Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρτοσκευάσματα.

Όταν η συλλαβή -δια προφέρεται χωρίς συλλαβικά διαστήματα, υπάρχει ομοιότης λεκτική με την λέξη αρχίδια. (Άλλωστε οι δύο λέξεις διαφέρουν κατά ένα σύμφωνο.)

Χαρακτηρίζει καταστάσεις, πράγματα και τόπους.

Σερβιτόρος: Είστε έτοιμοι;
Μαίρη: Ναι. Λοιπόν. Ενα vegeterian roll με αγγούρι και ένα με σπαράγγι, μία σούπα από φύκια, ένα avocado maki... Α! και την σαλάτα με σπανάκι στον ατμό.
Σερβιτόρος: Τι θα πιείτε;
Μαίρη: Δύο ποτήρια λευκό κρασί.
Σερβιτόρος: Ευχαριστώ.
Μαίρη: Και εμείς!!
Μαίρη: ... Δεν είναι πολύ όμορφος χώρος;
Μανώλης: Ο χώρος καλός είναι, αλλά εμείς θα χορτάσουμε;
Μαίρη: Μα παράγγειλα ένα σωρό πιάτα!!!
Μανώλης: Καλά, αρτίδια! Με βλέπω στην πλατεία για δίπιτα.

(από nick, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπούρδα, βλακεία, απορία.

Γιατί δεν σκέφτεσαι πριν μιλήσεις ρε μαλάκα, μας τρέλανες στις αρχιδιές.

Βλ. και παπαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified