Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαρχιώτης κίναιδος, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή αυτός που συντηρείται από επαρχιώτη εραστή- βουκολομπαρά. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά.

Ο Χότζας μας εξηγεί τις λεπτότερες αποχρώσεις των διαφορετικών όρων στα σχόλια του λήμματος γίδι: «Οι τζαζλές λέγανε την έκφραση γιδοτεκνοσυντήρητη για τη λούγκρα που είχε προστάτη-καβαλάρη κάποιον καράβλαχο, τον οποίον χαρακτήριζαν κατσικαδερό ή γιδερό (εξ ου και βλαχα-δερό), ενώ τον επαρχιώτη ομοφυλόφιλο (συνήθως ψηλό και γεροδεμένο ορεσίβιο) τον έλεγαν βλαχοντάνα».

  1. ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ που θα μου κανεις και υποδειξεις.γιδοτεκνοσυντηρητη. (Αποκατέ).

  2. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).

  3. EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία στα καλιαρντά, εκ του σεμνή αδερφή.

Πανε να ζησουνε τον έρωτα τους κι η Λιάνα η σεμναδερφή τους χέζει όλους και ψηφίζει επιτέλους στη βουλή για να δουν χαρά κι οι αδερφές. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πειναλέος κίναιδος στα καλιαρντά.

  1. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε ὀλα………(Αποκατέ).

  2. Τ ε χ ν ι κ ό ς (μοιρολατρικά αλλά και κάπως εκνευρισμένα): «Φέρτε μου τη γιατρεμένη μπιτζανού». (Μπάροουζ- Γυμνό Γεύμα).

Σκίτσο από το Ola de Palabras (από Khan, 15/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό και υποκοριστικό του τεκνό (<ρομανί λέξη tikno= μικρό). Πρόκειται δηλαδή για το πιπίνι, για το λολιτάκι, για το μουνίδιον που είναι στα ντουζένια του, για τη νίτσα μουνίτσα.

  1. Τι μου λες;; Δηλαδη είναι πιπινουαρ γκόμενα, τεκνιτσα που κουναει κωλο στο ρυθμο και φοραει μαβιες μποτες, γκετες , τιραντες, σκουφι με φουντα, γαντια με κομμενα δαχτυλα και παντελονι με το σκισιμο πανω στο μπουτι σαν αυτό που το ειδε η μανα μου και το μπαλωσε κι αλλαξε πεντε χρωματα από την τσατιλα της η ξαδελφουλα μου;; (Εδώ).
  2. Μου την έχει καρφώσει με μια τεκνίτσα!! (Ατάκα του Μάνθου από τη σειρά "Κωνσταντίνου και Ελένης", αλιευθείσα από το Φέισμπουκ).

Ο όρος περιλαμβάνεται στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (Αθήνα, 1971), όπου λέγεται ότι σημαίνει όχι μόνο τη μικρούλα, αλλά και τον νεαρό κίναιδο.

Ακόμα, την πολύ μικρής ηλικίας gay, τον «πουστράκο», τον λένε «τεκνίτσα». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, είναι ο κίναιδος που προκαλεί κρότο γύρω του, είτε διά του κραξίματος, είτε διά των κροτάλων, του ντεφιού και της Αποκριάς που είναι η χαρά του, είτε διά των επιδοκιμασιών διά την εμφάνισή του, είτε δι' άλλον τινά λόγον.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ "Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω". (Ο τιτανοτεράστιος Αἷας αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το νεαρό τεκνό, ο νεαρός κίναιδος, καθώς μοντερνίζω σημαίνει είμαι γκέι. Η λογική είναι ότι οι εξελιγμένοι μοδέρνοι άνθρωποι, που την έχουν περάσει τη νεωτερικότητα, είναι και καλούα γκέι γιατί αυτό είναι ας πούμε πιο προχώ από το να είσαι ετεροφυλόφιλος, ή, έστω έχουν κάνει άουτινγκ και δεν είναι ντουλαπάτοι, όπως σε παραδοσιακές κενωνίες. Εφόσον έχει χαθεί αυτή η σημασία που δίνει ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971), τότε μπορεί και να σημαίνει ένα νεαρό τεκνό που νεωτερίζει (το τίγκαρα στους πλεονασμούς), που ακολουθεί τις τελευταίες επιταγές της μοδός, που έχει το βλέμμα στραμμένο στην Εσπερία για να αφουγκράζεται τις τελευταίες τάσεις και προχωρημενιές κ.ο.κ.

Είπα να μην πιάσω το μοντερνότεκνο και να το σφαλιαρώσω κατά τα προσήκοντα. (Από το Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε προέκταση του άλλου ορισμού για το τριχωτό του εφηβαίου είναι η λεσβία και μάλιστα αυτή που έχει τα στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται μούντζα ή φαμ ή γυναικάκι.

Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).

Got a better definition? Add it!

Published

Από τη λέξη της Ρομανί mindž, που σημαίνει το αιδοίο, είναι έκφραση των καλιαρντών για τη γυναίκα, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και για τη λεσβία που έχει στερεοτυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά, που είναι φαμ ή γυναικάκι. Ο αντίθετος αρρενωπός ρόλος λέγεται τζίβα ή μπουτς ή νταλίκα.

Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).

Got a better definition? Add it!

Published