Further tags

Εναλλακτική ονομασία των καλιαρντών, της διαλέκτου των λουμπινών.

- ... το γλωσσικόν ιδίωμα των κιναίδων, όπερ παρ' αυτοίς είναι γνωστόν και ώς καλιαρντή ή καλιάρντω, και ώς τζιναβωτά, και ώς λιάρντω ή ντούρα λιάρτα, και ώς λατινικά ή βαθιά λατινικά, και ώς λουμπινίστικα ή γραγκολουμπινίστικα.
(Ηλίας Πετρόπουλος, Καλιαρντά, Εκδόσεις Νεφέλη, 1982).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική αυτή ελληνοαμερικλανιά καθιερώθηκε και με την έννοια της επιλήψιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Προφάνουσλυ, ο ενικός του μπίζνες.

  1. - «Πράσινη μπίζνα η οικολογία» απεφάνθη με κομμουνιστική ξυνίλα η εκπρόσωπος του ΚΚΕ... (από εδώ)

  2. - Αγαθονήσι, η «μπίζνα» των λαθρομεταναστών: Το «Κ» αποκαλύπτει από το ακριτικό νησί τι πραγματικά συμβαίνει με τα σύγχρονα δουλεμπορικά και τους επιβάτες τους. (από εδώ)

  3. - Η μπίζνα λοιπόν διακιολογείται για το καλό της επανάστασης...Τα παίρνουμε απο τους καπιταλιστές και την Ε.Ε. (από κει προέρχονται σε μεγάλο βαθμό τα κονδύλια του αναπτυξιακού νόμου) για να χρηματοδοτήσουμε τους αγώνες μας εναντίον τους...
    (αναφορικά με την «Τυποεκδοτική», εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο αριθμός που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί κάποιος για τον οποίο τρέφουμε κατά βάθος περιφρόνηση. Δεν είναι «πολιτικά ορθό» να τον βρίσεις στα ίσα ή να τον τοματιάσεις / γιαουρτώσεις φωνάζοντας «όοοοοοοοοοοοοοα!», και τέλος πάντων μπορεί να μην τον μισείς κιόλας, απλά να ήπιες κανα ποτήρι παραπάνω και να ειπώθηκε και καμιά πικρή κουβέντα. Οπότε τον πολλαπλασιάζεις και βράζεις στο ζουμί σου.

  1. Ρητορικό, ποτισμένο με τσίπουρο, ερώτημα:
    «Τι να μας πουν εμάς,οι μυστακίδηδες και οι φριτζήλες...»

  2. τυπικός διάλογος:
    - Τι λέει, πού πήγατε χτες;
    - Στο τροπικάνα.
    - Και; Είχε κόσμο;
    - Μπα... κάτ' αθηνόδωροι και κάτι περικλήδες ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός βαθμός του ευφημισμού: χρησιμοποιείται για να εξευμενίστει η μαύρη μας η τύχη, προσθέτοντας την κατάληξη -άρα σε όλες τις λέξεις. Σε περιπτώσεις που η κατάσταση δεν βαίνει κατ' ευχήν ο υπερθετικός του ευφημισμού μπορεί να ανεβάσει την ψυχολογία αυτών που τον χειρίζονται.

Ολόκληρες παρέες, χρησιμοποιώντας αυτό το γραμματικό σχήμα, έχουν χαρίσει στους διοργανωτές των ψευτο-πάρτυ νευρικό κλονισμό και στους εαυτούς τους εκρηκτικά γέλια.

Η ώρα είναι 3 το βράδυ. Δύο μπακούρια και χαρμάνηδες περπατούν άσκοπα κλαίγοντας τη μοίρα τους. Ξέρουν οτι απόψε παίζει και η «παρτάρα» του Ρένου.

— Πω! Πάει η φάση απόψε. Κι είχα ελπίδες πως θα τα σπάσουμε.
— Λες να πάμε απο την παρτάρα του Ρένου;
— Λες να 'χει και ποτάρες;
— Πρέπει να παίζουν και κορμάρες.
— Ψσσς, πάμε να ακούσουμε μουσικάρες και να ταράξουμε τις φαγητάρες του μπουφέ.

30 λεπτά αργότερα, στο πάρτυ η κατάσταση έχει ως εξής: Χατζηγιάννης στο στέρεο, τρεις ζάμπες στη πίστα, μισό μπουκάλι ξινό κρασί στην κουζίνα, για φαγητό ούτε λόγος.

— Καλά ε; Παρτάρα!!

Hellblazer #63, "Forty", 1993. Κόμικ, απόσπασμα. Αφορά σχόλιο του knasos. (από patsis, 04/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από ειδικός σύνδεσμος κατέληξε να εισάγει ερώτηση, προσεχώς και κλητήρας. Αντικαθιστά το δηλαδή ή το γιατί σε μονολεκτικές ερωτήσεις που ζητούν επεξήγηση (όσον αφορά το σκοπό, τα αίτια) στα λεγόμενα του προηγούμενου. Καμιά σχέση με την καταγεγραμμένη σημασία της λέξης στα αρχαία (όπου σήμαινε κάτι σαν καθώς, επειδή, αν θυμάμαι καλά, αλλά μόνο σε καταφατικές προτάσεις) και νέα ελληνικά, δηλαδή. Άβυσσος.

Σε δεύτερο χρόνο, επεξετάθη στην ερώτηση «ότι τι;», στην οποία πάλι ζητούνται εξηγήσεις, αλλά διαπιστώνεται εκ προοιμίου το μάταιο της δικαιολογούμενης πράξης ή της δικαιολόγησης.

Η απάντηση δύναται να εισάγεται με το ότι, κατά το (ορίγκιναλυ λάθος) σχήμα « - γιατί; - γιατί...», αλλά όχι υποχρεωτικά.

Να σημειώσω εκ των υστέρων ότι το λήμμα αναφέρεται στο την έχω του Χότζα που έχει την κακή συνήθεια να γράφει κάτι σεντόνες που περιέχουν τα πάντα και μας χαλάνε την πιάτσα.

  1. - Θα τον γαμήσω τον πούστη!
    - Ότι;
    - Την έπεσε στην Ελένη.

  2. - Και τον ρωτάω και αρχίζει τα μπούρου μπούρου μαλακίες και τα παπαριές μανίτσα μου.
    - Ότι τι;
    - Ότι και καλά ήταν μεθυσμένος και γι αυτό της την έπεσε και ένα κάρο μαλακίες.

  3. - Μου ζητάνε της παναγιάς τα μάτια για να με πάρουνε...
    - Ότι;
    - Ξένες γλώσσες, κουμπιούτερ και δεγκζερωγώτι... καμένος από χέρι είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόθημα που αντικαθιστά το φιλο- στις λέξεις φιλολογία, φιλοσοφία και τα ομόρριζά τους.

Πρόκειται για λογοπαίγνιο με τον φελλό, που όπως είναι γνωστό σημαίνει στην καθομιλουμένη τον επιφανειακό, αναξιόπιστο, επιπόλαιο και βλάκα άνθρωπο.

Γράφεται (εσφαλμένα) και με ένα λάμδα.

  1. Ποιος ήταν εκείνος ο αρχαίος φελλόσοφος, ο οποίος αργόσχολος ων είχε παρατηρήσει τούς κύκλους που κάναν οι σοδειές στο χωριό του και νοικιάζοντας μισοτιμής τα χτήματα παραμονές «παχιών αγελάδων» χέστηκε μεν στο τάλιρο, τάπωσε δε και τούς συγχωριανούς του που τον έβριζαν ανεπρόκοπο...; (από φόρουμ)

  2. Παρεξηγημένος φΕλόσοφος ίσως είναι ο Νίτσε. Όχι όμως και φιλόσοφος... (από φόρουμ)

  3. Οχι αρνουμαι να γραψω σε greekglish τωρα που εχω τν δυνατοτητα να γραφω με ελληνικους χαρακτηρες.Οχι τιποτα αλλο ειχα αρχισει να κανω τρελα ορθογραφικα φελλολογος ανθρωπος. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Φιλοσοφίες και «Φελοσοφίες»: Διότι οι φιλοσοφίες σώζουν αλλά ξεχνιούνται, ενώ οι «φελοσοφίες» πάντα επιπλέουν!!
    (ιστολόι)

