Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.

Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.

Αβέλει λακρίμω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουμπλιμέ εκ του γαλλικού sublimé (μτχ. του ρήματος sublimer =εξατμίζω εκ του λατινικού sublimo =σηκώνω, αίρω, μετεωρίζω, αιθεροποιώ) είναι στη χημεία "ο διχλωριούχος υδράργυρος που παρασκευάζεται με κατεργασία του οξίδιου του υδράργυρου με υδροχλωρικό οξύ. Είναι πολύ δηλητηριώδης λευκή ουσία και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό" (δες).

Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! (Έλλη Αλεξίου, "Κενές Ώρες", στου κυρ-Σαράντ)

Ο Ηλίας Πετρόπουλος το περιέχει στα Καλιαρντά (1971) με την παρατήρηση ότι χρησιμοποιείτο επί τρεις αιώνες και ως τις αρχές του 20ου αιώνα ως αντισυφιλιδικό. Δίνει όμως και ως μια γενική μεταφορική σημασία αυτή της σούπας. Φαίνεται ότι στα καλιαρντά χρησιμοποιείται για να σημάνει διάφορα υγρά και φαρμάκια. Βρίσκω μια χαρακτηριστική καλιαρντοχρήση στο Μπου, όπου αναφέρεται σε αυτοχαρακτηριζόμενο ως φαρμακοψώλη.

Εσείς να δείτε πως θα σας αρέσει, όταν θα σας βουέλω ντουπ την φακιροπίπιζά μου στην πούλη και θα σας σουμπλιμεδάρω με μπουλκουμέ την μόστρα. (Καλιαρντοαπειλές στο Μπου).

Βλ. και το λήμμα κατουράω υδράργυρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράψω το παρόν λήμμα με την πεποίθηση ότι το καμηλαύκι ήταν η παρεφθαρμένη, λαϊκή, η slang ονομασία του εκκλησιαστικού όρου καλυμαύχι(ον). Ψάχνοντάς το όμως, διαπίστωσα ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: (εδώ)

Το καμηλαύκι (ή καμελαύκι, καμελαύκιν, καμελαύχιν, καμηλαύχι, καμηλαύχιν, καμηλαύχιον, καμηλάχιον) είναι το μαύρο, ψηλό, σκληρό και κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων και μοναχών. Το καμηλαύκι των ιερέων διαθέτει γωνιώδες γείσο, ενώ των μοναχών είναι πιο χαμηλό χωρίς γείσο. Οι ιερείς το φορούν πάντοτε εκτός από την ώρα της θείας λειτουργίας.

Το καμηλαύκι, λόγω του σχήματός του, προέρχεται από το λατινικό camellaucium, το οποίο παράγεται από το camella, που σήμαινε «κούπα του κρασιού». Εξαιτίας της ηχητικής ομοιότητας ανάμεσα στις λέξεις camella και camelus, δηλαδή «καμήλα», προέκυψε παρετυμολογική σύνδεση της λέξης καμηλαύκι με την καμήλα, γι’ αυτό και η γραφή που επικράτησε είναι με −η−. Συχνότερα απαντάται ο τύπος καλυμμαύκι εξαιτίας πάλι παρετυμολογικής σύνδεσης με τις λέξεις κάλυμμα + αυχένας, επειδή το συγκεκριμένο ένδυμα σκεπάζει και τον αυχένα των ιερέων.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει την απλούστερη γραφή καμιλαύκι, ενώ το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής τη γραφή καλημαύχι και καμηλαύχι.

Στην Ιεράπετρα της Κρήτης βρίσκεται το χωριό Καλαμαύκα. Πιθανολογείται ότι το χωριό πήρε το όνομά του από το καλυμμαύκι, επειδή ο βράχος στην κορυφή του Κάστελου, που είναι χτισμένο το χωριό, μοιάζει με το καλυμμαύκι του παπά.

Ακούς εκεί ο τραγόπαπας! Ν' απλωσει χέρι στο παιδί! Μόλις τό 'μαθα τού 'δωσα μια και του κατέβασα το καμηλαύκι μέχρι τ'αυτιά.

Στην Κύθνο, όταν θέλουν να βρίσουν έναν παπά του λένε:

Γαμώ το καμηλαύκι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι οικοδόμοι το πτυσσόμενο ξύλινο μέτρο. Ετυμολογείτε το πιθανότερο από το ιταλικό passeto που σημαίνει το μικρό βήμα και το pes μια ρωμαϊκή μονάδα μήκους, που αντιστοιχεί περίπου με ένα πόδι (foot). Αν και υπάρχουν και πλαστικά πτυσσόμενα μέτρα ο οικοδόμος ο σωστός έχει αποκλειστικά ξύλινο, όπως ο υδραυλικός ο σωστός χρησιμοποιεί στις σωληνώσεις καννάβι και σάλιο αντί του φλώρικου τεφλόν...

-Μαστρομήτσο πιάσε το πάσετο.

πάσετο

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγανε λόγω χρώματος, τους κατασκευασθέντες στην πάλαι ποτέ Ανατολική Γερμανία συρμούς του Ηλεκτρικού LEW type GI. Η ετυμολογία προέρχεται αν μη τι άλλο από το γνωστό ωδικό πτηνό που με τη σειρά του ετυμολογείται από το λατινικό canariae που προέρχεται από το λατινικό canis που σημαίνει σκύλος.

Οι όμορφοι αστραφτεροί κίτρινοι LEW type GΙ παραδόθηκαν στον ΗΣΑΠ την περίοδο 1981-1984 και μεταξύ 1984-1985 επιστράφηκαν στο σύνολο τους στο μετρό του Ανατολικού Βερολίνου. Οι LEW type GI που πέρασαν από τον Ηλεκτρικό, μετά από χρόνια χρήσης στο μετρό του Βερολίνου στάλθηκαν τελικά (εξορία ;;;) στη Βόρεια Κορέα για χρήση στο μετρό της Πιονγιάνγκ. Οι Γερμανοί τους έλεγαν Gisela.

-Ωραία είναι τα καναρίνια.

-Ναι, είναι πολύ όμορφα πουλάκια!

-Ό,τι να 'ναι... για τους συρμούς του Ηλεκτρικού μιλάω.

Καναρίνι σε διάφορες φάσεις της ζωής του.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι πραιτωριανοί της κυβέρνησης που είναι απολύτως πιστοί στον ηγέτη της, επειδή παρακολουθούντο διά του εργαλείου παρακολούθησης Predator.

Ποιοι πρεντατοριανοί ανταμείφθηκαν για την αφοσίωσή τους με την τοποθέτησή τους σε κομβικά υπουργεία.

Got a better definition? Add it!

Published