Ουσιαστικοποιημένο ρήμα, όπως τα ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο γαμώ και δέρνω. Δηλώνει τον άνθρωπο που έχει μεγάλη αίσθηση του δύνασθαι, που δεν μασάει την πούτσα του. Οι τοιούτοι είναι συχνά ακαταμάχητοι στις γυναίκες.

Πάσα: Χότζας.

- Πώς την έχει δει ο κοντοστούπης που την πέφτει στο θεόμουνο; - Γιατί, έχεις πρόβλημα; Αφού είναι ο μπορώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικά ονομάτων που είτε αναφέρονται άμεσα στα γεννητικά όργανα ενός άντρα, ή κατεπέκταση στον άντρα σε άμεση συνάρτηση με σεξουαλικά του χαρακτηριστικά. Πολλά από τα σύνθετα που προκύπτουν χρησιμοποιούνται και γενικότερα ως βρισιές.

Από τα συνώνυμα του πέους που βρίσκουμε στο οικείο λήμμα του τζίζα, βλέπουμε ότι οπωσδήποτε δεν έχουν όλα την ίδια παραγωγική ισχύ ως βήτα συνθετικά, και τα περισσότερα καθόλου.

Συγκεκριμένα, το ίδιο το πέος ενγένει δεν χρησιμοποιείται, εκτός απ' το εδραιωμένο λογοπαίγνιο ευρωπέος, ενώ και το κλασικό πουλί αποφεύγεται (στη μορφή -πουλος θα υπήρχε μάλλον σύγχυση με το βήτα συνθετικό -όπουλος, αλλά ούτε και ως -πούλης ακούγεται συχνά). Επίσης, το αρχίδι (δεδομένου και του παράγωγου αρχίδας) σχηματίζει κυρίως απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ενώ το παπάρι (που σημαίνει καί «αρχίδι» καί «πέος») δεν χρησιμοποιείται.

Κατά τα άλλα, χρησιμοποιούνται το καυλί και ο πούτσος, αλλά η παραγωγικότερη δυάδα φαίνεται να είναι η ψωλή και το τσουτσούνι, το πρώτο μάλλον λόγω συντομίας, αλλά και το δεύτερο χάρη στις παιδικόφερνες συνδηλώσεις του θα έλεγα.

Τέλος, με λίγες εξαιρέσεις (όπως λαχταροψώλα και ξεψώλι), δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται τα βήτα συνθετικά του πέους για να σχηματίσουν χαρακτηρισμούς σε άλλο γένος από το αρσενικό.

Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί σε οικεία λήμματα.

Κοινωνιογλωσσολογική πίπα

Μία απλή σύγκριση με τη χρήση του βήτα συνθετικού -μούνα για γυναίκες πείθει για τη φαλλοκρατία που χαρακτηρίζει τη σημερινή ελληνική γλωσσική πραγματικότητα: η γυναίκα μπορεί να αναχθεί ολόκληρη στο πράμα της, αλλά ο άντρας όχι. Για μια γυναίκα μπορεί κανείς να μιλάει υιοθετώντας σιωπηρά την άποψη περί «άχρηστου κρέατος γύρω-γύρω» (δες τα σχόλια εδωπέρα), για έναν άντρα όχι.

Για παράδειγμα, μπορούμε άνετα να πούμε «κουλτουρομούνα» για την κουλτουριάρα αλλά δεν θα πούμε «κουλτουροψώλης» για τον κουλτουριάρη, ή λέμε «αρχοντομούνα» για την αρχοντογυναίκα, αλλά δεν θα πούμε ποτέ «αρχοντοψώλης» για τον αρχοντάνθρωπο (προσέξτε και εδώ το βήτα συνθετικό!). Και τα λοιπά.

Θα 'ταν ευχής έργον να εντοπιστεί η πρώτη χρήση του -μούνα ως ταυτόσημου με το -γυναίκα. Να ξέραμε πότε και πώς άρχισε το πράμα βρ' αδερφέ. Αν μη τι άλλο, ώστε ν' αποτρέψουμε να γίνει το ίδιο και για το υπερπανίσχυρο φύλο των πέντε ηπείρων και των εφτά θαλασσών...

Δες και -καυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί της κλητικής, κύριε.

Προσφώνηση για άντρες, κυρίως αγνώστους, όχι ιδιαίτερα ευγενική αλλά ούτε και εντελώς απρεπής. Χρησιμοποιόταν από παλιά για να εκφράσει μια συγκρατημένη ενόχληση, σε συνδυασμό όμως με την τήρηση των αποστάσεων. Δεν είναι τόσο οικεία ώστε να υπονοεί πρόκληση σε καβγά, αλλά δε λέει όχι και σε μια μικρή λογομαχία. Σχετικά αντίστοιχο για γυναίκες είναι το «μαντάμ» ή «μανδάμ».

Σήμερα πλέον το «κύριος» το λένε ακόμη και μαθητές προς τον καθηγητή, χωρίς κατ' ανάγκην πρόθεση πρόκλησης.

