Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτσαρία από την εποχή του παλαιού καλού Ελληνικού κινηματόγραφου που περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο, κάτι το ζαγοραίο, κάτι που τα τα σπάει ρε αδερφέ.

Η αρχική μορφή ήτο έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά οι γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, nein;

Ασίστ: BuBis

  1. - (Στο) καθιερωμένο πλέον βιβλιοφιλικό του παζάρι (...) στην Πλάκα (μπορείς να βρεις) βιβλία και περιοδικά του 19ου και του 20ού αιώνα, παλιές εφημερίδες, παιχνίδια (μούρλια), φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αφίσσες, ακόμα και παλιά ραδιόφωνα σε τιμές έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

  2. - Διαπιστώνω ότι το προγραμματάκι της Apple σου επιτρέπει να περάσεις σχετικά γρήγορα και οργανωμένα στο δίσκο σου τα μουσικά CD, έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας, αναφορικά σε ένα προϊόν πρώτης ποιότητας ή μια κατάσταση γενικότερα που τα σπάει και γουστάρουμε.

- Καλώς την κυρα-Περμαθούλα μας! Έχω κάτι κεράσια σήμερα, άλλο πράμα! Να βάλω;

...γύρω στο 1:46... άλλο πράμα! (από Jonas, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified