Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιείται κυριολεκτικά και περιγράφει τα φουντωτά μαλλιά κάποιας κοπέλας. Εμπνευσμένη από το στυλ που κυριαρχεί αυτές τις μέρες ως trendy χτένισμα.
«Σε λένε το κορίτσι αφάνα, τα μαλλιά σου τα χτενίζεις με τσουγκράνα!» (μουσική:"Το κορίτσι του Μάη")
σ.σ. Σαν τη Βίκυ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος ή κάτι που είναι για πέταμα, άχρηστο ή άσχημο.
- Πήγα και πήρα αυτή την οθόνη που είχα βρει στην αγγελία και είναι για τα μπάζα, μια θολούρα βλέπεις μόνο! - Ε τι περίμενες με 50ευρώ που έδωσες;!;
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μουνί της λάσπης.
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!
Φαφλατάς και μεγαλόστομος.
(πομφόλυγα = φούσκα)
-Ήλθε και αυτός ο πομφολυγοπαφλάζων, με ύφος δεκαπέντε καρδιναλλίων, και μας τα έπρηξε!
Got a better definition? Add it!
Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Το έριξε στο σορολόπ.
Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).
Δες και σορολόπ!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση θαυμασμού που αναφέρεται συνήθως σε δυναμικές γυναίκες, με χαρακτηριστικά ανδρών.
- Την πήρες τελικά την δουλειά που έλεγες;
- Μου την έφαγε μια γκόμενα με αρχίδια!
Got a better definition? Add it!
Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.
Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.
Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!
Σχετικά: WWW, ξερόλι, ξερολισμός, φωτεινός παντογνώστης, πανεπιστήμων / -ονας, κινητή εγκυκλοπαίδεια.
Got a better definition? Add it!