Παμπάλαια ποδοσφαιρική ιαχή, όπου στα πλαίσια της ευγενούς άμιλλας οι αντίπαλοι φίλαθλοι καλούνται να κάμουν γκέηκα κούνηματα.

Κάπου στα ογδόνταζ το άκουσα για πρώτη φορά σε μη ποδοσφαιρικά πλαίσια από μπαόκι συμφοιτητή («Αθηναίοι θύματα, κάντε μας κουνήματα!»).

Από το φίλαθλο κοινό

1. Χανούμια, του Μελισσανίδη θύματα, κάντε μας κουνήματα

2. Βαζελάκια θύματα κάντε μας κουνήματα!

3. Γουσουφάκια «βλήματα» - κάντε μας... κουνήματα!

Εκτός γηπέδου

4. Πλουτοκράτες θύματα, κάντε μας κουνήματα

5. Όσο κινήματα καθοδηγούνται από επαγγελματίες της υποκίνησης εμείς θα λέμε κάνουμε κινήματα και οι εξουσιαστές θα λένε «κάντε μας κουνήματα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.

Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.

  1. Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)

  2. Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)

  3. Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι είναι η οικογένεια, για περισσότερα βλ. εδώ, όπου μας δίνονται και οι εκφράσεις:

Σόι πάει το βασίλειο (παρ.1)

Τι σόι = τι είδους, τι λόγου (και όχι αυτό που λέει εδώ στον β ορισμό) (παρ.2).

Δεν είναι σόι (παλιά έκφραση): (κάποιος/κάτι) δεν είναι της προκοπής (αφού μόνο όταν βαστάς από σόι είσαι της προκοπής). Εδώ σόι είναι το τζάκι, δηλαδή το καλό σόι, όχι απλώς το όποιο σόι.

====
Να προσθέσω και τις λοιπές εκφράσεις που δεν έχει ο τριαντάφυλλος:

Δεν είμαι σόι: δεν είμαι καλά (από υγεία, ψυχική κατάσταση, κλπ) (παρ. 4. και 5.)

(γαμώ)... το σόι μου... (μέσα) (παρ.6)

Σόι σόπι συνξυλές.

  1. ΑΕΙ: σόι πάει το βασίλειο
    Την ώρα που κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας ευαγγελίζονται ένα νέο, σύγχρονο και αξιοκρατικό πανεπιστήμιο, τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειές τους. Οι λίστες οικογενειοκρατίας που ετοιμάζονται να στείλουν τα ιδρύματα στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από σχετική κατεπείγουσα εντολή, επιβεβαιώνουν όλες τις κακές φήμες, αν και η αλήθεια είναι ακόμη χειρότερη.

  2. Τεστ: τι σόι μάνα θα γίνεις;
    Τελικά, πόσο καίγεσαι να γίνεις μάνα και τι είδους μάνα πρόκειται να γίνεις; Πόσο αυστηρή θα είσαι με τα παιδιά σου; Η μητρότητα είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά; Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις και βρες το προφίλ της μητέρας που θα γίνεις... στην διασκεδαστική του διάσταση.

(αμφότερα από το νέτι)

  1. Μαμά, να αγοράσουμε αυτό το τραπεζάκι για το δωμάτιό μου;
    - Μπα, δεν είναι σόι, θα σπάσει με τη μία.

  2. - Δε σε βλέπω καλά, λίγο κομμένος μου φαίνεσαι.
    - Ναι, δεν είμαι σόι σήμερα. Θα περάσει.

  3. Τον γνώρισα τον καινούργιο γκόμενο της Στέλλας, δε μου φαίνεται και πολύ σόι, λίγο ψυχάκι τον κόβω.

  4. «Γαμώ το σόι σου μέσα, γαμημένο!», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει πώς δούλευε το γαμιδάκι που του είχε χαρίσει η γυναίκα του για την επέτειό τους.

Δεν άντεχα να μην το ανεβάσω (από Khan, 28/03/11)Η γάτα, 1:17->Τώρα έγινε από σόϊ και τα ψάρια δεν τα τρωει (από GATZMAN, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονται υποτιμητικά απο τους Μοραΐτες (ιδίως απο τους σνομπαρίες Πατρινούς) οι Ρουμελιώτες, διότι είναι «απ’ έκει» (= απο την απέναντι μεριά του Πατραϊκού – Κορινθιακού, αφού εκεί μετατίθεται ο αντίστοιχος Ρουβίκωνας πάνω/κάτω απ’ τ’ αυλάκι στην Δυτική Ελλάδα).

Κάτι λέει σχετικά ο Georg Ludwig von Maurer στο πόνημά του Das Griechische Volk (Ο Ελληνικός Λαός, Χαϊδελβέργη 1835) για την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των Μοραϊτάδων (τεμπελχανείο, πανουργία, δουλοπρέπεια κ.α.) σε αντιπαραβολή προς τους Ρουμελιώτες (άξεστα ζώα μεν, αλλά σπαθάτοι, ντόμπροι και γενναίοι δε). Δεν είναι τυχαίο που οι τελευταίοι ουδέποτε χώνεψαν τους πρώτους, καίτοι γείτονες.

Σημειωτέον, οτι το Ευζωνικό Σώμα ήταν μέχρι και τον ΒΒ Ι, χωριστό τμήμα του ελληνικού στρατού, αποτελούμενο αποκλειστικά απο Ρουμελιώτες – σκυλιά του πολέμου, κάτι ανάλογο με τους Argyll & Sutherland Highlanders του βρεταννικού στρατού. Πολλούς απ’ αυτούς τους σκληροτράχηλους αλλά απείθαρχους και μπαϊλντισμένους να πολεμούν για χρόνια (Α & Β Βαλκανικοί, Σκρά-Λαχανά-Κιλκίς και δε συμμαζεύεται), τους ξαπόστειλαν με το ζόρι στην Ουκρανία το 1918, για να βάλουν μυαλό και πολλοί γύρισαν μόνο μεταφορικώς με τα πόδια πίσω, αφού τους είχαν ακρωτηριάσει λόγω κρυοπαγημάτων (οι υπόλοιποι γύρισαν με τα πόδια κυριολεκτικώς)!

Οι Μοραΐτες, απο καταβολής ιδρύσεως νεοελληνικού Κράτους, θεωρούσαν οτι πιάσανε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια κι έτσι εκτόπισαν τους Ρουμελιώτες απο τα μετεπαναστατικά πόστα εξουσίας καθώς και τους γκαγκαρέους απο την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα, επιβάλλοντας την δική τους υποκουλτούρα, όπως την ξέρουμε σήμερα.

Στην συνέχεια συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους των «Νέων Χωρών» (Θεσσαλία, Νησιά, Κρήτη, Μακεδονία, Μικρά Ασία κλπ) περίπου ως αποικιοκράτες («παλιολλαδίτες» = ότι πάλιουρας και τέτοια) με το στανιό (βλ. τρίπτυχο χωροφύλακας-παπάς-δάσκαλος) αφού δεν υπερείχαν δα σε πολιτισμό, ώστε η σημερινή ψευτοκόντρα χαμουτζήδωνσεμελέδων καίτοι φαίνεται να έχει πάρει την μορφή ποδοσφαιρικής διενέξεως μεταξύ των εκπροσώπων του ancien régime (Αθήνα) και του ordre nouveau (Θεσσαλονίκη), εν τούτοις να ανάγεται σε παλαιότερες ιστορίες για αγρίους.

Τα μοραΐτικα τζάκια καπνίζουν ακόμα, με ελάχιστες σχετικά πρόσφατες εξαιρέσεις (Κρήτη & Μακεδονία), αφού οι ημιμαθείς κοτζαμπάσηδες επιμένουν να κυβερνούν ακόμα τον τόπο κι ας χαζοδιερωτούνταν σχετικά ο Καραμαλής το '63.

Αγαπούν δε το τόπο τους σε τέτοιο βαθμό ώστε, μετά απο αιώνες κυριαρχίας των προυχόντων τους, τόσον ο μητροπολιτικός Μορηάς όσο και η αποικία τους (Αθήνα) να παραμένουν ένα μπουρδέλο και μισό, ενώ τα δημόσια έργα στην Πελοπόννησο καθυστερούν χαρακτηριστικά καμιά 20αριά χρόνια σε σχέση με αυτά που εκτελούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τί Μπραΐμης – τί Ζαΐμης...

Ειδικά οι Πατρινοί προεστοί, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας τους χάρισε μιαν κομψότατη ευρωπαϊκή πόλη το 1828, έσπευσαν τα ζωντόβολα να την μετονομάσουν χάριν του ευεργέτη τους σε «Ιωαννούπολι», παραγνωρίζοντας τον πανάρχαιο θρύλο του Πατρέα, συνηθισμένοι στους τεμενάδες. Ο ευγενικός κόμης, αρνήθηκε διακριτικά (αλλά μέσα του μάλλον σιχτίριζε ιταλιστί).

Παρ’ όλα αυτά, ο Υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας (!), ο άνθρωπος που επινόησε το καντονιακό σύστημα το οποίο λειτουργεί θαυμάσια στην Ελβετία, έφαγε το κεφάλι του στο Μορηά με φόντο το Μπούρτζι, όπου τον καθάρισαν κάποιοι ασήμαντοι Μπουρτζομιχαλαίοι. (Καλά να πάθει, αφού ανακατεύτηκε με τα πίτουρα).

Βέβαια, όλ’ αυτά καταντούν υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις, αν σκεφτεί κανείς οτι η Αμαλιάδα ανάστησε έναν Μπελογιάννη...

Αφιερούται τω Mancunian Mont Blanc – Ideophobic Psycho.

- Τί θα κάνεις το Πάσχα;
- Λέω να πάω απέναντι, έχω σόι εκεί...
- Πού ρε; Στους απέκηδες θα πάς; Ω ρε μάνα μου! Έχεις να φάς σπληνάντερο, που θα σε πάει καπνός!
- Δεν έρχεσαι κι εσύ;
- Τι λές ρε; Αφού δεν τρώω κρέας. Αυτοί ακούνε βετζετέριαν και σε πυροβολούν στα γόνατα!
- Σάμπως τα παραλές! Στο Μoρηά και στα Μεσόγεια όλη η αρβανιτιά στη μπριτζόλα και στο παϊδάκι είναι...
- Ναι, ενώ στη Ρούμελη είναι μες στη γαλλική κουζίνα, τί να σου πώ; Mattieu, sufflimat και τέτοια...

(Σ.Σ. «ματιές» και «σουφλιμάς» είναι είδη ρουμελιώτικου κοκορετσιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση δανεισμένη από το Ευαγγέλιο.

Η έκφραση κυριολεκτικά αναφέρεται εις τη αρμονία που επικρατεί στο σύμπαν. Η σλανγκ μετατροπή της, αφορά συνήθως σε αιθέριες υπάρξεις (ελαφρά ενδεδυμένες), που ομορφαίνουν το ανθρώπινο και ειδικότερα το αρσενικό σύμπαν. Για παράδειγμα η παραλία του Ρίο ντε Τζανέϊρο. Ο θρησκόληπτος φυσιοδίφης θα παρατηρήσει μια πολύ ωραία ακτογραμμή. Ο κοινός θνητός θα παρατηρήσει την απουσία γραμμών εις τα σώματα των γύρω ενδημούντων θηλυκών. Και οι δύο θα αναφωνήσουν: Όλα εν σοφία εποίησε!

-Τι ήταν αυτό που πέρασε ρε Φάνη;
-Καινούρια μεταγραφή στη γειτονιά. Μένει απέναντι στον τρίτο. Χωρισμένη, έχει και ένα κοριτσάκι μικρό.
-Και κωλαράκι τούρλα, και βυζά τροφαντά, και προσωπάκι γλυκό, και περπάτημα λυγερό, και ψηλό κομμάτι.
-Ακριβώς, όλα εν σοφία εποίησε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified