Έκφραση που αντλεί την επακριβή σημασία της πάντα από τα λεχθέντα και συμφραζόμενα, πέρα όμως απ' αυτό, και ανεξαρτήτως πλαισίου εκφοράς, κυρίως συνδηλώνει έναν τρόπο του σχετίζεσθαι ανάμεσα στα υποκείμενα που εμπλέκει (εγώ, εσύ).

Εκφέρεται ως εξής «είμαι κι εγώ [παύση] αλλά είσαι κι εσύ... ». Πολύ συχνά εισάγεται με τα «τι να πω;» ή το «καλά...» ή «εντάξει...».

Ο χαρακτηρισμός είναι γραμματικά το κατηγορούμενο που αποσιωπάται ως ευκόλως εννοούμενο, εν προκειμένω ως «δυστυχώς ευκόλως εννοούμενο» και αυτή η παράλειψη, που σημαίνει αβίαστη αλληλοκατανόηση των «εγώ» και «εσύ», είναι που προσδίδει τη δραματικότητα της έκφρασης.

Δεδομένου λοιπόν ότι το αποσιωπηθέν είναι πάντα κάτι το αρνητικό, η έκφραση δηλώνει την πρόθεση του ομιλητή:

  • να τονίσει τη μετοχή και των δυο στη ζοφερότητα μιας κατάστασης ή ιδιότητας, ακόμα κι αν ο «εσύ» διστάζει να το παραδεχτεί,
  • να επισημάνει/στιγματίσει το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία ο ένας σέρνει τον άλλο, ο ένας αντανακλά κι επιβεβαιώνει τον άλλο, ωσάν υπό την επίδραση μιας δίνης η οποία έλκει και τους δυο και συνιστά και τη μεταξύ τους ελκτική δύναμη, και της οποίας κομμάτι κι επιβεβαίωση (να η αβίαστη αλληλοκατανόηση) είναι και η συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας η έκφραση λέγεται,
  • να μετριάσει έτσι τη δική του ευθύνη για το παραπάνω, χωρίς όμως ουδόλως να την αποποιηθεί, που γενικά είναι μια τίμια στάση, καθώς και αυτοκριτική ειλικρίνεια δείχνει («είμαι κι εγώ») αλλά και ευθύτητα («είσαι κι εσύ»).

Θα πρέπει, λοιπόν, να τονιστεί - ακόμα περισσότερο επειδή παρακάτω αναφερόμαστε σε συγκεκριμένους »συνήθεις παραλειπόμενους« χαρακτηρισμούς - ότι η φράση σε κάθε περίπτωση δείχνει πως για το χρήστη της μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός της κοινής ζοφερής μοίρας, παρά το τι ακριβώς είναι η κοινή μοίρα. Αν και προϊόν έκλαμψης και «ενόρασης» επί της κατάστασης, η σχετική ασάφεια δια της παράλειψης του «τι είμαι εγω» που «απ΄αυτό είσαι κι εσύ» είναι περισσότερο μια δυσοίωνη ομίχλη που σκεπάζει ξαφνικά τη συζήτηση, παρά ένα κεραυνοβόλημα.

Τι είδους χαρακτηρισμοί είναι δυνατό να εξυπονοούνται όταν γίνεται χρήση της φράσης; Πάμπολλοι... ενδεικτικά

- Είμαι κι εγώ (μαλάκας) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (οτινάνας), αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σαβουρογάμης), αλλά είσαι κι εσύ...

Ενίοτε βέβαια ο αποσιωπηθείς χαρακτηρισμός είναι λιγότερο βαρύς, και η φράση δεν έχει όλη αυτή την υπαρξιακή μαυρίλα που με τόση μαεστρία περιέγραψα παραπάνω, αλλά παιγνιώδη, ειρωνική και ψευτο-διεκτραγωδιστική, να το πούμε έτσι, διάθεση,
λ.χ.

- Είμαι κι εγώ ξυσαρχίδας) αλλά είσαι κι εσύ
- Είμαι κι εγώ (κατεστραμμένος) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σουρτούκω) αλλά είσαι κι εσύ...

1.(από εδώ).

Πολύ μελαγχολία, ρε Γιώργη. Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (από τεκνατζούδικη συζήτηση σε φόρουμ)

lalaith: Εγώ γλυκιά μου αναλαμβάνω μόνο αγοράκια 16-18 ετών... Να σου προτείνω καμιά συνάδελφο...

Marema: Αγοράκια 16-18 εε;;; Βοηθό θές;;; :)))))))))

lalaith: Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (βάζω καταχρηστικά κι ένα που δεν αποσιωπεί τίποτα, αλλά έχει πλάκα, από το site se eida και τις αντιδράσεις σε ομοφυλοφιλική αγγελία)

- ειστε τελειως μαλακες τελικα. κομπλεξαρες του κερατα.ομοφοβοι
- η αληθεια ειναι οτι ειμαστε λιγο μαλακες και κουτσομποληδες, αλλα εισαι κι εσυ σπαζοκλαμπανιας ρε παιδι μου, δεκα φορες την εβαλες την πουτσοαγγελια σου (ονομα και πραμα) , ε νισαφ ιζ νισαφ γκανταμιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

WARNING: Λόγοι πληρότητας μας αναγκάζουν να περιλάβουμε στο παρόν λήμμα και λέξεις που δεν είναι καθαρά (ή και καθόλου) σλανγκ. ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΟ ΛΗΜΜΑ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ.

Η ευχή (του Θεού) και ο πούτσος είναι δύο σημεία που ορίζουν μία ευθεία. Η ευθεία αυτή αναπαριστά την κλίμακα ισχυρότητας μιας ομάδας εκφράσεων, που χρησιμοποιούνται σε δύο κύριες δέσμες συμφραζομένων: ως συνοδευτικά ερωτήσεων, π.χ. πού στην ευχή/πού στον πούτσο, και ως επιφωνηματικές εκφράσεις/λάιτ κατάρες.

Α. Συνοδευτικά ερωτήσεων:

Η κλίμακα από το λιγότερο προς το περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένο έχει ως κάτωθι.

i. Πού στην ευχή, πού στο καλό.

ii. Πού στα κομμάτια.

iii. Πού στην οργή.

iv. Πού στον κόρακα, πού στο λύκο.

v. Πού στο διάβολο (διάολο/διάλο), πού διάβολο (διάολο/διάλο).

vi. Πού στον πούτσο.

Όλα τα ανωτέρω συνδυάζονται και με άλλες ερωτήσεις, όπως ποιος, τι, γιατί κλπ..

Β. Επιφωνηματικές εκφράσεις/Λάιτ κατάρες:

Λέμε «ά(ει) στην οργή, στο διάβολο» κλπ. έτσι γενικά, στον αέρα, για να εκφράσουμε είτε οργή είτε έκπληξη είτε και θαυμασμό. Επίσης τα λέμε προς συγκεκριμένο άνθρωπο, διαολοστέλνοντάς τον. Η κλίμακα συναισθηματικής φόρτισης είναι η ίδια, μόνο που ο πούτσος εδώ δε χρησιμοποιείται (αντίθετα από τη γενική του συνήθεια να χρησιμοποιείται παντού και πάντα).

Άμα βαριέστε τα σεντόνια, μπορείτε να σταματήσετε εδώ.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

  1. Όλο αυτό το πλέγμα εκφράσεων έχει εξυφανθεί γύρω από μία κεντρική, την οργή: Πού στην οργή...; Εννοείται η οργή του Θεού.

Η ευχή, του Θεού πάλι, είναι ένας ευφημισμός για την οργή. Θέλω να σε στείλω στην οργή του Θεού, αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατούμαι. (Κάνω να σε καταραστώ μα πάλι σε λυπούμαι, κατά το municipal song). Το ίδιο είναι και το καλό (πού στο καλό...;).

Ο διάβολος πάλι, είναι προορισμός ακόμη χειρότερος από την οργή του Θεού. Εδώ θέλω να σε καταραστώ και όχι μόνο δε συγκρατούμαι, αλλά υπερθεματίζω κιόλας.

Αλλά όχι, θα συγκρατηθώ. Λίγο όμως: άει στον κόρακα! Αυτή είναι μια έκφραση ευφημισμού για το άει στο διάολο, που την έλεγαν ήδη από την αρχαιότητα (προ Διαόλου δηλαδή!): ἔρρ' ἐς κόρακα. Το ίδιο περίπου είναι και ο λύκος, ο οποίος επιπλέον αντιπροσωπεύει και μία πραγματική απειλή, ως ζώο επικίνδυνο και, κατά περίπτωση, έως και ανθρωποφάγο.

Άλλοι, πιο άμεσα κατανοητοί ευφημισμοί για το διάβολο είναι ο διάτανος και ο διάδρομος (πού στο διάτανο, άει στο διάδρομο).

Τα τσακίδια, τα γκρεμίδια και τα κομμάτια είναι γενικώς ευφημισμοί, όχι αντί κάποιας συγκεκριμένα από τις υπόλοιπες εκφράσεις. Όμως τα μεν κομμάτια, ως υπαρκτή λέξη που δε σημαίνει τίποτε το κακό, είναι πολύ πιο ήπια από τα άλλα δύο, που έχουν μια βιαιότητα στη μορφή και την έννοιά τους.

Τα γαμίδια δεν μπορούμε βέβαια να τα πούμε ευφημισμό. Είναι επιτατικότερη, ακόμη πιο έντονη και βίαιη και εκφραστική, παραλλαγή των προηγούμενων. Συνεπώς, η ευθεία γραμμή που λέγαμε στην αρχή ότι εκφράζει την κλίμακα έντασης των εκφράσεων, ενώ ισχύει σε συγχρονικό επίπεδο, αν τη δούμε στη διαχρονία της (στο πώς γεννήθηκε η κάθε φράση) κάνει πολλά μπρος πίσω: το ένα είναι επιτατικό του άλλου, που είναι ευφημισμός του παράλλου, και πάει λέγοντας.

Τέλος, έχουμε τον πούτσο. Αυτός δεν κολλάει πουθενά. Οι λόγοι που έχει ενταχθεί κι αυτός στο πλέγμα είναι κατά τη γνώμη μου δύο: αφενός, η γενική τάση να τον βάζουμε παντού (ιδίως όσοι δεν τον βάζουμε αρκετά συχνά εκεί όπου κυρίως θα θέλαμε, οπότε ξεδίνουμε με τα λόγια). Και αφετέρου, μία παρανόηση που προκαλούν οι πολλοί ευφημισμοί: παλιά, όταν θέλανε να πούνε «διάβολος» και αντ' αυτού λέγανε κάτι άλλο, δεν το έκαναν επειδή η λέξη είναι άσεμνη αλλά πιο πολύ από ένα θρησκόληπτο/προληπτικό φόβο του ίδιου του διαβόλου. Όσο αυτές οι αντιλήψεις υποχωρούν, το «σόκιν» μετατοπίζεται από τα διαβολικά προς τα άσεμνα. Και τα κατεξοχήν άσεμνα είναι βέβαια τα σεξουαλικά. Δηλαδή ο άλλος θεώρησε ότι η λέξη που εννοείς αλλά δε λες θα πρέπει να είναι πολύ σόκιν, τουλάχιστον ένας πούτσος. Ή, αλλιώς, θέλησε να βρει κάτι πολύ βαρύ να πει, ο διάβολος όμως είχε αλαφρύνει από την εποχή των γιαγιάδων μας, οπότε τι είναι σήμερα βαρύ; ο πούτσος.

  1. Οι παραλλαγές της λέξης διάβολος, όσο πιο κοντά είναι στην κανονική της μορφή, τόσο πιο ήπιες είναι: πιο ήπιο είναι το πού διάβολο, πιο βαρύ το πού διάολο, ακόμη πιο βαρύ το πού διάλο. Δηλαδή, όπως γίνεται συνήθως, η κοινότερη λέξη φέρει μικρότερο συναισθηματικό φορτίο από τη σλανγκοπρεπέστερη.

Παραδόξως, το αντίθετο συμβαίνει με τη σύνταξη: η πλήρης σύνταξη πού στο διάβολο ακούγεται βαρύτερη από την ελλειπτική πού διάβολο. Ίσως επειδή οι περισσότερες λέξεις ακούγονται εμφατικότερες, ενώ οι λιγότερες περνάνε και λίγο απαρατήρητες.

  1. Αντί ποιος (στο) διά[β(ο)]λο λέμε και ποιος διά(β)ολος.

  2. Οι ερωτήσεις πού στην οργή κλπ. εκφράζουν, κατά την κλίμακα που τις βάλαμε, μία γκάμα συναισθημάτων από απλή απορία (τι στο καλό είναι αυτό;) έως οργή και αγανάκτηση (πού στον πούτσο είσαι τόσες μέρες;).

— Παρακαλώ πολύ, μήπως ξέρετε πού στον πούτσο είναι η οδός Αμασείας;
— Τρίτο στενό αριστερά.
— Ευχαριστώ πολύ, καλημέρα σας.
— Να πάτε στην ευχή του Θεού.

Δες και τι στον πούτσο;

Παράβαλε την σχετική έκφραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσε μας ήσυχους μπούλη, κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις, γιατί είσαι μωρό ακόμα και πρέπει να δυναμώσεις.

Το αυγό τρώγεται και ωμό (τουλάχιστον πριν της πτηνογρίπης, αν πιστεύουμε σε τέτοια) από μια τρυπούλα που ανοίγουμε στο πλάι του με καρφίτσα, καθώς και χτυπητό στο ποτήρι με ζάχαρη ή / και κακάο. Παλιά συνταγή για να δυναμώσουμε. Το κάνουν ακόμα και τώρα τα μπιλντέρια, ε μαυρόγιαννε;

Κλασική σκηνή παιδικών χρόνων με τις μαμάδες να κυνηγούν τα μούλικα στο σχολείο, στο σπίτι, στην παραλία, παντού, με το βραστό αυγουλλλάκι. Κλασική εικόνα των παιδικών μου χρόνων, συμμαθητές (προσοχή: νέβερ συμμαθήτριες...) στο δημοτικό που δεν είχαν καλοπλύνει -ή και καθόλου- τα μούτρα τους και έσκαγαν μύτη στην τάξη ή στο σχολικό με ξεραμένα αυγά στην άκρη των χειλιών... (να, τό 'πα πάλι το αηδιαστικό μου εϊσιτζίδη, εντάξει;)

(Παραδόξως όμως η υποφαινομένη γουστάρει τρελά τα αυγά, όπως.)

- Εγώ πάντως σου λέω πως δεν είναι και πολύ σώφρον να κανονίσετε να πα να τον πλακώσετε στο ξύλο.
- Καλά, εσύ ρούφα τ' αυγό σου τώρα και άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... αλλά δεν το λέω. Ξέρω πολύ καλά τι θέλω να πω, αλλά συγκρατούμαι, είμαι ανώτερος άνθρωπος, δίνω τόπο στην οργή, το καταπίνω και δεν το λέω και μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ωσεκτουτού τυχερό.

Σε ό,τι αφορά τις χειρονομίες, ενώ στην περίπτωση της προσωρινής αμνησίας που πραγματεύεται ο jonas ο δείκτης όντως δείχνει προς το στόμα του ομιλούντος και ενίοτε ακουμπά ελαφρά το κάτω χείλος ή και τη γλώσσα, στην περίπτωση του καταπιεσμένου μπινελικίου παίζει αντίχειρας, με το νύχι προς τα μέσα, να ακουμπάει στιγμιαία στην άνω οδοντοστοιχία και να φεύγει προς τα μπρος - έρκος οδόντων κλπ.

Απαντάται συνήθως στον αόριστο - «εδώ το 'χα». Συνήθως επίσης, της φράσεως προηγείται το αχ ή το να.

- Αχ, εδώ το 'χα να της τα πω ένα χεράκι και για την προκομμένη την κόρη της και πόσα παλούκια έχει πηδήξει που θα μου βγάλει εμένα γλώσσα για την ανατροφή που έχουν τα παιδιά μου, αλλά ας έχει χάρη που 'τανε μπροστά κι ο άντρας που 'ναι συνταξιούχος και ποτέ δεν έχει δώσει αφορμή και 'χει και την καρδιά του και τον λυπήθηκα τι χρωστάει αυτός τώρα και είπα μόνο θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου και το μόνο που δεν άντεξα και της είπα φεύγοντας κυρα-περμαθούλαμου μεγάλη μπουκιά φάε μεγάλο λόγο μην πεις και κοίτα αυτά που κοροϊδεύουμε μια μέρα να μην τα λουστούμε, αλλά σε λέωΚατίνα μου να, εδώ το 'χα, σ' ό,τι έχω ιερό η Μαρία σου τι κάνει με 'κείνον τον ανεπρόκοπο που τραβιότανε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«...να 'χεις», δηλαδή «να 'χεις και απόθεμα», όπως στη φράση «δούλεψε να φας και κλέψε να 'χεις». Πιθανό η φράση να προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο οι πλανόδιοι και υπαίθριοι πωλητές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους.

Κλασσική νεοελληνική φράση που συνοδεύει χειρονομίες χουβαρνταλίδικες. Δεν πρόκειται απαραίτητα για λαρτζεριές, αλλά για πράξεις που ανασκευάζουν έμπρακτα και καθ' υπερβολήν την αμφισβήτηση που έχει δεχθεί ο εκφέρων την φράση, ακριβώς ως προς το αν μπορεί να κάνει μια τέτοια υπέρβαση. Φυσικά, ο νεοελληνικός χαρακτήρ ορίζει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρήστης της φράσης δεν αποσκοπεί απλά στο αποδείξει την αξία του, αλλά να εκμηδενίσει τον Άλλο, να τον συντρίψει, να του βουλώσει το στόμα και να του γαμήσει τη μάνα.

Αυτή η ψυχική οικονομία αναπόδραστα προσέδωσε με τον καιρό στη φράση σχεδόν αμιγείς συνδηλώσεις εκδίκησης, ώστε η πράξη την οποία συνοδεύει η φράση να μπορεί να είναι (ή να θέλει να παρουσιάζεται ότι είναι) και καθαρά ανταγωνιστική, εχθρική, βλαπτική σωματικά ή ηθικά ή συναισθηματικά και άφθονη μόνο ως προς αυτές τις τις ποιότητες (η φράση κατά βάθος απηχεί ένα πάρε-δώσε του ressentiment).

Κάπου στη μέση συναντάται η σημασία της φράσης που αφορά στην άφθονη προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας που εκτιμώνται μεν γενικά ως θετικά, όχι όμως και από τον εκφέροντα τη φράση, ενδεχόμενως ακριβώς λόγω της γιουσουρουμικής αφθονίας της πράξης (σ' αυτήν την περίπτωση η φράση είναι κοντά στο δώσε και μένα μπάρμπα).

  1. (στο τραπέζι)
    - Βάλε ρε συ λίγο παραπάνω φετούλα στη σαλάτα... βάλε να φάμε... - ....
    - Ε βάλε ρε συ λίγο φετούλα να φάμ...
    - Ε να, πάρε να 'χεις ρε μαλάκα... φά' την όλη... ήθελα να φτιάξω πίτσα, τώρα το γάμησες... αλλά τέτοιος είσαι... - Πίτσα;
    - Χωργιάτικη... αλλά εσύ εκεί... - Συγνώμη, δεν ήξερα...

  2. (στο μπάσκετ)
    - Αρχίδια...
    - Να ρε μαλάκα, πάρε να 'χεις...

  3. (στο γαμήσι)
    - Πάρε μωρή ννννγκχχχχβνμμμ.... πάρε να 'χεις, που θα με πεις χοντρούλη... ννννγκχχχ... χοντρός είναι ο πούτσος μου... (βλ. και εδώ σχετικό poll).

  4. (στο ιντερνέτ).
    Αρχίδια. Πάρε να’ χεις. Δωρεάν: Ύστερα από το σάλο των τελευταίων εβδομάδων, οι bloggers ετοιμάζονται να περάσουν στην αντεπίθεση του free press. Το νέο εβδομαδιαίο έντυπο θα στελεχώσει η Εθνική του blogging, με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα έχει επιβιώσει του μαλλιοτραβήγματος για την ηγεσία - και το editorial.

Εν τούτω Νίγκα (από Hank, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριεστημένη και ιδιαιτέρως απαισιόδοξη εκδοχή του «μπα».

Προφέρεται χαμηλόφωνα, με μια ελαφρά αηδία, τόση είναι η έλλειψη ελπίδας ή προθυμίας μας. Το δε κάτω χείλος μας κατεβαίνει κι άλλο και ίσα-ίσα που βγάζουμε τη γλώσσα έξω. Κοιτάμε αλλού, όχι τον συνομιλητή μας, κυρίως κάπου χαμηλά, πχ στο πάτωμα.

Καμία σχέση με το «Μπεεε» των προβάτω (sic), αυτό λέγεται ανοιχτά και δυνατά.

Λέγεται και ερωτηματικά με τη σημασία «καλέ τι μας λες τώρα» ή «βρε βρε βρε...», «για δες», « α ναι, ε;» κτλπ.

Σημ.: για το καθαρόαιμο «μπα», δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω απ' ό,τι ο Τριανταφυλλίδης, ας πούμε.

  1. - Λες να τηλεφωνήσει;
    - Μπε...

  2. Τι λες, πάμε στο πάρτι απόψε;
    - Μπε...

  3. - Σωτήρη, είμαι έγκυος!
    - Μπε;;; Πώς έγινε αυτό;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόσταγμα σοφιάς του ελληνικού λαού για ένα από τα αγαπημένα αθλήματά του. Οι διάφοροι ξύστες έχουν φτάσει σε επίπεδο να χρησιμοποιούν και εργαλεία γι' αυτήν την αμιγώς χειρωνακτική εργασία και έχουν καταλήξει, έπειτα από δοκιμές με διάφορα εργαλεία, πως καλή η τσουγκράνα, αλλά αφήνει κενά η άτιμη.

Χρησιμοποιείται για να χλευάσεις την παντελή έλλειψη ενεργοποίησης και το μόνιμο καθεστώς της ρέχλας. Ύπάρχει και η εκδοχή ξύσ' τ’ αρκίδια σ' με τον κασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά.

- Έλα ρε Γιάννη, πού είσαι ρε, τι κάνεις;
- Καλά ρε, έχω εξεταστική αλλά αρχίδια, λιώνω στα γάρα, γιουτούμπε και σλανγκ.
- Α καλά... Φιλαράκι, ξύστα με κασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική συνήθως προσφώνηση που συνδυάζεται με αυταρχικό ή πονηρό ύφος π.χ. «πού ήσουν πουλάκι μου;», «ώστε έτσι πουλάκι μου!».

(διοικητής προς απλό φαντάρο, φωναχτά)

- Πού ήσουν πουλάκι μου το μεσημέρι που σε φωνάζαμε; Δεν είχες υπηρεσία θαλαμοφύλακα;
- Εμ... κοιμήθηκα, κύριε διοικητά.
- Κοιμήθηκες ε; Ώστε έτσι πουλάκι μου! Πάρε τώρα 5 φυ να έχεις.

σ.σ. το παράδειγμα είναι πολύ στο περίπου, δεν έχω πάει ακόμα φαντάρος.

Got a better definition? Add it!

Published