  5. Οι φελόλογοι μένουν στην επιφάνεια (από ελληνική ιστοσελίδα αργκόσχολων)

(από Vrastaman, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες κατά την κατοχή τους από τους Τούρκους, για να μη τους καταλαβαίνουν, βάζοντας πχ το τσι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξεως (βλέπε κατωτέρω παράδειγμα). Τώρα, αντί για τσι βάζανε και διάφορα άλλα όπως πο, ρο, κο, κλπ.

— Τσιτί τσικά τσινείς; (Τι κάνεις;)
— Τσιεί τσιμαί τσιπό τσιλύ τσικά τσιλά. (Είμαι πολύ καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικά ονομάτων που είτε αναφέρονται άμεσα στα γεννητικά όργανα ενός άντρα, ή κατεπέκταση στον άντρα σε άμεση συνάρτηση με σεξουαλικά του χαρακτηριστικά. Πολλά από τα σύνθετα που προκύπτουν χρησιμοποιούνται και γενικότερα ως βρισιές.

Από τα συνώνυμα του πέους που βρίσκουμε στο οικείο λήμμα του τζίζα, βλέπουμε ότι οπωσδήποτε δεν έχουν όλα την ίδια παραγωγική ισχύ ως βήτα συνθετικά, και τα περισσότερα καθόλου.

Συγκεκριμένα, το ίδιο το πέος ενγένει δεν χρησιμοποιείται, εκτός απ' το εδραιωμένο λογοπαίγνιο ευρωπέος, ενώ και το κλασικό πουλί αποφεύγεται (στη μορφή -πουλος θα υπήρχε μάλλον σύγχυση με το βήτα συνθετικό -όπουλος, αλλά ούτε και ως -πούλης ακούγεται συχνά). Επίσης, το αρχίδι (δεδομένου και του παράγωγου αρχίδας) σχηματίζει κυρίως απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ενώ το παπάρι (που σημαίνει καί «αρχίδι» καί «πέος») δεν χρησιμοποιείται.

Κατά τα άλλα, χρησιμοποιούνται το καυλί και ο πούτσος, αλλά η παραγωγικότερη δυάδα φαίνεται να είναι η ψωλή και το τσουτσούνι, το πρώτο μάλλον λόγω συντομίας, αλλά και το δεύτερο χάρη στις παιδικόφερνες συνδηλώσεις του θα έλεγα.

Τέλος, με λίγες εξαιρέσεις (όπως λαχταροψώλα και ξεψώλι), δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται τα βήτα συνθετικά του πέους για να σχηματίσουν χαρακτηρισμούς σε άλλο γένος από το αρσενικό.

Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί σε οικεία λήμματα.

Κοινωνιογλωσσολογική πίπα

Μία απλή σύγκριση με τη χρήση του βήτα συνθετικού -μούνα για γυναίκες πείθει για τη φαλλοκρατία που χαρακτηρίζει τη σημερινή ελληνική γλωσσική πραγματικότητα: η γυναίκα μπορεί να αναχθεί ολόκληρη στο πράμα της, αλλά ο άντρας όχι. Για μια γυναίκα μπορεί κανείς να μιλάει υιοθετώντας σιωπηρά την άποψη περί «άχρηστου κρέατος γύρω-γύρω» (δες τα σχόλια εδωπέρα), για έναν άντρα όχι.

Για παράδειγμα, μπορούμε άνετα να πούμε «κουλτουρομούνα» για την κουλτουριάρα αλλά δεν θα πούμε «κουλτουροψώλης» για τον κουλτουριάρη, ή λέμε «αρχοντομούνα» για την αρχοντογυναίκα, αλλά δεν θα πούμε ποτέ «αρχοντοψώλης» για τον αρχοντάνθρωπο (προσέξτε και εδώ το βήτα συνθετικό!). Και τα λοιπά.

Θα 'ταν ευχής έργον να εντοπιστεί η πρώτη χρήση του -μούνα ως ταυτόσημου με το -γυναίκα. Να ξέραμε πότε και πώς άρχισε το πράμα βρ' αδερφέ. Αν μη τι άλλο, ώστε ν' αποτρέψουμε να γίνει το ίδιο και για το υπερπανίσχυρο φύλο των πέντε ηπείρων και των εφτά θαλασσών...

Δες και -καυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της αργκό που δημιουργεί επίθετα.

Συνδυάζεται ελεύθερα με ουσιαστικά, και έχει τη σημασία «υπερβολικά παθιασμένος», «πωρωμένος» με αυτό που δηλώνει το εκάστοτε άλφα συνθετικό, ίσως και «παραμυθιασμένος» από αυτό, είναι λοιπόν αρκετά κοντινό στο -μανής των τυπικών ελληνικών: αρχαιόκαυλος, θαλασσόκαυλος, στρατόκαυλος (δες και στα παραδείγματα). Βγαίνει από το ρήμα καυλώνω με τη σημασία «ενδιαφέρομαι», «γουστάρω», «παθιάζομαι» (με κάτι).

Εναλλακτικά, μπορεί να αναφέρεται είτε στο πέος καθαυτό, είτε στον άντρα που το κουβαλάει, και σχηματίζει έτσι όνομα που χαρακτηρίζει τον ενλόγω άντρα κατά τον ομιλητή: oλόκαυλος, πυρόκαυλος, σουρουμπόκαβλος. Στην περίπτωση αυτή βγαίνει από το καυλί. Δες και -καύλης.

Τέλος, μπορεί να αναφέρεται στο σεξουαλικό ερεθισμό, οπότε βγαίνει από το καύλα: έγκαυλος, τρίκαυλος.

Το επίθημα γράφεται και -καβλος ή -γκαβλος, όπως συνήθως με τα ομόρριζα του καυλί.

  1. Loipon, gia na exigoumaste kai gia na diaxorizontai oi politikokavloi (exete alla meri na kanete spam kai na grafete pipes) apo tous upoloipous, i Ellada san xora kai oi anthropoi pou tin plaisionoun (oxi oloi) GAMAEI. [...] Ta ellinika panepistimia exoun upsilo epipedo morfosis an einai kaneis uperanthropos kai borei na antexei tin MHDENIKH organosi kai tin adiaforia tou 95% ton kathigiton, se sunduasmo me tin piesi tis ellinikis koinonias gia apodoxi kai tin oikogeneiaki piesi tis klasikis ellinikis manas pou nomizei oti ola tora einai eukola giati kapote eixame xounta. [...] (από φόρουμ)

  2. Έχω κουραστεί πραγματικά από την ειρωνεία-χιούμορ-σαρκασμό όλων των «άθεων» [σ.ς., δες σχόλια στο αρνησίθεος]. [...] Το μόνο που λένε είναι ότι δεν έχουν επιστημονικές αποδείξεις [...] για ύπαρξη Θεού και γενικά για το αν κάπου κάποτε έγιναν κάποια γεγονότα [...] Είναι δυνατόν να αποδειχθεί ποτέ ότι υπάρχει Θεός; Οι απανταχού επιστημονόκαυλοι νομίζουν ότι έχουν ανοιχτούς ορίζοντες και αγνοούν ότι το τι διαχωρίζει κάτι επιστημονικό από κάτι άλλο είναι εντελώς σχετικό. [...] (από φόρουμ)

  3. — Ειναι γνωστο ότι εισαι μεταλοκαυλος... Για μιλησε μας λιγο γι αυτο το κομματι της ζωης σου.
    — Το μεταλλοκαυλιλίκι μπήκε αργά στη ζωή μου… Αλλά ήρθε για να μείνει! Ενώ για πολλά χρόνια άκουγα disco και pop από 80s, κάποια φιλαράκια με οδήγησαν να ακούσω και το Metal εκείνης της εποχής. Από τότε 99.69% της μουσικής που ακούω είναι ατόφιο, ακατέργαστο, True Metal από 80ς. Death to False Metal! Fuck the world, Hail ‘n’ Kill! \m/ (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified