Στα καλιαρντά είναι η εβδομάδα που, το λέει κι η λέξη, έχει επτά ημέρες, jours στα γαλλικά.
Στα καλιαρντά είναι η εβδομάδα που, το λέει κι η λέξη, έχει επτά ημέρες, jours στα γαλλικά.
Got a better definition? Add it!
Παίζω μπαρμπούτι, παίζω ζάρια στα καλιαρντά.
- Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
- Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῇς, οὔφ...
- Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...). (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η τηλεόραση, εκ του κρύσταλλο και του γαλλικού ciné < cinéma < cinématographe (=κινηματογράφος), κάτι δηλαδή σαν ένα σινεμά μέσα στο κρύσταλλο που έχεις στο σπίτι σου. Συνώνυμο: κρυσταλλομπουρού.
- Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
- Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῆις, οὔφ...
- Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...). (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο Χάρος, ο θάνατος.
Εικάζω ότι φανταζόμαστε τον Χάροντα ως έναν άσπλαχνο, βίαιο νταβά- νταβατζή που παίρνει τη ζωή μαζί με όλες τις χαρές και τις λύπες της, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ηδονές και τις οδύνες, τις αγάπες και τα μίση ως ένα νταβατζιλίκι, αποδεικνύοντας ότι καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ζωής ήμασταν τα πουτανάκια του.
Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας, χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς, ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου. Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε. Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. (Η συνέχεια του καλιαρντογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη Η Λολό στην πιάτσα από το μυθιστόρημα Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010 στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το νεαρό τεκνό, ο νεαρός κίναιδος, καθώς μοντερνίζω σημαίνει είμαι γκέι. Η λογική είναι ότι οι εξελιγμένοι μοδέρνοι άνθρωποι, που την έχουν περάσει τη νεωτερικότητα, είναι και καλούα γκέι γιατί αυτό είναι ας πούμε πιο προχώ από το να είσαι ετεροφυλόφιλος, ή, έστω έχουν κάνει άουτινγκ και δεν είναι ντουλαπάτοι, όπως σε παραδοσιακές κενωνίες. Εφόσον έχει χαθεί αυτή η σημασία που δίνει ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971), τότε μπορεί και να σημαίνει ένα νεαρό τεκνό που νεωτερίζει (το τίγκαρα στους πλεονασμούς), που ακολουθεί τις τελευταίες επιταγές της μοδός, που έχει το βλέμμα στραμμένο στην Εσπερία για να αφουγκράζεται τις τελευταίες τάσεις και προχωρημενιές κ.ο.κ.
Είπα να μην πιάσω το μοντερνότεκνο και να το σφαλιαρώσω κατά τα προσήκοντα. (Από το Μπουντουσουμού).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.
Got a better definition? Add it!
Ο υπουργός της κυβέρνησης στα καλιαρντά. Από το ιταλικό ministro και το πουρό της ρομανί.
Πάλι θα κάνει μινιστροπουρό τη γιδοτεκνοσυντήρητη ο πρωτονταβάς;
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο μαζοχιστής, ο μαζόχας. Προέρχεται από το ντέζι (εκ του γαλλικού désirer= επιθυμώ, ποθώ) και από το ντουπ που σημαίνει το ξύλο (ηχομιμητικό). Δηλαδή αυτός ή αυτή που ποθεί να τρώει ξύλο.
Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο Τζιναβότοπος στα καλιαρντά, δηλαδή το Λονδίνο ως μία ομοφυλοφιλόφιλη πόλη, σύμφωνα με το στερεότυπο. Αντώνυμο: Μουτζότοπος είναι το Παρίσι.
Got a better definition? Add it!