Κάτι είναι ή δεν είναι μακετό, ανάλογα με με το αν πείθει ή όχι ως πραγματικό και όχι μακέτα, ή μακέτο.
Μορφικά το μακετό θυμίζει το μαχητό, διαβλητό, επιθυμητό κλπ, στο θηλυκό όμως δεν έχει...

Δεν υπάρχει εδώ τίποτα που να είναι μακετό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος φατσοβιβλικού ανορθογραφισμού εφήβων νέας κοπής. Βασικός κανόνας: κόβονται όσο περισσότερα φωνήεντα γίνεται, με αποτέλεσμα η γραφή να φέρνει προς Φοινικικό αλφάβητο. Ενίοτε συνδυάζεται και με στοιχεία γκρηκλισμού.

Αφιερώνεται στην τρεντογλωσσού mariahomorfi, όπου κι αν βρίσκεται.

σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

(Τυπικό παράδειγμα από το φουβού)

(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ιστιότοπος.

Πρόκειται για νεόκοπη σλάνγκεψη του site. Κατεγράφη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2010 από τον χρήστη Hodjas εδώ και υιοθετήθηκε με θέρμη από την σλανγκική κοϊνότητα. Κανείς δεν γνωρίζει εάν προϋπήρχε της ιστορικής αυτής εκπωματώσεως.

- Πώ ρε πούστη! Τα πάντα όλα έχει το σάη! Εκφράσεις και γλώσσες απο ιταλική μέχρι μοσχαρίσα...
(η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του Hodjas)

- Οι πιο πολλοί στο σάη με λένε αλλίβε. Το alli είναι μη συνταγογραφούμενο ντεμέκ φάρμακο αδυνατίσματος.
(αλλιβέ, καθώς διαπραγματεύεται τις διακοπές του με τον ιατρικό επισκέπτη)

- άσ' τον. έχει πάρ' απ' ολά να δώσει στο σάη μ' αυτην την ιστορια
(τζίζας, απευθυνόμενος εκνευρισμένα στον αθηνέζο Hodjax)

- Ακολουθεί βαρυσήμαντος τοποθέτησις. Δυο λόγια για το πώς βλέπω το σάη πρώτα και μετά τα βαθμολογικά.
(χαλικούτσης, εκειά)

- ομολογώ ότι όταν πρωτοείδα το λήμμα σκέφτηκα ότι κάτι τ. φραπεμανία ξαναχτυπά το σάη, αλλά το καταχάρηκα όταν διάβασα τον ορισμό
(ηρωνίκ, χαϊδεύοντας την γάτα της)

- Άν όμως δεν ήταν οι δικές σου φιλοσοφίες και συζητήσεις δύσκολα θα είχα κολλήσει με το σάη. (ζανουάρ, απευθυνόμενος à son petit chou σε κάποιο μη ευκλείδειο χώρο)

Ο Σλανγκοπατέρας = Σάη Μπάμπα (από HODJAS, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως ο ασιγματισμόσ, ο ατονισμος, ο ανορθογραφισμός, ο πολυτονισμός. Επειδή γίνεται κυρίως για λόγους ευκολίας, μοιάζει πιο πολύ με τους δύο πρώτους. Ο ορισμός του γκρηκλισμού είναι να βαριέσαι ανυπόφορα να κάνεις το ταυτόχρονο Αλτ-Σιφτ (όπως εγώ τώρα) κι έτσι είτε 1) Να γράφεις ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες, είτε 2) αγγλικά με ελληνικούς.

  1. α) Η πρώτη περίπτωση πολλές φορές λειτουργεί ως το καμουφλάζ του ανορθόγραφου. Δηλαδή ένας που δεν μπορεί να ορθογραφήσει, αντί να πάρει μια γενναία στάση και να ενταχτεί στο κίνημα του ανορθογραφισμού προασπίζοντας τα πιστεύω και τα ταξικά συμφέροντα των ανορθόγραφων, κρύβεται πίσω από τα γκρήκλις, όπου τα γράφει όλα «i» και «o», και καθάρισε!

β) Όσοι δεν είναι ανορθόγραφοι, γράφουν το ωμέγα ως «w», το ήτα ως «h», το χι ως «x», το θήτα ως οκτώ «8», και το ξι αναλυτικά ως «ks», κι ενώ καταργούν έτσι κάθε κανόνα φωνολογικής αντιστοιχίας, μπορεί και να κατηγορήσουν κάποιον που δεν το κάνει ως «ανορθόγραφο».

γ) Μια τρίτη κατηγορία είναι οι αρχαιόκαυλοι γκρηκλιστές. Αυτοί απεχθάνονται τα γκρήκλις, αλλά είτε λόγω προκεχωρημένης ηλικίας, είτε επειδή ζουν στην κοσμάρα τους, είναι τραγικοί e-tard και δεν έχουν μάθει την ύπαρξη των πλήκτρων Αλτ-Σιφτ. Αλλά επειδή απεχθάνονται την δεύτερη φράξια, ακολουθούν την επιστημονική φωνολογική μεταγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα λατινικά. Δηλαδή: Οι πιο μετριοπαθείς γράφουν το ήτα ως «e» και το ωμέγα ως «o», οπότε βρίσκονται σε διαμάχη με την δεύτερη φράξια για το ποιος ορθογραφεί. Οι πιο ακραίοι θέλουν να δηλώσουν και την αρχαιοελληνική ποσότητα των φωνηέντων, οπότε γράφουν το ήτα ως «ee» και το ωμέγα ως «oo». Οι ακόμη πιο ακραίοι είναι ταυτοχρόνως γκρηκλιστές και πολυτονιστές, οπότε προσθέτουν και ένα «h», για να δηλώσουν την δασεία, ενώ χρησιμοποιούν και υπογεγραμμένη ως παραγεγραμμένο «i»! Λ.χ. η λέξη «ερμηνεία» θα γραφεί από αυτούς ως «hermeeneia», το «δόξα τω Θεώ» θα γραφεί «doxa too Theooi» κ.ο.κ. Εννοείται ότι αυτοί λοιδωρούν τα οκτάρια θήτα από τις άλλες φράξιες και τις υπόλοιπες συμβάσεις τους.

δ) Ένα άλλο είδος είναι ο υβριδικός γκρηκλιστής που δεν έχει κανόνα και χρησιμοποιεί όποια σύμβαση του καυλώσει ανά πάσα στιγμή. Λ.χ. δεν έχει ιδεολογικό πρόβλημα να γράψει «tha epi8umousa na ypodeixo» ανακατεύοντας συμβάσεις από όλες τις φράξιες. Συναφές ζήτημα είναι αν το ύψιλον γράφεται με «u» ή με «y».

2) Το αντίστροφο είδος είναι ο γκρηκλιστής που βαριέται να γυρίσει το πληκτρολόγιο από τα ελληνικά στα αγγλικά. Έτσι γράφει στα ελληνικά τα αγγλικά ονόματα ή και εκφράσεις, όπως «σο», «το καλύτερο έβερ», «πρόπαμπλυ», «γουάτσοέβερ», «λολ», «λόλσομ», «φακ» κ.ο.κ. Αν είναι αυτοσαρκαστικός θα διανθίσει για ξεκάρφωμα τον λόγο του και με τα «παρεπίπταμπλυ» και «ανπέκταμπλ» κ.ο.κ. Ο τοιούτος γκρηκλιστής βολεύεται πολύ από τις καθαρευουσιάνικες ελληνοποιήσεις λ.χ. «Σακεσπύρος» για τον «Shakespeare», «Αμστελόδαμον» για το «Άμστερνταμ» κ.ο.κ. Επίσης, από τις σλανγκικές τοιαύτες, όπως δωδ, φατσοβιβλίο, σωλήνας κ.ο.κ.

Το παρόν λήμμα δεν προτίθεται να καλύψει τις περιπτώσεις γκρηκλισμού των ελληνισμών που μεταφράζονται στην αγγλική ομιλία, ή αντιστρόφως των ελληνοαμερικάνικων, που καλύπτονται σε άλλα λήμματα ενδελεχώς βλ. λ.χ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.

Σλανγκασίστ: Mes.

  1. Έστωσαν πέντε γκρηκλιστές διαλεγόμενοι σε κουβεντοδωμάτιο για τις αντίστοιχες φράξιες, όπου:
    1.α.= Λάουρα.
    1.β.= Λίλιαν
  2. γ. = Επαμεινώνδας
  3. δ. = Αμαλία.
  4. = Μένιος.

Λάουρα: Ax ti oraia perasame x8es sto retire, itan iperoxa!
Αμαλία: Ne, ki egw perasa 8aumasia, pote tha to ksanakanoume to xeskisma;
Μένιος: Παρεπτίπαμπλυ, μιλώντας για ξέσκισμα, πολύ φάκαμπλ αυτή η φίλη σου, η Καλλιόπη! Το καλύτερο σουίνγκερ φακ έβερ! Πραγματικά ανπέκταμπλ! Σο, μπορείς να μου φοργουορντάρεις το εμαίιλ της; Ή την διεύθυνσή της στο φατσοβιβλίο; Ή ο,τιδήποτε γουατσοέβερ...
Λίλιαν: Menio, ti einai auta pou les sthn kopela; 8a h8eles mhpws na arxisoume ki emeis na zhtame ta emails twn agoriwn me tis ompreles;
Επαμεινώνδας: Meen sugxuzesthe agapeetee mou Lilian. Tooi onti eeto thespesia ee korasis! Me ekane na thumeethoo ta neiata mou, hotan hupeerksa xipees. Ta deonta teei mamai sas, despoinis Amalia.

kai outoo katheksees, kai outo ka8exis, kai outw ka8ekshs, ετσέτερα ετσέτερα...

  1. (Στο φόρουμ του Αθηνοράματος, ανάρτηση γκρηκλιστί ενός κριτικού με αυξημένο δείκτη σλανγκικής ευφυίας, για την ταινία «Daisy» του Wai-Keung Lai):

Daisy is a cataplectic and catapeltic, detectivic, caramelodramatic, psychocathartic, hard-Koreatic, engangsteric, hyperrelativistic esoteric movie in an exoteric co-prototypic tensor product environment hyperfocusing on Jeon, a deadendstreeting artist, painting Heineken bottles in the port of Amsteldamned-if you do, Zaglodvan damned if you dont you forget about me, kikiriki kee, o protokotos to kikirikoy ekbaleto. [...] Protoclassatic acting, zoopanegyris of the senses, philosophistication of Aegina, [...]ο σχιζοφρενής Κορεάτης μες στην οθόνη, όλος ο Κορεάτικος κινηματογράφος έχει βγει από εκπομπή της καραμουζοπάνια, αλλά προ Χαρδακαρβέλα, Χαράδρα, Καραβέλα,ας Χαρδαβελάξουμε Μά-αύ-ρηηηη, Μαύροι με βρακοπαντέλονα απ' τα πάνω Πετράλωνα. Θέλω να πώ, ο έγκριτος σκηνοθέτης Αντριου Καταφερτζαφέρης Λάου κάνει μπέ-ε-ε-ε και ξέρει τι κάνει ή κουτουλάχιστον έτσι φαντάζομαι.

Αντίθετο: engreek.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της νεοελληνικής μεταγραμματικής. Ο χρόνος που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα που συνέβησαν πρόπερσι, και πιο γενικά στο απώτερο παρελθόν.

Ξεσκότα μας μωρέ με τις ιστορίες σου, μας έχεις πεθάνει στον προπερσυντέλικο. Γέρασες και σου μείναν περασμένα μεγαλεία απ' όταν έκανες καφρίλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξύ του συγκριτικού βαθμού και του υπερθετικού, υπάρχει ένας μάλλον άγνωστος βαθμός, ας τον πούμε συγκριτικότερο, ο οποίος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Στην περίπτωση του επιθέτου καλός η κατάσταση (θεωρητικά) έχει ως εξής:

καλός >>> καλύτερος >>> κάλλιστος (ή άριστος)

Επειδή ο νεοέλληνας δεν μπορεί με τους τρεις αυτούς βαθμούς να κάνει δουλειά, αρέσκεται να χρησιμοποιεί και το «πιο καλύτερος", κατά τα πρότυπα του «πιο καλός» που είναι εναλλακτική μορφή του «καλύτερος». Αλλά μεταξύ μας, το «πιο καλύτερος» κάνει λίγο βλάχικο, λίγο τα ελληνικά δεν είναι και το φόρτε μου ρε αδερφέ... Enter καλυτερότερος: Εύηχο, περιγραφικό, με σωστές αποστάσεις από τους όμορους βαθμούς, μέγκλα, τζαμιροκουάι ρε παιδί μου.

Σημείωση: Προφανώς ο συγκριτικότερος βαθμός δεν ισχύει μόνο για το καλός, -ή, -ό, αλλά για πλείστα όσα επίθετα, διευρύνοντας τα όρια της ελληνικής γλώσσας ακόμα περισσότεροτερο. Παραδείγματα ακολουθούν παρακάτω.

1
- Γαμάτο το ταβερνάκι μωρό μου.
- Στα καλυτερότερα σε φέρνω μανίτσα μου. Παίζει καμία πιπίτσα αργότερα;

2
ΨΗΛΟΣ >>> ψηλοτερότερος
ΜΑΚΡΥΣ >>> μακρυτερότερος
ΚΟΝΤΟΣ >>> κοντυτερότερος
ΜΑΛΑΚΟΣ >>> μαλακοτερότερος
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ >>> βασιλικοτερότερος
ΚΑΚΟΣ >>> χειροτερότερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέρουμε όλοι τον παλαιοπώλη, τον παγοπώλη και τον παντοπώλη. Και σίγουρα έχουμε μπει σε κρεοπωλεία, καπνοπωλεία και καφεζυθοπωλεία. Είναι δε πλέον και πολύ πιθανό να συχνάζουμε σε κάποιο μεζεδοπωλείο - σχετικά νεόκοπο αυτό αλλά απολύτως καθιερωμένο πια.

Η ευελιξία των καταλήξεων -πώλης, -πωλείο είναι απεριόριστη και η χρησιμότητα τους για τους λεξιπλάστες ανεξάντλητη. Σχεδόν όποιο ουσιαστικό και να κολλήσεις μπροστά θα βγει, πάνω κάτω, νόημα - και την ίδια στιγμή θα έχει δημιουργηθεί μια καινούργια λέξη που θα περιγράφει, θα αποσαφηνίζει, θα ειρωνεύεται ή και θα φαντάζεται κάποια μεταπρατική δραστηριότητα ή αυτούς που την ασκούν.

Σε λεξιπλασίες αυτού του τύπου καταφεύγουμε συχνά για διάφορους λόγους - και ιδού μερικοί από τους λόγους αυτούς και ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • δεν υπάρχει όρος που να εκφράζει την έννοια, ή τουλάστιχον΄όχι μονολεκτικά - π.χ. στοιχηματοπώλης αντί για πράκτορας στοιχημάτων ή μπούκις, ή καρτοπώλης αντί για πωλητής καρτών κινητής τηλεφωνίας, ή/και
  • κρίνουμε ότι απαιτείται μια δόση δηκτικής ειρωνείας - αλλά, σε ένα σχετικά κόσμιο - π.χ. ρουσφετοπωλείο αντι για το πολιτικό γραφείο βουλευτή, ή κηδειοπώλης αντί για ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, εργολάβος κηδειών ή κοράκι, ή τσοντοπωλείο αντί για ερωτικό βίντεο κλαμπ ή sex shop, ή/και
  • θέλουμε να δώσουμε μια λόγια επίφαση σε κάτι καθημερινό και μπανάλ - π.χ. σουβλακοπώλης αντι για σουβλατζής με παρόμοια λογική με το σουβλακερίαντί για σουβλατζίδικο, ή/και
  • αυτό μας ζητούν είναι άκαιρο, εξεζητημένο, παράλογο - βλ. παραδείγματα κάτωθι, και
  • απλώς θέλουμε να κάνουμε τον έξυπνο

-πώλης, -πωλείο = το τέλειο εργαλείο ... και φτιάχτο μόνος σου

  1. - Θέλω μπισκότοοοο ...
    - Τάκη, το παιδί θέλει μπισκότο ...
    - Κι εγώ τι θες να κάνω;
    - Να πα να του πάρεις ...
    - Τέτοια ώρα; Τέτοια ώρα, όλοι οι μπισκοτοπώλες έχουν κλείσει ...

  2. - Αχ, ένα ταγεράκι που φορούσε η Νικόλ Κίντμαν ... αλλά, πού να βρεις τέτοιο εδώ ... Παρίσι μόνο ...
    - Έτσι είναι, Ελίζα μου ... ταγεροπωλεία της προκοπής μόνο Παρίσι βρίσκεις ... άντε και Μιλάνο ... (κούνια που σε κούναγε, μωρή μπάζο ...)

  3. - Ξέρεις, Μήτσο μου, μ'αρέσεις ... αλλά εγώ δεν θέλω αυτές τις σχέσεις της μιας βραδιάς ... έγω θέλω μια σχέση σοβαρή ... θέλω δεσμό ...
    - Εντάξει, ρε μανούλα μου ... αύριο πρωί που θ' ανοίξουν τα δεσμοπωλεία θα πάω να σου πάρω έναν ... Τώρα θα κάτσεις για όχι ... έτσι να στον ακουμπήσω λίγο ... όχι τίποτα δύσκολο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αρχαία ελληνική έκφραση «εις τας όρχας».

- Μαλάκα, δεν εχω λεφτά.
- Στας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified