Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.
- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!
Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.
- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!
Got a better definition? Add it!
Κατά περίπτωση:
Ο νέος στρατιώτης, άρτι αφιχθείς στην Μονάδα κατά τις πρώτες του υπηρεσίες ως θαλαμοφύλακας (θαλαμόσκυλο).
Υποτιμητικός τίτλος για στρατιώτη (νεότερης συνήθως σειράς), ο οποίος το παίζει «στρατηγός». Συνηθισμένη περίπτωση: νέος υποδεκανέας ο οποίος επιδεικνύει το τσατσόσημό του.
- Φιλαράκο για πρόσεχε γιατί είμαι υποδεκανέας...
- Ρε σειρές, κόψτε τον ψαρά τον ανθυποαρβυλοφύλακα που νομίζει ότι έγινε Α/ΓΕΣ!
Got a better definition? Add it!
Αρτοσκευάσματα.
Όταν η συλλαβή -δια προφέρεται χωρίς συλλαβικά διαστήματα, υπάρχει ομοιότης λεκτική με την λέξη αρχίδια. (Άλλωστε οι δύο λέξεις διαφέρουν κατά ένα σύμφωνο.)
Χαρακτηρίζει καταστάσεις, πράγματα και τόπους.
Σερβιτόρος: Είστε έτοιμοι;
Μαίρη: Ναι. Λοιπόν. Ενα vegeterian roll με αγγούρι και ένα με σπαράγγι, μία σούπα από φύκια, ένα avocado maki... Α! και την σαλάτα με σπανάκι στον ατμό.
Σερβιτόρος: Τι θα πιείτε;
Μαίρη: Δύο ποτήρια λευκό κρασί.
Σερβιτόρος: Ευχαριστώ.
Μαίρη: Και εμείς!!
Μαίρη: ... Δεν είναι πολύ όμορφος χώρος;
Μανώλης: Ο χώρος καλός είναι, αλλά εμείς θα χορτάσουμε;
Μαίρη: Μα παράγγειλα ένα σωρό πιάτα!!!
Μανώλης: Καλά, αρτίδια! Με βλέπω στην πλατεία για δίπιτα.
Got a better definition? Add it!
Οι μαλακίες, τα ανούσια και περιττά λόγια.
- Και πώς περιμένεις να την ρίξεις ρε ηλίθιε, όταν για μία ώρα της μιλάς για τα ζώδια; Άσ' τις πούτσες και μπες στο ψητό!
Got a better definition? Add it!
Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.
Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!