Κατ' αναλογίαν έχει βγει και το «φίλος» (=φίλε), που μπορεί να είναι απολύτως κόσμιο και φιλικό.

Σημείωση: Γενικά η χρήση ονομαστικής αντί κλητικής, που εκ των πραγμάτων μπορεί να γίνει μόνο σε αρσενικά, εκφράζει μια απόσταση. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό, π.χ. «Νέος! Παπαδόπουλος! Λοχίας!»

  1. Άντε ρε κύριος, μια ώρα στο φανάρι!

  2. Κύριος, να πάω τουαλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που παράγει επίθετο από όνομα, -ειδής, -ίστικος. Χρησιμοποιείται τυπικά (α) όταν δέν υπάρχει δόκιμος τύπος επίθετου (συνήθως για να σχηματίσει επίθετα από ξένα ονόματα), (β) υποτιμητικά (όπου μπορεί χάριν ρίμας να συνοδεύεται και από το ειρωνικό ολέ).

  1. Ίσα-ίσα, τα μούλτιπλεξ εκ φύσεως αντέχουν οικονομικά πολύ περισσότερο να προσφέρουν ταινίες «κουλτουρέ», «σινεφίλ» και μή «πιασάρικες», ταινίες δηλαδή που η προβολή τους είναι σίγουρα ζημιογόνα. Γιατί έχοντας πολλές αίθουσες και τη δυνατότητα να προβάλλουν ταυτόχρονα (κάθε βδομάδα) π.χ. τουλάχιστο μια ντουζίνα ταινίες, έχουν αρκετά μπλοκμπάστερ ώστε να κερδοφορούν από εκεί, και να αντισταθμίζουν τη χασούρα από τις κουλτουρέ ταινίες. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. Παλιομοδίτικα σώβρακα παππουδέ. (από ιστολόγιο)

  3. Ξέρει κανένας αν και πού μπορώ να κατεβάσω το Bridge To Heaven, αυτο το «οπερέ στάιλ»; (από διαδικτυακό φόρουμ)

  4. Ε όχι και να μας τη βγεις μετά τη χωριατέ-ολέ συμπεριφορά σου ρε κολλητέ. Πάρ' το αλλιώς και έλα να τα πούμε όπως πρέπει, όχι σα θείτσες ή μυξιάρικα. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της καθομιλουμένης που σχηματίζει επίθετο από όνομα. Σημαίνει «τέτοιου τύπου», «παρόμοιος», «σχετικός» με ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, ή απλά ακριβώς ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, δίνοντάς του συχνά ειρωνική χροιά.

Στο σλανγκ τζι αρ έχει καταγραφεί ήδη ο βυζαντινοτέτοιος.

  1. Και ο προιστάμενος (ο μαλακοτέτοιος που λεγαμε) μου είπε οταν λείπω πρωινα να κανονίζω να έρχομαι μέχρι τις 10-10.30... (από το διαδίκτυο)

  2. Το Χειρότερο Solo Κιθάρας που έχετε ακούσει!!!
    — Αυτό του Frusciante στο Californication...
    — εσυ δλδ τι ηθελες να κανει ο ανθρωπος στο σολο;;;να λιωσει τα ταστα [...] σε μπαλαντοτετοιο τραγουδι;;;
    (από φόρουμ)

  3. Ήτανε μία κοπέλα και συστηνόταν ως «Σόνια». Την ρωτάω που λες μία φορά από που βγαίνει άραγε το Σόνια και τι μου λέει: από το ...Σταυρούλα!!! Τρελάθηκα σου λέω. Αχ βρε κορίτσια, τα Αμερικανοτέτοια nicknames σας μάραναν...και στο χωριό σας Σόνια και Νάνσυ και Άντζελα σας φωνάζανε;;; (σχόλιο στο στίχοι ίνφο)

Συνώνυμο: -έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της αργκό που δημιουργεί επίθετα.

Συνδυάζεται ελεύθερα με ουσιαστικά, και έχει τη σημασία «υπερβολικά παθιασμένος», «πωρωμένος» με αυτό που δηλώνει το εκάστοτε άλφα συνθετικό, ίσως και «παραμυθιασμένος» από αυτό, είναι λοιπόν αρκετά κοντινό στο -μανής των τυπικών ελληνικών: αρχαιόκαυλος, θαλασσόκαυλος, στρατόκαυλος (δες και στα παραδείγματα). Βγαίνει από το ρήμα καυλώνω με τη σημασία «ενδιαφέρομαι», «γουστάρω», «παθιάζομαι» (με κάτι).

Εναλλακτικά, μπορεί να αναφέρεται είτε στο πέος καθαυτό, είτε στον άντρα που το κουβαλάει, και σχηματίζει έτσι όνομα που χαρακτηρίζει τον ενλόγω άντρα κατά τον ομιλητή: oλόκαυλος, πυρόκαυλος, σουρουμπόκαβλος. Στην περίπτωση αυτή βγαίνει από το καυλί. Δες και -καύλης.

Τέλος, μπορεί να αναφέρεται στο σεξουαλικό ερεθισμό, οπότε βγαίνει από το καύλα: έγκαυλος, τρίκαυλος.

Το επίθημα γράφεται και -καβλος ή -γκαβλος, όπως συνήθως με τα ομόρριζα του καυλί.

  1. Loipon, gia na exigoumaste kai gia na diaxorizontai oi politikokavloi (exete alla meri na kanete spam kai na grafete pipes) apo tous upoloipous, i Ellada san xora kai oi anthropoi pou tin plaisionoun (oxi oloi) GAMAEI. [...] Ta ellinika panepistimia exoun upsilo epipedo morfosis an einai kaneis uperanthropos kai borei na antexei tin MHDENIKH organosi kai tin adiaforia tou 95% ton kathigiton, se sunduasmo me tin piesi tis ellinikis koinonias gia apodoxi kai tin oikogeneiaki piesi tis klasikis ellinikis manas pou nomizei oti ola tora einai eukola giati kapote eixame xounta. [...] (από φόρουμ)

  2. Έχω κουραστεί πραγματικά από την ειρωνεία-χιούμορ-σαρκασμό όλων των «άθεων» [σ.ς., δες σχόλια στο αρνησίθεος]. [...] Το μόνο που λένε είναι ότι δεν έχουν επιστημονικές αποδείξεις [...] για ύπαρξη Θεού και γενικά για το αν κάπου κάποτε έγιναν κάποια γεγονότα [...] Είναι δυνατόν να αποδειχθεί ποτέ ότι υπάρχει Θεός; Οι απανταχού επιστημονόκαυλοι νομίζουν ότι έχουν ανοιχτούς ορίζοντες και αγνοούν ότι το τι διαχωρίζει κάτι επιστημονικό από κάτι άλλο είναι εντελώς σχετικό. [...] (από φόρουμ)

  3. — Ειναι γνωστο ότι εισαι μεταλοκαυλος... Για μιλησε μας λιγο γι αυτο το κομματι της ζωης σου.
    — Το μεταλλοκαυλιλίκι μπήκε αργά στη ζωή μου… Αλλά ήρθε για να μείνει! Ενώ για πολλά χρόνια άκουγα disco και pop από 80s, κάποια φιλαράκια με οδήγησαν να ακούσω και το Metal εκείνης της εποχής. Από τότε 99.69% της μουσικής που ακούω είναι ατόφιο, ακατέργαστο, True Metal από 80ς. Death to False Metal! Fuck the world, Hail ‘n’ Kill! \m/ (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο αριθμός που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί κάποιος για τον οποίο τρέφουμε κατά βάθος περιφρόνηση. Δεν είναι «πολιτικά ορθό» να τον βρίσεις στα ίσα ή να τον τοματιάσεις / γιαουρτώσεις φωνάζοντας «όοοοοοοοοοοοοοα!», και τέλος πάντων μπορεί να μην τον μισείς κιόλας, απλά να ήπιες κανα ποτήρι παραπάνω και να ειπώθηκε και καμιά πικρή κουβέντα. Οπότε τον πολλαπλασιάζεις και βράζεις στο ζουμί σου.

  1. Ρητορικό, ποτισμένο με τσίπουρο, ερώτημα:
    «Τι να μας πουν εμάς,οι μυστακίδηδες και οι φριτζήλες...»

  2. τυπικός διάλογος:
    - Τι λέει, πού πήγατε χτες;
    - Στο τροπικάνα.
    - Και; Είχε κόσμο;
    - Μπα... κάτ' αθηνόδωροι και κάτι περικλήδες ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.

Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο πάνω στην ράτσα ενός σκύλου.

Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι μπάρμπα-Μπρίλιων και κυρα-περμαθουλών, ανίκανων να ξεχωρίσουν τον πρωκτό τους από μια τρύπα στο χώμα:

[I]- Γιαννάκη, τι μάρκα είναι το σκυλάκι σου;
- Μπεεε εμ βε, μανδάμ.[/I]

Μοιραίως υιοθετήθηκε με θέρμη από ζωόφιλους αστειάτορες μαοϊστές.

Σ.ς.: οι εγχώριες μάρκες σκύλων περιλαμβάνουν τον Ελληνικό Ιχνηλάτη (άκα Γκέκα), τον Ελληνικό Ποιμενικό, και το Κανίς – Γκριφόν GTI.

- Τι μάρκα είναι ο σκύλος και πόσα κυβικά; (γκρ)

- Τι «μάρκα» σκύλο να αγοράσω για να τον «κυκλοφορώ»;
(γκρρ!)

- Μπορει να μου πεις καποιος ζωοφιλος τι μαρκα σκυλος ειναι;; καποιος μου ειπαν οτι ειναι επωνυμος σκυλος...
(γκρρρ!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified