Παραλλαγή τση βιζιτούς (άκα βίζιτας), τση προσφιλούς δηλαδής νίτσας που προσφέρει υπηρεσίες βίζιτας εν είδει ντελίβερι.

- δεν έχει βάλει στη άκρη τίποτα φράγκα η Τζενούλα από την εποχή που ήταν πιπατζού και βιζιτατζού? (δαμαί)

- Το λάϊφ στάϊλ της ψωροκώσταινας αντεπιτίθεται και προωθεί ώς πετυχημένη την κάθε πατσούρα- βιζιτατζού του ελληνικού τηλεμπουρδέλου και ως ισχυρό τον τελευταίο χλιμίτζουρα που πότε με λαμογιά πότε με τσιρίγματα επί της οθόνης, κατάφερε να ζεσταίνει με τον κώλο του ένα από τα βουλευτικά έδρανα. (τσαμαί)

Εκ του γαλατικού visiter και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοεπαγγελματικού προσδιορισμού -τζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ' αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους "κώδικα τιμής" (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.

Ο κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες. Από εδώ

Ο Ηλίας Βενέζης στην "Αιολική Γη"τους περιγράφει έτσι:

"Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. ...ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι...Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές."

Συνώνυμο: κοντραμπαντιέρης

Ετυμολογία (από Μιτζνούρ): κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη, από εδώ.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το τραγούδι "Κοντραμπατζήδες" του Κώστα Ρούκουνα, αγαπημένο τραγούδι του παππού μου, του καπτα-Μήτσου, που έκανε αυτή τη δουλειά στα νιάτα του.

Κοντραμπατζήδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάπτυστος και επαίσχυντος σλανγκισμός που αναφέρεται σε πάσχοντες από aids ή φορείς του HIV.

Η κατάληξη -τζής εξισώνει την πάθηση με κάποια επαγγελματική εξειδίκευση (π.χ. πατωματζής, μπογιατζής, βοθρατζής) ή κάποια πλευρά του χαρακτήρα (π.χ. αεριτζής, κοπανατζής) και προσδίδει μια απαξιωτική εσάνς.

Η χρήση του θα πρέπει να αποφεύγεται, όχι γιατι είναι politically incorrect (disclaimer: η σλανγκ απεχθάνεται τέτοιου είδους νεοφιλελέ αυτολογοκρισίες) αλλά γιατί προδίδει κακογουστιά, χαμηλή νοημοσύνη και πρώιμο χρυσαβγιτισμό.

- Ένας μύκητας που είναι εντελώς αθώος για έναν φυσιολογικό άνθρωπο μπορεί να αποβεί μοιραίος σε έναν ανοσοκατασταλμένο εϊτζή.
-Φτάνει η πούτσα σου στον κώλο σου, αούγκανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βοθρατζής, αυτός που εκκενώνει βόθρους, αλλά και κάθε ένας που λέει μαλακίες και είναι γεμάτος σκατά στην ψυχή του.

  1. Να μου θυμίσεις να πάρω τηλέφωνο τον σκατατζή, γιατί δεν πάει άλλο η κατάσταση στο εξοχικό. Βρωμάει όλη η γειτονιά!

  2. Έχει μαζέψει στο κόμμα του όλους τους σκατατζήδες και μας κάνουν και τους έξυπνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και ναισεόλας (κατά το παρτόλας;).

Αυτός που είναι αντίθετος στο πνεύμα της εορτής του «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου που γιορτάζουμε σήμερα, δηλαδή αυτός που λέει «ναι σε όλα», και είναι επομένως yes man, μειοδοτικός, ή και προδότης. Η έκφραση εννοεί κυρίως βουλευτές που υπερψήφισαν στο κοινοβούλιο τα Μνημόνια σε όλους τους όρους τους με την χαρακτηριστική φράση «ναι σε όλα», αλλά μπορεί να σημάνει και ευρύτερα τον μειοδοτικό προδότη που παραχωρεί τα πάντα.

Πάσα: Gatzman.

  1. ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΒΟΛΕΥΤΕΣ…
    ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ…
    ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΑΦΗΝΕΤΕ ΣΕ ΧΛΩΡΟ ΚΛΑΡΙ…
    ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΕΙΤΕ, ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΒΡΕΙΤΕ ΠΡΟΓΚΙΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΚΡΑΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΜΠΟΥΓΕΛΩΣΤΕ ΤΟΥΣ, ΠΑΡΤΕ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ. (Φωνακλάςεδώ).

  2. ΘΑ ΚΡΕΜΑΣΤΕΙΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΑΣ ΤΟΝ ΓΑΠ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ (Άλλος φωνακλάς εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβιτόρα που κάνει τα ρεπό των άλλων.

- Πώς πήγε το καλοκαίρι;
- Καααλά. Αθήνα έμεινα.
- Πήξιμο!
- Μπα, καλά ήταν, γνώρισα όλες τις ρεπατζούδες στα στέκια, είδα επιτέλους καναν καινούργιο κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified