Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα

  1. - Την παλεύεις φιλαράκι;
    - ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)

  2. Απάλευτη η φάση.

  3. Ο Απάλευτος.

  4. Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.

  5. - Παλεύεται το φαγητό;
    - Ε, την ψιλοπαλεύει.

Για να την παλέψεις θες ειδική δίαιτα. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον τύπο που τα θέλει όλα, που θέλει και την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, που θέλει το μουνί στο πιάτο.

Βγήκε από το μέτρο του δακτυλίου, δες εκεί, ή τουλάχιστον καθιερώθηκε από αυτό. Μπορεί να υπήρχε και νωρίτερα.

Εγώ με τις ιδέες μου, κι εσείς με τα λεφτά σας
Νομίζω πως τα θέλετε μονά-ζυγά δικά σας
Δεν θέλω την κουβέντα σας, ούτε τη γνωριμία σας.

Νικόλας Άσιμος

"Μονά ζυγά τα θέλεις δικά σου, γιατί είναι πέτρα η καρδιά σου". (από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύτατη προσβλητική η απειλητική έκφραση που χρησιμοποιείται για κάποιον που ανακρίνεται και καταθέτει πράγματα που γνωρίζει κατόπιν βασανισμού.

Σημαίνει ότι κατέθεσε τα πάντα, εξωτερίκευσε όλα όσα γνώριζε ή έμαθε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του μέχρι και τη βρεφική ηλικία του, (αν είναι δυνατόν), και, καθ' υπερβολή, έβγαλε από μέσα του μέχρι και το γάλα που θήλασε από τη μητέρα του. Δηλαδή, τα κατάθεσε όλα, τα μαρτύρησε όλα, τα ξέρασε όλα, τα πρόδωσε όλα.

Η φράση σήμερα πλέον, πέραν της αρχέγονης ερμηνείας, προσδιορίζει είτε γερό ξυλοδαρμό είτε έντονη ταλαιπωρία, λόγω του ξυλοδαρμού και της ταλαιπωρίας που περιεχέι ένας τυπικός βασανισμός.

Συχνά συγχέεται με το εκεί που φτύνουμε, δε γλείφουμε.

Συνώνυμο: εδώ θα φτύσεις αίμα.

  1. Μετά από τόσο ξύλο που έφαγε στο καρακόλι, τα ξέρασε όλα, έφτυσε και της μάνας του το γάλα.

  2. Θα σας περιμένουμε έξω από τη θύρα 4 , θα φτύσετε της μάνας σας το γάλα.

  3. Άσε Βούλα μου, χάλασε το ασανσέρ και ανέβηκα με τα πόδια στο 5ο, τι να σου πω, έφτυσα της μάνας μου το γάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω χαριστικά, γαμάω για την ψυχή της μανούλας μου, κάνω σεξουαλική εξυπηρέτηση, κάνω ψυχικό γαμήσι.

Υπέρ πατρίδος γαμάμε κατά κανόνα τα προσφιλή μας μπάζα, για τα οποία τόσα και τόσα συνώνυμα θα βρείτε στην λατρεμένη μας ιστιοσελίδα.

Η λογική του ψυχικού γαμησιού είναι ίδια με εκείνη της θητείας: κανείς δε θέλει να πάει, αλλά τελικά (σχεδόν) όλοι πάνε σαν τα αρνιά, και λεν κι ένα τραγούδι (για την ακρίβεια πολλά τραγούδια). Κι η δικαιολογία στο τσεπάκι: «ε, να ρε φίλε, τι να κάνω, για την πατρίδα πήγα, που έχουμε τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι μας και απειλεί» και άλλες παρόμοιες στρατοκαυλικές κουράδες. Διότι αποτελεί κοινό μυστικό πως ο μέσος Έλληνας είναι στρατόκαυλος, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, άλλος κατά βάθος κι άλλος κατά πλάτος. Δε πα να βρίζει κάθε μέρα πατόκορφα το κωλοκράτος, τους κωλόμπατσους, τους κωλόδρομους, την εφορία, τα διόδια, τους πολιτικούς, το γαμοσύστημα, την Κωλλάδα την ίδια (όπως λέει ο Χατζηστεφάνου); Και τι να λεει; Μια φορά στρατό θα πάει, δεν παίζει. Γιατί χωρίς στρατό δε γίνεσαι άντρας, καρατσεκαρισμένο. Και την κοινωνική κατακραυγή και την ταμπέλα του γιωτόπουλου που την πας; (Στην Κύπρο - όπου βέβαια τα θέματα διαφέρουν κάπως - υπάρχει το έθιμο να πετούν αυγά στο σπίτι όποιου πούλησε τρελίτσα για να μην πάει στρατό). Καλοί κι οι μετροσέξουλες, αλλά στον ευλογημένο τόπο μας η μπρουταλιτέ εκτιμάται ακόμη ιδιαιτέρως (γι' αυτό κι όλες οι γκόμενες γαμιούνται με αλβανά).

Όπως λοιπόν ο κλασικός Έλληνας είναι στρατοκαύλης, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι και σαβουρογαμιάς. Με τον ίδιο τρόπο που δέχεται να χαρίσει 12 μηνάκια απ' τη ζωή του (κι ίσως και την ίδια του τη ζωή) στη Μαμά Πατρίδα, έτσι κάνει εκπτώσεις και στην καθαρά προσωπική του ζωή, αποδεχόμενος το γεγονός πως το ωραίο το μουνί είναι άπιαστο πουλί, και χώνοντάς τον σ' όποια τρύπα λάχει: «μια φορά μας γέννησε η μάνα μας, δεύτερη δε μας ξαναγεννάει».

Είναι γεγονός πως όλοι σχεδόν, έχουμε κάποτες ρίξει κάποια τεμάχια σε φώκιες, υπέρ πατρίδος. Είναι φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά μας, και μπορούμε να δικαιολογηθούμε εκστομίζοντας την εν λόγω φράση. Όταν όμως η σαβουρογαμίαση γίνεται συστηματάκι, τότε τα περί πατρίδος, ψυχικών και εξυπηρετήσεων, είναι πολύ απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.

Και πρέπει εμείς να 'χουμε πρόβλημα με αυτό; No way. «Το άσχημο είναι ωραίο» λεει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της Ασχήμιας, ενώ «η ομορφιά είναι μια κόλαση». Πολλοί ανάμεσά μας φτιάχνονται πιο πολύ με τις άσχημες, ισχυριζόμενοι πως αυτές κάνουν το καλύτερο γαμήσι (κι ίσως δεν έχουν άδικο). Το θέμα έγκειται στην υποκρισία τους. Σ' αρέσουν οι φέτες Δωδώνης παλικάρι; Με γεια σου με χαρά σου, μόνο μη μας το παίζεις ότι δε σ' άρεσε κιόλας και το 'κανες χαριστικά. Μη μας το παίζεις και θύμα, για όνομα.

- Πως τη βλέπεις τη Ρένα; Της τον ακούμπαγες άμα λάχει; Εμένα πάντως μου κωλοτρίβεται τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω.

- Εμένα με ξέρεις φίλε, δεν αφήνω ευκαιρίες χαμένες, μια φορά μας έκανε η μανούλα μας. Για σένα δεν ξέρω, που μας το παίζεις ντίβα, εκλεκτικός κι έτσι.

- Έχει ωραίο κορμάκι, δε λεω, αλλά αυτή η μύτη της βρε παιδάκι μου, ότι πρέπει για να καρφώνει μπιφτέκια και να σκοτώνει κατσαρίδες στις γωνίες. Ίσως της ρίξω ένα υπέρ πατρίδος στο φινάλε..

- Να σου πω πασά μου, εσύ τη μύτη θα γαμάς ή τον πάτο; Ξεκόλλα με τη μαλακία που σε δέρνει, ρίχτο λίγο έξω. Αλλά έτσι είναι, ο μαλάκας ο Θεός πάει και δίνει την εμφάνιση και τα φράγκα σ' όποιον δεν τα εκτιμά, στα φλώρια και τους μη μου άπτου. Κι εμάς που είμαστε μάχιμοι και δε κωλώνουμε πουθενά, μας έχει στην απόξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παλιά έκφραση των ναυτών, που έχει και συνέχεια: «...το Πι-Νι για να τελειώσει - το μουνί για να καβλώσει».

Το Πι-Νι στη φράση είναι το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.), όπου η θητεία πάντοτε υπερέβαινε χρονικά αυτή των άλλων όπλων, κατά 1-2 μήνες (π.χ. το '50 ήτανε 38 μήνες, μετά 36 κλπ και κατέληξε για ολόκληρη τη δεκαετία '80-'90 21 μήνες, ενώ η αεροπορία ήταν 20 κι ο στρατός ξηράς 18).

Υπ' όψιν δε, οτι μέχρι και το 2002 περίπου, που καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικό πλοίο και σιγά-σιγά μέχρι σήμερα και στα βοηθητικά, το ναυτικό όχι μόνον βυσματικό όπλο δεν ήταν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις χειρότερο απο την πιο ελεεινή μονάδα του στρατού ξηράς (!)

Είχε πολλές, σκληρές, βαριές κι επικίνδυνες δουλειές, πολλά μακρινά ταξίδια, αβέρτα ασκήσεις κτλ και όλα αυτά κλεισμένος σε ένα σαρδελοκούτι υπό άθλιες καιρικές, βιωτικές (ποινολόγια, κατσαρίδες, αρουραίοι, μπόχα, κλεισούρα, ζέστη, έλλειψη καθαρού νερού/λουτρών) και διατροφικές (βάλαν τον κώλο μάγειρα-σκατά θα μαγειρέψει) συνθήκες.

Για το λόγο αυτό, έλεγαν οι παλιοί ναύτες στους νέους το τραγουδάκι (κατά το «Σαμιώτισσα»):

[i]Στραβόγιαννα-στραβόγιαννα, πότε θ' απολυθείτε; Είκοσι-ένα τα σκαλιά, στραβόγιαννα και πώς θα τ' ανεβείτε;[/i]

Ήθελε υπομονή λοιπόν η κατάκτηση του απολυτηρίου, όπως ακριβώς και της γυναίκας, αφού λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει!

- Πού υπηρετείς;
- Στο Α/Τ Θεμοστοκλής (αντιτορπιλικό).
- Έχεις πολύ ακόμα;
- 405 και σήμερα είναι πολλές;
- Αμάν! Έχεις να φάς κουραμάνα...
- Τί να κάνουμε; Το Πι-Νι και το μουνί, θέλουνε υπομονή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω το θηρίο: (Στρατιωτική αργκό) Καθαρίζω την τουαλέτα (καλλιόπη).

Χρησιμοποιείται και ως παλεύω με το θηρίο (να μην συγχέεται με γνωστό νυκτερινό κατάστημα του Ψειρή) ή κάνω τον Καρνέισον (βγάζω τη Λόλα απ' τη φωτιά)...

Μάλλον η έκφραση ανάγεται στην ιστορία του Καραγκιόζη με το κατηραμένο φίδι.

Συνήθως οι στρατιωτικές τουαλέτες, είναι τούρκικες (χαλές), που βρωμίζουνε και στουμπώνουνε εύκολα, δεδομένου ότι αφενός οι σωλήνες αποχετεύσεως στην Ελλάδα, είναι στενές και βουλώνουνε με το παραμικρό, εξ ου και το παραπλήσιο βρωμερό καλαθάκι για τα κωλόχαρτα (που δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη αφού έχουν προβλέψει φαρδιές σωληνώσεις και τα ρίχνουνε στη λεκάνη), αφετέρου τα κωλοφάνταρα αμολάνε άστοχα τις κουράδες τους, παράλληλα με την οπή, σχηματίζοντας το σήμα της Όπελ...

Οι νέοι, λοιπόν, δίκην Μεγάλου Αλεξάνδρου, καλούνται να αποκτείνουν τον κατηραμένο κουραδόφιδο με το δόρυ τους (ένα μακρουλό ματσούκι / βεντούζα / σκούπα κ.τ.λ.), ήτοι να καθαρίσουνε γογγύζοντας τις θηριωδίες των συστρατωτών τους (αδέσποτες κουράδες, λιμνάζοντα κατρουλιά, σκατωμένες δαχτυλιές στα πλακάκια, κωλόχαρτα ατάκτως εριμμένα, αγχωμένα ψωλοχύματα κ.τ.λ).

Την έκφραση αυτή ατόφια, χρησιμοποίησε ο τιμωρημένος Λάμπρου (Κιμούλης) στο «Λούφα και Παραλλαγή», ξεβουλώνοντας μ' ένα στυλιάρι τον απόπατο.

Στις εκστρατείες, ο στρατός παλιά έσκαβε εντός περιμέτρου κάτι γιγάντιους σκατόλακκους, με ξύλινο ψευτο-παραβάν και δυο σανίδια για να πατήσεις και να λάβεις «θέση μάχης», στον οποίον από καιρόν εις καιρόν, φτυαρίζανε οι φαντάροι ασβέστη και όταν πια φράκαρε καλύπτανε με χώμα δια παντός, προκειμένου να μη ζέχνει και να μην μεταδίδονται ασθένειες.

Σημειωτέον, όσον αφορά στη χρήση και την έννοια της έκφρασης με το ρήμα παλεύω, ο Στράτης Μυριβήλης στη «Ζωή εν Τάφω», περιγράφει, πώς ένας ηρωικός φαντάρος του πρώτου παγκοσμίου, πνίγηκε, όταν έπεσε νύχτα κατά λάθος μέσα στο σκατόλακκο εκστρατείας, «ανδρείως μπαλεύων με τα ελληνοσυμμαχικά σκατά»...

- Πού είναι ρε ο Αιγαλεώτης;
- Βούλωσε η Καλλιόπη και τον έστειλε ο επιλοχίας να σκοτώσει το θηρίο!

Κάπως έτσι... (Carpaccio). (από Khan, 23/07/09)Η ιστορία επαναλαμβάνεται (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Απειλή – κυρίως παλιού προς νέο – ότι, αν δεν συμμορφωθεί προς τας σεπτάς οδηγίας του, θα τιμωρηθεί διά του ξηλώματος της τσέπης του πουκαμίσου ή του παντελονιού του. Λέγεται και ως: «Θέλω τσέπη», «Νέος! Σου περισσεύουν τσέπες;», «θα σε ξηλώσω!», «Ξηλώσου μόνος σου και στείλε μου τις τσέπες» (να μην κουράζομαι) κ.α.

Επίσης οι κακοραμμένοι γιακάδες των ναυτικών πουκαμίσων αγγαρείας, δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους συλλέκτες, αφού ο παλαίουρας συνήθως θα κρατήσει την τσέπη ή το γιακά ως σουβενίρ!

Βέβαια, η απειλή αυτή έχει περιεχόμενο, μόνον όταν ο παλιός είναι μεγαλύτερος ή χειροδύναμος, αλλιώς η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε φιάσκο εις βάρος του... Ένας ναύτης μια φορά στο ΚΕ/Παλάσκας, ήταν τόσο άγριος (αν και νέωψ) που είχε μαζέψει τόσους γιακάδες, που τους έδεσε κόμπο τον έναν με τον άλλον κι έκανε σχοινί που ακουμπούσε το χώμα απ' το παράθυρο στο δεύτερο όροφο του κτηρίου Διοικήσεως (το έχω δει με τα μάτια μου!).

Άλλο αντικείμενο συλλογής είναι τα κουμπιά του ναυτικού επενδύτη ή του πουκαμίσου, τα οποία ο αφαιρών αρχίζει να τα στρίβει δήθεν αθώα ως διακόπτες παλιού ραδιοφώνου «για να δούμε αν πιάνει» κι έπειτα τα τραβάει απότομα.

Εννοείται ότι τέτοιες πρακτικές, κάθε άλλο παρά συναδελφικές είναι μεταξύ ναυτών και εγκυμονούν μπερντάχι: Κάποιος γνωστός μου από την Αυστραλία, νέος ναύτης, διαπληκτίσθηκε (λέει) σε πλοίο με κάποιον παλαιότερο, που φορούσε στολάρα αποχωρών για άλλη υπηρεσία και που επέμενε να του πάρει τσέπη (διότι δεν του είχε δοθεί μέχρι τότε η δυνατότητα, αφού ο νέος τον είχε χεσμένο). Ο παλιός πήρε σβάρνα τον Πειραιά, να ψάχνει μπελαμάνα στο νούμερό του...

Βέβαια, υπάρχει και η οικειοθελής παράδοση τσέπης σε μπάνικο παλιότερο ή κληρούχα τιμής ένεκεν: Αδειάζεις την τσέπη σου, την ξηλώνεις όμορφα - όμορφα (να μη σκιστεί το πουκάμισο), γράφεις στην πίσω όψη τ' όνομα και το Α.Γ.Μ. σου με αφιέρωση και τη δίνεις στον αποχωρούντα ή όταν εσύ την κάνεις γι' αλλού. Η πρακτική αυτή όμως έχει ένα μειονέκτημα: Στερείται ο άλλος τη γλύκα της αρπαγής, οπότε σε προλαβαίνει και τη βουτάει μόνος του, κατά το «τα φιλιά μου θα στα 'δινα - μα ήθελες να τα κλέψεις» (Γαλάνη).

Επιπροσθέτως, υφίσταται και το οικειοθελές και ολοσχερές ξήλωμα / εκτραχηλισμός των απολυομένων, μόνον από κληρούχες τους: Ο απολυόμενος ανοίγει χέρια-πόδια όρθιος ή ξαπλωτός και οι άλλοι με χαρά κα-τα-ξε-σκί-ζουν τη (μισητή) στολή αγγαρείας του φίλου τους, που ωρύεται «απολύομαι και διαλύομαι»!

Υπ’ όψιν, αν σε κάνουν τσακωτό τα πιλάφια, ακομβίωτο, με σκισμένο γιακά, ξηλωμένη τσέπη ή μπλάνκο στο γείσο του τζόκεϊ (με τους μήνες σου), γενικώς την έχεις γαμήσει, εκτός αν:

1) Είσαι στο μήνα σου (εικοστός = σεβαστός / εικοστός πρώτος = ιερός).
2) Προέρχεσαι από πλοίο (οπότε συμπάσχουν και κάνουν τα στραβά μάτια).

Η συνήθεια, προφανώς προέρχεται από το ατιμωτικό ξήλωμα των διακριτικών, σε περίπτωση αιχμαλωσίας ή καταδίκης σε καθαίρεση, που σημαίνει: «Δεν είσαι πλέον στρατιωτικός!». Έτσι, έκαναν στο στρατηγό Χατζηανέστη το '22 (μετά τη δίκη των εξ) πριν τον περάσουν από μουσκέτο, καθώς και στον ρίψασπη Ιάπωνα στρατηγό του πρώτου παγκοσμίου Παράτα – τα - χαρακώματα...

- Μπά-μπά; Εδώ μου μαζευτήκατε όλοι οι ανοιχτομάτηδες;
- Γιατί σε χάλασε;
- Άμα σου πάρω την τσέπη, θα σου πώ εγώ, στραβόγιαννο!
- Εγώ λέω να πάρεις τ' αρχίδια μου να τα κάνεις καπνοσακκούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, δυσκολεύομαι.

- Πως πήγε η βόλτα;
- Τα είδα όλα ρε, δεν έχει ιδέα από οδήγηση και έτρεχε σαν παλαβός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδανική κατάσταση για τον στρατιώτη. Τη μία μέρα έχει υπηρεσία, την άλλη είναι εξοδούχος.

- Πως σε πάει η υπηρεσία;
- Πολύ καλά! Μία-μία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified