Το συγκεκριμένο πρόθεμα προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και δηλώνει την έννοια του «μακριά». Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης κυρίως στην Αγγλική και στη Γαλλική γλώσσα στη σύνθεση λέξεων οι οποίες περιέγραφαν εφευρέσεις οι οποίες κυρίως έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επικοινωνούν από μακρινές αποστάσεις, π.χ. telegraph, telephon, television. Επειδή αυτές οι λέξεις είναι συντεθειμένες από ελληνικές ρίζες, ευκολότατα εισήχθησαν στην ελληνική γλώσσα ως αντιδάνεια. Έτσι έχουμε τους πασίγνωστους όρους «τηλεόραση», «τηλέφωνο», «τηλέγραφος» κλπ.

Η σλανγκική όμως έννοια του προθέματος τηλε-,την οποία πραγματεύεται το παρόν άρθρο, συνίσταται κυρίως στη χρήση του προθέματος στην τηλεόραση και κατ' επέκτασιν με τη μεταφορά του σε άλλες λέξεις οι οποίες χαρακτηρίζουν ανθρώπους με μία ελαφρώς ή και εντόνως μειωτική χροιά.

Μπορεί τα τελευταία χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων να είναι εξοικειωμένη με αυτό το επικοινωνιακό μέσο, αλλά η έννοια της τηλεόρασης, ιδίως την τελευταία εικοσαετία με την είσοδο των ιδιωτικών σταθμών, έχει καταστεί συνώνυμη στο υποσυνείδητό μας με έννοιες όπως η παρακμή, η ρηχότητα και η κιβδηλότητα και κατ' αυτόν τον τρόπο οτιδήποτε προβάλλεται (ιδίως όταν αυτό συμβαίνει πολύ συχνά) από το συγκεκριμένο μέσο, φαίνεται να αποκτά αυτές τις ιδιότητες.

Έτσι, το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, καθ' όλα σεβαστό κατά τ'άλλα, όταν πάρει το πρόθεμα τηλε- γίνεται μειωτικός όρος και, όπως γνωρίζουμε, χρησιμοποιείται κυρίως από όσους θέλουν να μειώσουν τον Άδωνι Γεωργιάδη ο οποίος μέσω της εκπομπής του έκανε αυτό το επάγγελμα. Αντίστοιχα, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για διάφορους οι οποίοι κάνουν οικονομολογικές αναλύσεις μέσω τηλεοράσεως ιδίως τα τελευταία χρόνια με το πρόβλημα της κρίσης ή τους μάγειρες οι οποίοι παρουσιάζουν εκπομπές μαγειρικής αλλά και άλλες περιπτώσεις.

Με λίγα λόγια, υπάρχει η συνυποδήλωση ότι στην πραγματικότητα όσοι παίρνουν αυτήν την ιδιότητα αντιμετωπίζουν το θέμα τους ως ένα τηλεοπτικό προϊόν το οποίο θέλουν να προωθήσουν στους καταναλωτές. Αυτό βέβαια συμβαίνει επειδή η ιδιωτική τηλεόραση στηρίζει τη χρηματοδότησή της από τις διαφημίσεις και ως εκ τούτου τίποτα δε γίνεται από αγνό ενδιαφέρον για το κάθε αντικείμενο, αλλά μόνο και μόνο για οικονομικούς σκοπούς.

Όπως είπα και πριν, ο μειωτικός τόνος τον οποίο προδίδει σε κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα αυτό το πρόθεμα, δεν είναι πάντοτε ο ίδιος και αυτό εξαρτάται από τα συμφραζόμενα τα οποία χρησιμοποιεί ο κάθε ομιλητής. Ενδεχομένως, κάποιες φορές να μην υπάρχει καν μειωτικός τόνος, όπως παραδείγματος χάριν στη λέξη «τηλεπαρουσιαστής». Εγώ πάντως στέκομαι περισσότερο στις περιπτώσεις όπου η χρήση είναι τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.

Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...

Από μικρός στα βάσανα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Γιά πελάτες που είναι γάτες... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεχειριστήριο κάποιας συσκευής, π.χ. τηλεόρασης. Χρησιμοποιείται για να «κουμαντάρει» την εκάστοτε συσκευή εξ αποστάσεως.

Φέρε 'δω το τηλεκουμάντο γιατί αυτά που βάζεις δε βλέπονται με τίποτα... Θα κάνω εγώ πρόγραμμα...

(από protnet, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μπορεί χωρίς την ημερήσια δόση του από τα σκουπίδια της tv και τις ειδήσεις του τρίπτυχου σεξοσκάνδαλο-ληστεία-ακρίβεια. Ο τηλετζάνκι. Συνήθως άτομο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Η κατάσταση του υποκειμένου λέγεται «τηλεμαστούρα». Στοιχίζει φτηνότερα από το μπαφάκι, αλλά πολλές φορές είναι μπουρούχα.

Η δικιά μου είναι τηλεμαστούρω. Με ένα «Sex & the city» και λίγο «Aξίζει να το δεις» έχει κλείσει.

Πουτσίλα μυρίζει... Πάλι καλά που δεν το είχε βάλει στον κώλο του, ο τηλεμαστούρης... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «αυτός που πολεμάει από μακριά», βλ. και τηλεόραση, τηλεκουμάντο κ.ο.κ.

Στην εποχή μας περιγράφει τον δειλό που τσαμπουκαλεύεται να τσακώνεται με όλον τον κόσμο στο Ίντερνετ εκ του ασφαλούς PC του, λ.χ. e-λληνάρα.

Με λίγα λόγια αυτό που ο Χαλικούτης όρισε ως pussy-fighter σε σχόλιο στο λήμμα μουνομάχος.

Σε φόρουμ που πόσταρα, ένας είχε επίτηδες το νικ «Τηλέμαχος», επειδή του άρεσε να γκρινιάζει για τα πάντα και να τσακώνεται επιθετικά με όλον τον κόσμο. Είχε πάντως χιουμοριστική αυτογνωσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημιστικά ο μαϊντανός, που ξημεροβραδιάζεται στα παραθύρια και τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες.

-Με συγχωρείτε, κύριε Ευαγγελάτο, αλλά θα πρέπει να με αποδεσμεύσετε από την συζήτηση, γιατί πρέπει να είμαι και σε μια συζήτηση σε παραδίπλα παραθύρι.
Θεατής: Πω πω, πολύ τηλεπερσόνα την έχει δει ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified