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δυο πλάτες. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στην γκόμενα που δεν έχει καθόλου στήθος.
- Την είδες την Μαρία; Ωραίο γκομενάκι ε;
- Άσε με ρε, η κοπέλα είναι Δ.Π.
- Δ.Π.;
- Δύο πλάτες, μια πίσω και μια μπροστά. Πιο μεγάλο βυζί έχεις εσύ από αυτήν (αν υποθέσουμε ότι ο φίλος σας είναι λίγο χοντρούλης).
Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ.
Got a better definition? Add it!
Από το UFO (ελληνιστί: ΑΤΙΑ). Ο βλάκας λόγω αφηρημάδας, τόσο που λες πως δεν ανήκει στον γήινο και ανθρώπινο κόσμο.
Πληθ.: ούφα. Υπερθετικός: ουφάρα, ουφάκλα.
Είσαι μεγάλη ουφάρα! Πότε θα πάψεις να χαιρετάς αγνώστους στον δρόμο νομίζοντας ότι είναι γνωστοί;...
Βλ. και ούφο με σκούφο - και με φλογέρα
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!