Στο φοιτητικό ιδίωμα, ο φοιτητής από πέμπτο έτος και πάνω, σε αντιδιαστολή με τον πρωτοετή που χαρακτηρίζεται ως μπουμπούκι.

Ε, θα 'τανε στο γραφείο κανά δυο δέντρα και τέσσερα-πέντε μπουμπούκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα μπορεί να δηλώσει τον πρωτοετή φοιτητή, σε αντίθεση με αιώνιο φοιτητή προχωρημένου έτους, που αποκαλείται δέντρο.

Περάσαμε μια βόλτα και από τα γραφεία της ΔΑΠ να δούμε τι μπουμπούκια έχουν σκάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατιωτικό ιδίωμα, ο ανθυπασπιστής λέγεται συχνότατα ανθύπας (με σλανγκική αποκοπή). Από εκεί, με μια ηχηροποίηση του θήτα γίνεται αντύπας, ώστε να θυμίζει τον ομώνυμο λαϊκό τραγουδιστή. (Ή, αναλόγως με τα προσωπικά γούστα, και τον ήρωα Διγενή Αντύπα του Χάρρυ Κλυνν που έμεινε διάσημος για την ατάκα ημίθεος και βάλε, ή τον Αντύπα που χαιρέτησε ο Σαββόπουλος αφήνοντας πίσω του μια τρύπα).

Πάσα: Χότζας.

  1. - Μας έχει τύχει ένας αντύπας πολύ στριμένος! Μες στη γκρίνια όλη μέρα!

  2. - Άσ' τα, είχε κέφια πρωϊνιάτικα ο αντύπας και μας τραγούδησε...

(από Khan, 02/02/12)(από Khan, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάλιστα κύριε είναι ό,τι για τους Αγγλοσάξονες ο yes-man, δηλαδή ο υποτακτικός και δουλοπρεπής υφιστάμενος. Έχω την εντύπωση ότι όταν χρησιμοποιείται στα ελληνικά ως ουσιαστικοποιημένο, (πιο συχνά πρόσφατα) γίνεται κατά αναλογία προς την αγγλική έκφραση.

Ρουμάνος: Δύο πράγματα απεχθάνομαι: Αυτούς που φέρνουν αντιπαραγωγικές αντιρρήσεις, και τους μάλιστα κύριε.

(από Khan, 15/12/10)(από jesus, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση των αρχικών Δ.Ε.Α. (Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός). Χρησιμοποιείται - προφανώς - απαξιωτικά επειδή οι ΔΕΑ είναι και αυτοί κληρωτοί, οι οποίοι επειδή πήραν ένα γαλόνι την βλέπουν κάπως. Συναντάται επίσης και ως «κωλαρχιδέα».

Κοίτα να δεις που μας διατάζει και ο Κωστάκης. Έγινε αρχιδέα και κάτι τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του εκκλησιαστικού όρου «Παναγιώτατος», αναφερόμενη σε εξτρεμιστή ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος απειλεί με τον λόγο του και τη στάση του αντίχριστους, προδότες, κουλτουριάρηδες, ομοφυλόφιλους και γενικά όποιον έχει γνώμη και άποψη διαφορετική από την δική του και της επίσημης εκκλησίας.

Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα το 1992, λόγω του εξτρεμισμού του λόγου του.

(χωρίς παράδειγμα)

Ο Παναγιώτατος Άνθιμος Θεσσαλονίκης. Στο 3:52. (από patsis, 06/09/11)Ο Παναγριότατος Σαρουμάνθιμος απειλεί "θα γίνει της Μόρντορ". (από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.

- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο εμπνευσμένο από την επικαιρότητα (βλ. Χρήστος Ζαχόπουλος, 2008). Έτσι αποκαλείται ο κατά βάση ασχημάντρας που χρησιμοποιεί την όποια εξουσία έχει για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Συνήθως το ερωτικό κάλεσμα απευθύνεται σε υφιστάμενες υπαλλήλους του.

Μπορεί επίσης έτσι να αποκαλείται και ο ιδιαίτερα ευτραφής ερωτύλος που του αρέσουν οι πίπες αλλά και ο αποτυχημένος αυτόχειρ.

  1. - Ρε τον Ζαχόπουλο, πώς έβγαλε και πιτσιρίκα με τέτοιο χάλι; - Τι να πεις; Μεγάλο αφροδισιακό η εξουσία.

  2. - Καλά, ο κουτός, πήγε να αυτοκτονήσει κι ήταν ληγμένα τα χάπια; Ζαχόπουλος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified