Πρόκειται για υπαρκτό διαδεδομένο ελληνικό επώνυμο, το οποίο, όμως, ανανοηματοδοτείται και χρησιμοποιείται για να μεταφέρει στα ελληνικά κάπως πιο φυσικά τον αγγλικό όρο mangina, εκ του man= άνδρας και vagina= μήτρα, ο οποίος σημαίνει σκωπτικά και αποδοκιμαστικά τον άνδρα που θεωρείται ως εκθηλυσμένος, ως έχων φεμινιστικές ανησυχίες λόγω εκθηλυσμού και ως μάταια κολακεύων τις θηλυκότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με το να παρουσιάζεται ως μη τοξική αρρενωπότητα, αλλά ως σύμμαχος (το θηλυκό αντίστοιχο στην τελευταία περίπτωση που παρουσιάζεται ως σύμμαχος των ανδρών ενάντια στις γυναίκες λέγεται pick me). Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι ο άντρας που κρύβει το πέος του ανάμεσα στα μπούτια του, ώστε να φαίνεται σαν να έχει αιδοίο.

Διαμαρτυρήθηκε ότι της έκανε κάποιος καμάκι στο νησί με παρενοχλητικό τρόπο και έχουν βγει όλοι οι μαγγίνες να τη γλείφουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος, μεταξύ άλλων, του TikTok, είναι η μόδα που εμπνέεται από το μπαλέτο.

Η ταινία του Λάνθιμου έχει balletcore στοιχεία.

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις σημαντικές λέξεις του 2023. Νεολογισμός που αποτυπώνει τη σύζευξη της πολιτικής (politics στα αγγλικά) με τη διασκέδαση (entertainment στα αγγλικά). Οι πολιτικοί καλούνται πλέον να προσφέρουν ψυχαγωγικό θέαμα κατάλληλο για τις νέες πλατφόρμες (κυρίως το TikTok). Στόχος η διεισδυτικότητα στην «απολιτίκ» Γενιά Ζ, που τα περισσότερα από αυτά που είδε τα βρήκε σούπερ κριντζ. Από το αγγλικό politainment.

Όταν ο μπουλντόζας ο Έβερτ έκανε πολιτέινμεντ, οι Αμερικανοί τρώγανε ρίζες.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθεί να σε αποτρέψει από το να καταναλώσεις ένα συγκεκριμένο προϊόν με το επιχείρημα ότι είναι ανήθικο. Επιτελεί δηλαδή τον αντίθετο ρόλο από τον ίνφλουενσερ.

Μας τα έχει κάνει τσουρέκια ο ντείνφλουενσερ με το διαρκές virtue-signalling του.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ελληνοποίηση του account, δηλαδή του λογαριασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

-Πώς πάνε οι προετοιμασίες για τον γάμο; -Προχωράνε -Πού βρίσκεστε τώρα, τι κάνετε; -E τώρα σβήνουμε ιστορικά στον chrome, διαγράφουμε δεύτερα και τρίτα ακάου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Συγχαρητήρια, εις την ιντερνετικήν ελληνικήν.
Από το αγγλικούν congratulations.

  1. Κονγκρατς σε Minerva Superduty, Rita Mosss, One Leg Mary , Ruined Families και σε όποιον/α ασχολήθηκε με αυτό το λάιβ. diy γαμώ την τρέλα μου

  2. τι μουσικαρες παιζετε! κονγκρατς! Μου αρέσει!

  3. Κονγκρατς σε οσους δουλεψαμε γι αυτο, κονγκρατς και στον ρουκουνα τον σακαρακα που μας εκμεταλλευτηκε και εχει τωρα και καποια ποιοτικα

  4. Anonymous asked: Really like your blog and url!! Κονγκρατς μαι λάβ <3. ωωωω ευχαριστω πολυ

  5. κονγκρατς για την επιλογη σου να βαλεις ποιηση απο μορισον,παντα πιστευα οτι ειναι απο τους καλυτερους αμερικανους ποιητες,μαζι με τον σμοκεϊ

  6. Όπως και να έχει κονγκρατς στα παιδιά και απολαύστε… όλες τις πλευρές του μονόλεπτου πρόμο.

κι άλλα τόσα
κι άλλα τόσα
όλα διαδιχτυακά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό μας διαδικτυακό shoutbox ή φωνοδοχείο. Ο όρος προέρχεται από σύντμηση του shoutbox < box < βοχ, όταν το πληκτρολόι είναι γυρισμένο στα ΕΛ.

- Όχι άλλο ξεκατίνιασμα στο βοχ - θα διαγράφονται ποσταρίσματα. (μήνυμα διαχειριστικής ομάδας σε βοχ)

βλ. και βτς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified