Πισινός, κώλος.
Αυτή η γκόμενα έχει και γαμώ τους τσούφκους.
Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !
Got a better definition? Add it!
Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.
Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.
Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).
Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Got a better definition? Add it!