Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.
Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!
Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.
Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.
Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!
Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.
Got a better definition? Add it!
Στην πολιτική σλανγκ επιρροή είναι ο άνθρωπος που ακολουθεί και επηρεάζεται από μία πολιτική οργάνωση χωρίς να είναι ενταγμένος σε αυτή. Για να χαρακτηριστεί κάποιος επιρροή μιας οργάνωσης δεν αρκεί απλά να τη συμπαθεί (συμπαθών) αλλά απαιτείται και ένας βαθμός σταθερής παρουσίας σε κινητοποιήσεις της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λέξη χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πολιτικό επηρεασμό και από συγκεκριμένο άτομο, όχι απαραίτητα δηλαδή οργάνωση.
1) Αύριο έχουμε πορεία, να βρούμε από σήμερα όλες τις επιρροές μας!
2) Στο πανεπιστήμιο ήμουν επιρροή της ΠΑΣΠ. Τώρα σύριζα χαλαρά!
3) Μεγάλη μορφή ο Μήτσος, πρέπει να έχει πάνω από πενήντα επιρροές ο θεούλης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).
Got a better definition? Add it!
Η ηλικιωμένη που έχει πολύ έντονα πάνω της τα σημεία της φθοράς, νομίζω εκ του τουρκικού ρήματος çürür= φθείρω.
Got a better definition? Add it!
Πολιτικό μπινελίκι νέας κοπής, εκ των μνημόνιο και μουνόπανο. Αναφέρεται σε αυτόν, που κατά τους χρησιμοποιούντες τη βρισιά, δεν θεωρεί το μνημόνιο απλώς ως ένα αναγκαίο κακό, αλλά γουσταίρνει κιόλας, πρόκειται για να το θέσω ως ινσέψιο, για το μνι που είναι μνη, για κάποιον που θεωρεί ότι στο Ελλαδιστάν δεν πρόκειται να δούμε ποτέ προκοπή έτσι κι αλλιώς οπότε η μοναδική λύση είναι κάποιος βούρδουλας απ' έξω, ή που τέσπα για οποιονδήποτε λόγο θεωρεί ότι το Μνημόνιο έχει παρεξηγηθεί, έχει και καλά σημεία κ.τ.λ. Στον πληθωρικό αντι-φιλελέ λόγο του Διαδικτύου τα μνημονόπανα συχνά συμφύρονται με τους φιλελέδες ή νεοφιλελέδες (το ίδιο κάνει) στο πλαίσιο φιλελέ-bashing (παρόλο που οι φιλελέδες θα ήταν εναντίον ενός μνημονιστάν), εξ ου και η ρομαντική έκφραση αριστερών προς τις γυναίκες τους σ' αγαπώ όπως ο φιλελές το μνημόνιο. Άλλες φορές τα μνημονόπανα δεν αξίζουν καν τη σύνδεση με μια οποιαδήποτε ιδεολογία, είναι απλώς τα μουνόπανα της ημέρας. Κυριολεκτικά φανταζόμαστε ένα μνημόνιο που αντί να έχει σχιστεί (έτσι κι αλλιώς να σχιστεί δεν προβλέπεται σύντομα, μάλλον να μετονομαστεί), χρησιμεύει ως μουνόπανο. Και μεταφορικά τον άνθρωπο που είναι τόσο ευτελής και ποταπός ώστε να παρομοιάζεται με κάτι τέτοιο.
Got a better definition? Add it!
Δεν αναφερόμαστε στο Μπαγκλαντές, αλλά στον μπαγκλαντέ, πρόκειται δηλαδή για έναν μειωτικό τρόπο να ονομαστεί ο μπαγκλαντεσιανός, ο εκ του Μπαγκλαντές προερχόμενος, ιδίως στον πληθυντικό: οι μπαγκλαντέδες. Με άλλα λόγια παρερμηνεύεται ηθελημένα το όνομα της χώρας Μπαγκλαντές σαν να ήταν ελληνικό αρσενικό ουσιαστικό σε -ες, πληθυντικός -έδες, πώς λέμε κουκουές / κουκουέδες, τζες/τζέδες ένα πράμα. Η ιδιότυπη αυτή ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα χρησιμοποιείται μειωτικά και ρατσιστικά συχνά από κοινού με το πάκης/ πάκηδες ή πάκι/ πάκια.
Got a better definition? Add it!
Είναι υποκοριστικό του γύφτος αλλά και το ανήλικο γυφτάκι.
Σημείωση: Με μπολντ κάποια συνώνυμα του "γύφτου".
Να λέμε εφεξής «χασαπόγυφτους» τους αιρετούς που αντιδρούν στην εγκατάστασή τους, «γιούφτους» αυτούς που τους στερούν την κοινωνική βοήθεια, «τσιγκενέ μαχαλάδες» τα αυθαίρετα που έχουν ρεύμα, νερό και λεονταράκι στην πόρτα των λευκών, αμώμων νεοελλήνων, και μπορείτε να διαλέξετε τίτλους και απονομές για τα ονόματα «αθίγγανος», «αράπης», «γυφτσέλι», «γύφτουλας» και τα λοιπά, που πλέον πρέπει να κοσμούν τις δικές μας συμπεριφορές, την αδιαφορία και τη γαϊδουριά.
Πηγή εδώ
Μήπως, συμπατριώτες μου, Αθηναίοι του κέντρου, αρχίσατε να καταλαβαίνετε λίγο περισσότερο τους γύφτους, που όταν ένα γυφτσέλι σκοτώνεται στην άσφαλτο μαζεύονται οργισμένοι και κάνουν θερινά τα σύνορα των συνοικιών τους; Ή δε χαμπερίζετε και τρέχετε σύμφωνα με τη μόδα και τους δήθεν ελληναράδες και τα ρίχνετε στους μαύρους και στους εξωτικούς που φταίνε για τη βίαιη εγκατάλειψή σας; (εδώ)
Μύριες φορές μιλώ και γράφω για γυφτσέλια, αράπηδες , φιλελέδες και εναλλάδες, διατεινόμενος πως υπερασπίζομαι την ιερή ασωτεία του Λόγου. (εδώ)
Η ράπ γενικά είναι πολυ περισσότερο κατανοητή στην Αμπχαζία, στα γυφτσέλια των Βαλκανίων, στους πορτογαλόφωνους γενικώς, σε τούρκους, μογγόλους (πολύ δυνατοί!) και σε ένα σωρό εξωτικούς. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
H στριπτιζέζ, η στρίπερ που κάνει αισθησιακό χορό στριπτίζ γύρω από σωλήνα σε σωληνάδικο. Συνώνυμα: λικνιτζού, τζου, τρύπερ, παιδί του σωλήνα, σωληνοκόριτσο. Η χρήση του β΄ συστατικού -κορη για να χαρακτηρίσει διαφορετικές εργάτριες του σεξ παρουσιάζει έναν ελαφρό σλανγιωτατισμό και ψιλοπαίζει και αλλού, βλ. λ.χ. και λαδοκόρη, ενώ συνηθέστερο είναι το -κόριτσο, όπως λ.χ. μπουρδελοκόριτσο, στουντιοκόριτσο.
Got a better definition? Add it!
πισωκόλλης, πισωκώλης
Βρισιά χυδαία για τον παθητικό ομοφυλόφιλο ή για τον θεωρούμενο υβριστικώς και σεξιστικώς ως τέτοιο. Νταξ, το πισωκώλης το λες και πλεονασμό και κοινό τόπο, όλοι πίσω μας τον έχουμε τον κώλο μας, προφ εδώ εννοείται ότι ο υβριζόμενος τον παίρνει από πίσω, από τον κώλο. Το βρίσκω σπανιότερα και με την ορθογραφία πισωκόλλης, προφ από τη σεξουαλική στάση πισωκολλητό. Ως βρισιά μπορεί να έχει τις διάφορες σεξιστικές σημασίες που έχει η βρισιά πούστης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που στο κεφάλι του έχει σκατά αντί για μυαλό, ο σκατόμυαλος. Η έμφαση είναι περισσότερο στο ότι έχει χαλάσει το μυαλό του, επειδή είναι και σκατόψυχος, είναι ένας κακός άνθρωπος, και λιγότερο σε μια σκατά εμφάνιση, όπως έχει ο σκατομούρης σκατομούτσουνος με σκατόφατσα. Σε σχέση με το σκατόψυχος, όμως, σημαίνει και ότι ως συνέπεια της σκατοψυχίας του, έχει χαλάσει το μυαλό του, έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια, ας πούμε. Δεν είναι δηλαδή μόνο θέμα ψυχικής διάθεσης, το έχει κάψει το μυαλό του. Στον γούγλη διαπιστώνω ότι λέγεται συχνά για ανθρώπους που έχουν σκατά πολιτική τοποθέτηση, και λόγω αυτής γίνονται σκατόψυχοι, είτε είναι ναζίδια,
είτε έχουν κάποια άλλη πολιτική τοποθέτηση, όποια, με την οποία διαφωνούμε. Αγγλιστί λέγεται shithead και είναι πολύ διαδεδομένη βρισιά.
Υπάρχει επίσης ένα παιχνίδι με τράπουλα με το ίδιο όνομα, το οποίο έχει έρθει και στην Ελλάδα (δες).
Got a better definition? Add it!