Further tags

Αναφέρεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ: συγκεκριμένα στην πολλαπλή αποβολή ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας γαστρικού περιεχομένου εκ του στόματος.

Ο «κώλος» χρησιμοποιείται αυθαίρετα και συνειρμικά, καθώς ο περί ου ο λόγος ντίρλας αποβάλει τα ίδια του τα σωθικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του.

Ρε τα έμαθες για τη Βάλια;Προχθές που βγήκαμε έξω ήπιε όλο το Βόσπορο και μετά ξέρναγε το κώλο της.Αφού τη πήγαμε στο νοσοκομείο και τη βάλανε στον ορό για να συνέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταναλώνω κάτι υγρό.

Συνήθως αναφέρεται σε αλκοόλ.

  1. Πρώτος μου σταθμός, ήταν το περίπτερο της γειτονιάς μου, φυσικά για να πάρω τσιγάρα και κάτι για να βρέξω το λαρύγγι μου καθώς θα βολτάρω (από εδώ)

  2. Έχοντας επάξια τον τίτλο «ουίσκι κόκα κόλα», δεν θα μπορούσε να μην τον... δικαιολογήσει, όταν μάλιστα τον «έχτιζε» με κόπο και... ξενύχτια για χρόνια ολόκληρα.
    Ναι, για τον Σίντνεϊ Γκοβού γίνεται ο λόγος, μιας και το παιδί θέλησε να βρέξι λίγο το λαρύγγι του. Κάτι η διακοπή του πρωταθλήματος, κάτι τα... ωραία μαγαζιά της Πειραιώς, έκαναν τον Γάλλο άσο του Παναθηναϊκού «να το ρίξει έξω βρε αδελφέ...»
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Επίσης λιώμα, τύφλα, χώμα, σκνίπα κλπ.

- Χτες στο πάρτυ του Ανδρέα γίναμε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατανάλωση αλκοόλ ή απαγορευμένων ουσιών μπορεί να σε φτάσει στο σημείο χαλάρωσης που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να χεστείς στα βρακιά σου. Είναι συνήθως συναίσθημα δευτερολέπτων στο οποίο κοιτάς σαν ηλίθιος το κενό και σκέφτεσαι «πόσο σκατά μπορεί να είμαι;»

  1. - Με πήραν τηλέφωνο ο Γιάννης και ο Κώστας.
    - Ε, και;
    - Έρχονται.
    - ΟΚ. Βάλε λίγο ουισκάκι ακόμα.
    - Να ρωτήσω κάτι;
    - Ρίχ' το.
    - Ποιος είναι ο Γιάννης και ο Κώστας;
    - Δεν τα ξέρω τα παλικάρια.
    - Πω πω χέσιμο...

  2. - Χε χε
    - Τι γελάς ρε μαλάκα;
    - Χε χε χε
    - Τι γελάς ρε; 'Έχασα κανένα αστείο; Τι τσιγαράκι είναι αυτό;
    - Χέσιμοοοο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.

Ρε ντίρλα, πιες ένα κιλό, όχι τρία κιλά στην καθισιά σου, έλεος ...είπαμε να το πίνεις, όχι να σε πίνει.

drunk (από georgegreek, 28/12/11)Σε έφαγε το αρνί Μιχαλάκη μου... (από Galadriel, 29/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, αισθάνεται ευφορία και συχνά παραφέρεται.

Χτες το βράδυ ήπιαμε 4 μπουκάλια ουίσκυ και γίναμε γιάμπαλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.

Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.

Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.

Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.

Απ' τη ζωή βγαλμένο:

- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό. - Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.

(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)

(από Mr. Cadmus, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάβα είναι η φύλαξη, το κράτημα από νυχτερινό μαγαζί μιας μισοπιωμένης φιάλης ουίσκι ή άλλου ποτού, ώστε να την πιει η ίδια παρέα όταν ξανάρθει. Παραγγέλνεις δηλαδή το μπουκάλι με σκοπό να το πιεις και εννοείται ότι θα το πληρώσεις ολόκληρο. Για κάποιο λόγο όμως τελικά το τραπέζι σηκώνεται να φύγει ενώ το έχετε φτάσει στη μέση. Αντί να χαλαστείς για τη ζημιά, το μαγαζί θα σου το κρατήσει για την επόμενη φορά.

