Βρισιά που σημαίνει κάποιον που έχει χοντρή γεμάτη κοιλιά που σύντομα θα γίνει σκατά. Ο Μανόλης Σέργης στα Ακληρήματα το έχει ως φαυλιστικό για τους Πελοποννήσιους. Χρησιμοποιείται επίσης από πανκ συγκρότημα.

ΡΕ ΛΑΜΟΓΙΑ, ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΧΩΝΕΤΕ Σ' ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΟΝΟ - ΤΟ ΑΝ ΕΧΕΙ Ή ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΕΣΑΣ ΡΕ ΦΑΣΙΣΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ! - ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΑΠ' ΑΥΤΟΝ, ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΣΚΑΤΟΚΟΙΛΑΡΑΔΕΣ ΡΑΣΟΦΟΡΟΙ, ΠΑΠΑΔΕΣ, ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕΣΑ ΚΙ ΕΞΩ! ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑ, Ε;;; (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΚΑΝΑΔΥΟ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ) Ε ΝΑ ΜΗ ΘΙΞΩΜΕΝ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΟΣΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ, Ε;;; ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΑ ΧΡΥΣΑΦΙΚΑ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΝΕ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΒΡΩΜΙΑΡΗΔΕΣ ΚΟΙΛΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΟΣΤΙΖΟΥΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΟΛΑΚΕΡΑ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΕΔΩ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΜΕ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΠΑΖΑ ΚΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΤΑ ΜΠΑΤΣΟΣΚΥΛΑ ΟΙ ΣΕΚΙΟΥΡΙΤΑΔΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΝΕ... ΑΜ ΤΙ, ΚΟΡΟΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΑΝΕ ΕΤΣΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΤΕΤΟΙΟΣ ΚΙΝΗΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ;;; ΔΕ ΧΑΖΕΨΑΝΕ... ΚΑΛΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΥΘΗΤΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΡΑ... ΕΚΕΙ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΡΙΣ... ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΚΑΘΕΣΤΕ ΚΙ ΑΣΧΟΛΕΙΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΟΝΟΜΗΣΕΙ ΚΑΝΑ ΦΡΑΓΚΟ... ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΝΑΙ! ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΚΟΒΕΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΙΝΑΛΕ;;; ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΡΩΕΙ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΝΤΑΒΑΤΖΗΣ;;; ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΔΗΛΑΔΗΣ! ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΩΡΑ;;; ΡΕ ΤΙ' Ν' ΑΥΤΑ ΡΕ;;; ΗΜΑΡΤΟΝ ΡΕ!!! (ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ...) Α ΡΕ ΦΟΥΚΑΡΑ... ΝΟΜΙΖΕΣ ΠΩΣ ΘΑ' ΠΙΑΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΑΠ' Τ' ΑΡΧΙΔΙΑ (ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΚΙ Ο ΝΙΚΟΛΑΣ...), ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΣΕ ΤΣΑΚΩΣΑΝΕ Τ' ΑΛΛΑ Τ' ΑΡΧΙΔΙΑ... ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΟΝΙΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ... ΩΣ ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;;; (Athens Indymedia).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος του Ορχομενού, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.

Πήγε κι έμπλεξε με βλασταρά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Πρεβεζάνος, επειδή η σαρδέλα είναι τοπικό προϊόν.

Δεν τους άντεξε τους σαρδελάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Πελοποννήσιος που είναι κάτω από το αυλάκι, ήτοι τον Ισθμό της Κορίνθου. Βλ. και απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.

Περπατώντας τη γη της Πελοποννήσου, δε γίνεται να μη συναντήσετε το δέντρο σύμβολο των Ελλήνων, την ελιά. Εκεί, το δέντρο αυτό φαίνεται να φυτρώνει παντού. Από τις ορεινότερες πλαγιές ως τις μεγάλες κοιλάδες. Το λάδι μοιάζει να είναι το βασικότερο συστατικό, ενώ δημοφιλή είναι και τα αγροτικά προϊόντα. Η Τσακώνικη μελιτζάνα από το Λεωνίδιο Αρκαδίας και οι αγκινάρες είναι από τα πιο δημοφιλή συνοδευτικά των κρεατικών. Τα μαυρομάτικα φασόλια είναι το αγαπημένα όσπρια σιγομαγειρεμένα με σέσκουλα, ενώ το λάχανο (στην Πελοπόννησο πιο γνωστό ως μάπα) συνδυάζεται τέλεια με τα παραδοσιακά Πελοποννησιακά πιάτα που περιλαμβάνουν το χοιρινό κρέας. Κάποιες από τις βασικές συνταγές που τιμούν ιδιαιτέρως οι «καταυλακιώτες» είναι οι πολλών λογιών σάλτσες. Σάλτσες ντομάτας με ή χωρίς κανέλα, το κλασικό αυγολέμονο, σκορδαλιά καρυκευμένη με ξύδι, φαίνεται πως συνοδεύουν γευστικά πιάτα, όπως τα χόρτα, το σαβόρο (μικρά τηγανιτά ψάρια), και το παραδοσιακό Μανιάτικο γεύμα, πορτοκάλι μπρεζέ με σπανάκι και σκόρδο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).

**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της Σίφνου, λόγω της εφέσεως των Σιφνιωτών στην κατασκευή τσουκαλιών και σταμνιών. (Δες).

Πάμε απέναντι στους τσουκαλάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της πεδιάδας της Μεσαράς στην Κρήτη, από το πάσπαρος που σημαίνει σκόνη. Και γενικότερα σημαίνει τον καμπίσιο.

Ο πάσπαρος είναι "μαλακή ελαφριά πέτρα λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία θρυμματίζεται εύκολα < αρχ.πας + πόρος (δηλαδή γεμάτος πόρους). Η λέξη σπάνια συναντάται και κάποιες λίγες αναφορές της προέρχονται κυρίως από την Κρήτη, αν και αναφέρεται από τον Κοραή στα Άτακτα στον 4ο τόμο, ενώ υπάρχει μία μοναδική αναφορά της λέξης πασπαρογή, επίσης προερχόμενη από την Κρήτη||*πάσπαρο, το, χώμα λευκό και αφράτο. Λέμε: Το χώμα είναι πάσπαρο και τρίβεται σαν παξιμάδι. *πασπαρογή, η, χωράφι από πάσπαρο." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")"

Δες

Καλύτερα πασπαρίτες παρά ψευτοκαπετάνιοι. (Creta Live).

Got a better definition? Add it!

Published