Εννοείται ότι το μαγαζί είναι πάνω-κάτω «δικό σου», ή έστω πηγαίνεις συχνά, γιατί η όλη συνεννόηση στηρίζεται στα λόγια και στην εμπιστοσύνη.

Επίσης, τεκμαίρεται ότι αφήνεις συνήθως το μπουκάλι στη μέση, το ίδιο και το αναζητάς. Ούτε ο πελάτης, ούτε το μαγαζί θα κάνει κουβέντα για ένα δάχτυλο περισσότερο ή λιγότερο, ως εκεί όμως. Δηλαδή αν σου φέρουν την επόμενη φορά ελαφρώς λιγότερη ποσότητα από όση θυμάσαι να έχει μέσα, το δέχεσαι και τέλος.

Άλλωστε, πιθανώς δεν θα σου φέρουν στ' αλήθεια το ίδιο μπουκάλι (γιατί κάποιος θα το έχει χρησιμοποιήσει), αλλά αυτό που έχουν ανοιχτό εκείνη τη στιγμή, αν είναι μισογεμάτο, ή την κάβα κάποιου άλλου.

Με νομικούς όρους, το κράτημα της κάβας είναι παρακαταθήκη. Βέβαια, το ορθότερο μάλλον είναι να πούμε ότι πρόκειται για ανώμαλη παρακαταθήκη, όπως συνάγεται από τα συναλλακτικά ήθη. Στην δεύτερη περίπτωση σιωπηρά συμφωνείς ότι το μαγαζί μπορεί να χρησιμοποιήσει το μπουκάλι για άλλον πελάτη, αλλά πρέπει να σου φέρει ένα απολύτως αντίστοιχο σε ποσότητα και ποιότητα (ΑΚ 822-830).

Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά: δεν χρησιμοποιώ κάτι και το φυλάω, κρατάω καβάντζα, κρατάω μια σημείωση στο μυαλό μου για αργότερα ή «τη φυλάω» κάποιον (να του κάνω κάτι, συνήθως κακό).

Κάβα είναι η γνωστή λέξη για την αποθήκη ποτών.

  1. Από τον ορισμό του λήμματος βασίλης:

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

  1. Από εδώ:

« [...] Είναι ντροπή να φεύγεις και να μην έχεις αδειάσει το μπουκάλι. [...]» Η κουβέντα ήταν όχι τόσο κυριολεκτική, όσο μεταφορική και τώρα που έφυγε κι ο ίδιος από το τραπέζι, νομίζω ότι κι αυτός δεν το κατέβασε όλο το μπουκάλι που είχε να πιει στον Ολυμπιακό, αλλά άφησε μια κάβα για τον επόμενο θαμώνα.

  1. Από εδώ:

Ευχαριστώ τους πάντες για τις μουσικές προτάσεις. Προτίμησα αυτά τα 2 σύντομα τραγούδια και τα μεγάλα τα κράτησα κάβα για το βιντεάκι που θα του φτιάξω όταν τον ανακυρήξετε MVP του μήνα όπως τον Λίνας και τον Τζός!

  1. Από εδώ:

Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ο Μαρούσι ότι διάβασε για το άρθρο 26 ότι παραγράφεται σε έναν μήνα. Το κράτησα κάβα... Το τσέκαρα... Όντως το αναφέρουν αρκετοί... Σήμερα όμως το ανέφερε και ο ποδοσφαιρικός εισαγγελέας, για την υπόθεση με τα στημένα...

  1. Από εδώ:

Ξεφύλλισα την ατζέντα μου για να επιβεβαιώσω ότι αυτό το σαββατοκύριακο δεν θα χρειαζόταν να ευχηθώ σε κανέναν «να ζήσει». Το «πάντα άξιος» το κράτησα κάβα για το παιδί που θα κατάφερνε να μου εξασφαλίσει μια ξαπλώστρα και αυτό το σαββατοκύριακο στην παραλία των ρεζερβέ.

  1. Από εδώ:

Ακόμα δεν ήρθε κι άρχισε τις μεγάλες δηλώσεις ο Ζεάν Μακούν. Ο Καμερουνέζος μας ενημέρωσε ότι έχει κρατήσει ...κάβα ένα γκολάκι για τη Μαρσέιγ στην πρώτη αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.

Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.

Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.

Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.

Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.

Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.

- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified