Further tags

Πολιτική φράση ξαφνικού κεραυνοβόλου διπλωματικού έρωτος. Πιο συγκεκριμένα, αφορά σε χρόνιες παθολογικές διπλωματικές σχέσεις κρατών που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι πλασμένα το ένα για το άλλο και συνηθίζουν να «καθυστερούν την αναγνώριση» ή να επισυνάπτουν άριστες διπλωματικές σχέσεις με τα γειτονικά τους κράτη τα οποία έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, και ξαφνικά, μια ωραία πρωία συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν το ένα χωρίς το άλλο. Φυσικά και αυτή η νέα πολιτική θέαση του διπλωματικού έρωτα η οποία παίρνει τη θέση της άλλοτε κρατούσας άποψης της στυγνής συμφεροντολογίας είναι made in Greece, διότι κάτι μας πιάνει το καλοκαίρι εδώ και θέμε να χαλβαδιαζόμαστε! Και βρήκε στο πρόσωπο του ιδανικού ερωμένου της το Israel (αφού δεν της έκατσαν άλλοι κι άλλοι) - ε, αν είναι ποτέ...

- Τι μαγευτική κρουαζιέρα Yorgo! Θα μου μείνει αξέχαστο το γεύμα που μου προσέφερες στο isle of Poros!!
- Άχου, άχου, Νετανιάχου... Να μας ξανάρθεις, να μας ξανάρθεις!

"δυστυχώς πρέπει να φύγω, George" - "μή φεύγεις, Benji" (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 18/08/10)(από σφυρίζων, 08/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο που λεγόταν κατά κόρον τις προηγούμενες 2-3 δεκαετίες, τότε που σκάσαν τα πρώτα ενοικιαζόμενα δωμάτια στα νησιά, μικρά, άθλια, ζεστά, υγρά, που ήταν θαύμα το ότι είχαν τουαλέτα. Έτσι λοιπόν, την πινακίδα που έλεγε ROOMS TO LET και που την συναντούσαμε όπου (ή που κραδαινόταν στα χέρια κάποιου ζήτουλα ντόπιου πάνω που βγαίναμε από το πλοίο) την παραφράζαμε ως ROOMS TOILET, καθότι το Ι, παρόλο που δεν γράφεται, είναι σα να το βλέπεις.

Η έκφραση έχει μείνει μέχρι τα τώρα για τους παλιούς, για τους δε νέους δεν λέει μάλλον τίποτα, δεν αποτελεί ούτε καν μπαμπαδισμό.

Τι λες, να κλείσουμε από πριν, ή να κατέβουμε στο νησί και να κάνουμε μια γύρα για κανα ROOMS TOILET του γούστου μας;

Βλ. και ρουμλετάς, ρεντεκάρος και ρεντρούμης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέχρι πρόσφατα, κύκλοι του διεθνούς παποσιωνισμού είχαν εξυφάνει την παρετυμολογία ότι η εθνική μας βρισιά άι σιχτίρ προέρχεται από τον τουρκικό sikdim αόριστο του ρήματος sikmek (=συνουσιάζομαι) (σ.ς.: Στον Μπάμπη, η επόμενη λέξη μετά το σιχτιρίζω είναι Σιών, τυχαίο; δε νομίζω). Έμελλε να διαψευστούν! Ευτυχώς, γλωσσολόγοι με υγιές (και, κυρίως, ερωτικό) εθνικό φρόνημα αποκατέστησαν ότι πρόκειται για αντιδάνειο από το ελληνικό ας οικτίρω (εναλλακτικώς: σὲ οἰκτίρω, ἀεὶ σὲ οἰκτίρω), ήτοι ας δείξω οίκτο.

Η μετατόπιση στην χρήση είναι προφανής: ενώ το βαρβαρικό σιχτίρι εξαπολύει μια μίζερη αγανάκτηση τ. άι γαμίδια ή άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου, το ελληνοπρεπές ας οικτίρω δείχνει την ανωτερότητα, μεγαλοκαρδία και μεγαλαυχία του Έλληνα, ο οποίος δίνει τόπο στην οργή και δεν καταδέχεται να ασχοληθεί με τον βάρβαρο που πάσχισε μάταια να τον εκνευρίσει. Πώς να είναι αλλιώς, εξάλλου; Όταν έχεις μια γλώσσα που έδωσε τις λέξεις της σε όλον τον κόσμο, τότε δεν μπορείς να πάσχεις από σύμπλεγμα κατωτερότητας, παρά μόνο ίσως από κάποιο σύμπλεγμα ανωτερότητας, και να περαίνεις «δι' ἐλέου καὶ φόβου τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Γιατί όταν οι άλλοι δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη το fuck you, εμείς οι Έλληνες ήδη οικτίραμε!...

(Για μια ανθελληνική ανταπάντηση δες εδώ).

  1. - Και το «άϊ σιχτίρ» είναι Τούρκικο, προέρχεται όμως από το «ας οικτίρει». [...] Του Βελούδιου η άποψη είναι γνωστή και δημοσιοποιημένη από χρόνια, και του Παπακωνσταντίνου, ότι από το Ζεύς και Βάκχος βγαίνει το ζεϊμπέκικο [...] Αν όλα αυτά τα θεωρείς εθνικισμούς και αρχαιολατρεία, τι να κάνουμε, ίσως-ίσως και νάναι οι Έλληνες μιά ξαχωριστή ράτσα!!! Πειράζει;

(Τα πράγματα μπαίνουνε στην θέση τους εδώ. Ο βακχιστής φίλος παρέλειψε ότι το γκεϊμπέκικο προέρχεται από αρχαίους βακχιστές, οι οποίοι κροτούντες παλαμάκια στον διοβακχιστή ανέκραζον «Ὤ Γαῖα». Ομοίως και ο υιός του Διός και της Γαίας που τον χόρευε τον πυρίχιο).

  1. Και βέβαια είναι θεμιτό 100 άνθρωποι να κλείνουν την Πανεπιστημίου για 7 μέρες... Και 20 να είναι, αν το συνδικαλιστικό κίνημα προτάξει την ομπρέλα του, αυτοί οι 20 έχουν περισσότερο δίκιο από τους χιλιάδες άλλους που επιθυμούν να εργαστούν.
    Αεί σε οικτίρω!

(Τρισχιλιετής ελληνική συνέχεια εδώ).

  1. - Αντί να δούμε για Ιππόλυτο τον Μαρκουλάκη να γουστάρουμε, έπρεπε να κοιτάμε ντουβάρια και υπέρτιτλους...
    - Ας οικτίρω επιτέλους με τα ντουβάρια και τους υπέρτιτλους!

(Ατάκα επιφανούς συσλαγκιστή που κάλεσα σε παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πουτσαλδάρη, με το Θέατρο Συρακουσών και υπέρτιτλους πάνω στα νταμάρια).

  1. Η εκπομπή «θα στα λέω κι ας οικτίρεις» (βλ. λ.χ. εδώ) μάλλον προωθεί τον οίκτο ως ελληνική επίλυση του εκνευρισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω ή πρέπει να φύγω, την κάνω, την κανά, την κανουτέ, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, παίρνω τον λοσπού.

Η φράση χρονολογείται από τον επαναστατικό αγώνα του 1821, όταν όλοι οι οπλαρχηγοί ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από την Τροπολιτσά, ενώ αναμενόταν και η οικονομική βοήθεια εν είδει επαχθούς δανείου από τον φιλέλληνα Υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιο Κάνιγγ. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος χρησιμοποίησε το τελευταίο ως πρόσχημα για να υπονομεύσει τον αγνό αγώνα των οπλαρχηγών με τις φαναριώτικες μηχανορραφίες του. Έτσι λίγο πριν παραδοθεί η τουρκική φρουρά της Τροπολιτσάς σε μια κρίσιμη καμπή της πολιορκίας πήρε τους Υψηλάντηδες και άλλους ταγούς και είπε στον Κολοκοτρώνη την ιστορική φράση «Την Κάνιγγος» (η πλήρης φράση ήταν «την Κάνιγγος βοήθειαν εξέρχομαι ίνα συλλέξω»), ενώ στην πραγματικότητα ήθελε απλώς να στερήσει από τον Κολοκοτρώνη την δόξα για την επικείμενη άλωση. Έκτοτε ο όρος χρησιμοποιείται όταν κάποιος που τον νομίζαμε ως φίλο φεύγει σε κρίσιμο σημείο και μας αφήνει στα κρύα του λουτρού.
(Λάσκος intended)

Πάντως, για τους φιλέλληνες που το σηκώνανε το λάβαρο βλ. και το λήμα πουστρινγκ.

Γενικώς, η στιγμή που φεύγει κάποιος από την παρέα προσφέρεται για επιτηδευμένους σλανγκισμούς με μεγάλο βαθμό ολίσθησης του σλανγκο-σημαίνοντος, αφενός γιατί καλύπτεται έτσι η σχετική αμηχανία (μα μην φύγεις, κάτσε κι άλλο, πού θα βρεις καυλύτερα, ή αντίστροφα, μην σε κρατάμε), και αφεδύο, γιατί φεύγεις οπότε μπορείς να πεις την μακακία σου χωρίς να φοβάσαι ότι θα συλλέξεις μούτζες και σλανγκαρχιδισμούς.

Ωσεκτουτού, μαρτυρούνται και οι εκφράσεις
Την Μελίνα Κανά, ή απλούστερα την Μελίνα.

Επίσης, κατά το πρότυπο του Τηγκάνιγγος, όπου η αναφορά είναι στην πλατεία Κάνιγγος, σχηματίζονται και άλλες εκφράσεις, όπου την θέση της Κάνιγγος παίρνουν άλλες πλατείες, λ.χ. την Κλαυθμώνος, τηγκολιάτσου, την Βάθης, την Μαβίλη κ.ο.κ.

Αντιθέτως, δεν μαρτυρούνται εισέτι οι εκφράσεις την Κανά της Γαλιλαίας, ούτε την Cunning Linguist.

Πάσα: Jeanoir.

- Βαλτετσίου, μπόιλερ, την Κάνιγγος!

(Χότζειος αποχαιρετισμός).

Τηγκάνιγγος σαν άλλοτε... (από Khan, 13/08/10)ο Kahn, του Kahn-ιγγος (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 13/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε λαϊκά, επαρχιώτικα αλλά και πρωτευουσιάνικα οικιστικά σύνολα της Ελλάδος μας, όπου δεν υπήρξε ποτέ κατά το παρελθόν σχέδιο πόλης και χωρικής ανασυγκρότησης, παρά μόνον άδειες οικοδόμησης οπουδήποτε και οποτεδήποτε, κατόπιν καταβολής λαδιών στις αρμόδιες υπηρεσίες (όχι ότι δεν συνεχίζεται «εντελώς τυχαία» και σήμερα αυτή η κατάσταση), πολλές φορές οι νοικοκυραίοι μας θέλοντας να φροντίσουν για το μέλλον των παιδιών τους ηναγκάζοντο να παρατήσουν το τρακτέρι για να το παίξουν αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, χωροτάκτες και περιβαλλοντολόγοι, δίνοντας έτσι τις «αυστηρές γραμμές» στο παραδοσιακό ύφος της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής του «χτίζω όλο το οικόπεδο και ανεβάζω τόσους ορόφους όσες είναι οι κόρες μου».

Έτσι, οι κατά πολύ νεότεροι συντελεστές δόμησης και κάλυψης που εφαρμόστηκαν από τους πολεοδόμους δεν αποτελούν προϊόντα ακαδημαϊκής ερεύνης των μηχανικών παρά προέρχονται από την εφευρετικότητα του ακούραστου Έλληνα οικογενειάρχη να εφευρίσκει κανονισμούς και να τους εφαρμόζει ο ίδιος όπου και όποτε βρει τον αρμόδιο υπάλληλο που με περισσή δημοκρατικότητα και υπευθυνότητα θα του υπογράψει την άδεια.

Σε περιπτώσεις δε όπου το γεωτεμάχιο ανήκε σε έναν ή περισσότερους εξ’ αδιαιρέτου ή οριζοντίους ιδιοκτήτες, τότε, επειδή οι κόρες δεν ήταν δυνατόν να διαιρεθούν, ο συντελεστής κόρης αυξανόταν αθροιστικά. Έτσι, εάν ήταν 4 ή 5 τα αδέρφια ή ξαδέρφια ή, τελοσπάντων, τα φυσικά πρόσωπα που είχαν δικαιώματα στο ακίνητο (πράγμα σύνηθες στο Εθνικό μας Κτηματολόγιο) και είχαν από 2 κόρες έκαστος, τότε η άδεια για το δεκαόροφο έβγαινε με τα μπούνια.

Αργότερα, οι κόρες άρχισαν να μορφώνονται και να μετακομίζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα για να σπουδάσουν σε επαγγελματικά ιδρύματα. Έτσι, το εμπράγματο δικαίωμα «κόρη» μεταφερόταν από περιοχή σε περιοχή και μεταβιβαζόταν όλο στον επίδοξο «νοικάρη», ιδιοκτήτη σε περιοχή πλησίον του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Έτσι, έχουμε την τύχη σήμερα να μπορούμε να θαυμάζουμε τα σύγχρονα 20όροφα αρχιτεκτονικά θαύματα έξω από την Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου και αλλαχού.

Μερικά μόνο από τα χιλιάδες οικιστικά σύνολα που έχουν σχεδιαστεί με βάση τον «συντελεστή κόρης» παρατίθενται εδώ μόνον για λόγους πρακτικής τεκμηρίωσης του λήμματος και είναι η Νέα Αλικαρνασσός του Ηρακλείου Κρήτης, ο Άγιος Βασίλειος στο Περιστέρι Αττικής, η Κυψέλη του Δήμου Αθηναίων, τα Μανιάτικα του Πειραιά, ο Αλμυρός Βόλου, διότι αν ξεκινούσαμε να τα αναφέρουμε όλα δεν θα τελειώναμε ποτέ.Ζωγραφική με το πόδι

- Καλησπέρα κύριε Νώντα. Σήμερα το πρωί σας έφερα και τη μελέτη για την πυρασφάλεια. Ελπίζω ότι θα καθαρίσετε σύντομα με το θέμα εφαρμογής του συντελεστή κόρης στην οικοδομή μου, εφόσον δεν πήγε από αρχιτεκτονικό συμβούλιο.

- Καλησπέρα κύριε Φώντα. Μείνετε ήσυχος. Η συνεργασία μας ήταν άψογη και όλη η Διεύθυνση θα είναι στην διάθεσή σας. Αφού υπάρχει η άδεια του '70 την οποία δεν υλοποιήσετε λόγω αρχαιολογίας! Θεωρώ ότι σε μία βδομάδα θα μπορείτε να αρχίσετε τις εκσκαφές...

- Είστε εξαιρετικός, κύριε Νώντα!

"Για μια χούφτα τούβλα", Τσάκωνας, 1987 (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 09/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενίστικος τρόπος να πεις «α, καλά», εννοείται περιφρονώντας κάτι ως αναξιόπιστο, στερούμενο σοβαρότητας ή και αληθείας. Προφάνουσλυ το λολοπαίγνιο αφορά στο γνωστό ποτό Kahlua, μη βάζω λίνκι το ξέρουμε όλοι μας. Πρβλ. και καλούα, καικαλούας.

- Αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό! Μόνο εγώ, εσύ κι ο Σάκης το ξέρουν!
- Α καλούα! Στο πρακτορείο Ρόιτερς βρήκες να πεις τα σώψυχά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι γνωρίζουμε το γνωστό καμάκι «ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;». Αυτό εδώ είναι μια παραλλαγή που συνήθως χρησιμοποιείται σε μπάζα ή στον υπερβολικά μαλάκα της παρέας, για να τονίσεις την ασχήμια της κοπέλας ή του άντρα (συνήθως κοπέλας) ή την υπέρτατη μαλακοσύνη του φίλου σου!

  1. — Πο πο πο... κοπελιά, τσοφλέμπορας είναι ο πατέρας σου;
    — ...

  2. — Κοίτα παιδί ρε γαμώτο... Χαζός είναι; Ρε Νίκο, τσοφλέμπορας είναι ο πατέρας σου;
    — Άντε στο διάολο ρε!

Δες ακόμη: μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοκοποτάτη έκφραση μαθητικής εσοδείας, υπονοούσα ότι το παλαιό ρητό εκφερόμενο σε στιγμές απελπισίας και αδιεξόδων επιβάλλεται ναρετουσαριστεί, ν’ αλλάξει ούτως ειπείν η απτική του μνήμη που παραπέμπει σε επώδυνα και τραυματικά ερεθίσματα, να αντιστοιχιστεί εννοιακά με φιλικότερο προς το υποκείμενο περιβάλλον.

Έτσι, προσεγγίζοντας τη γνώση που αποκωδικοποιεί έναν φαινομενικά αυθαίρετο και αναπάντεχο συσχετισμό, αποκαλύπτεται η σχέση ανάμεσα στην κυριολεξία και την ιδιωτισμικότητα, καθώς ο χρήστης συμφύρεται μ’ ένα σύμπαν όπου δεν υφίσταται η απειλή της βαρύτητας, όπου η αγνότητα, η καθαρότητα, η μυρωδιά της λεβάντας και της βανίλιας, η βελούδινη γεύση στη γλώσσα τον ωθούν απαλά προς την λησμονημένη παιδική ηλικία, πολύ πριν τους εξαναγκασμούς των κανονιστικών συμπεριφορών.

Οι λέξεις, κρατώντας μόνο την μουσική και το μέτρο τους σαν λεπτές σχεδόν αόρατες χορδές, συνδέουν ανεπαίσθητα τις αιχμές και την τραχύτητα του βουκολικού τοπίου με το θρόισμα των συμφώνων τους, το πλατάγισμα των κυμάτων, την εκούσια διολίσθηση σε αργιλώδη λυτρωτικά λουτρά.

Αυτά, για τα μούλικα!

Σε μια διαφορετική προσέγγιση τώρα, ψηλαφώντας τυφλά ανάμεσα από τη γλώσσα, οι πληροφορίες που υποσυνείδητα κατέχει ο διαστροφικός λεξιλάγνος χρήστης στο... πίσω μέρος του εγκεφάλου του, συντελούν ώστε να αποκαλυφθεί από ποια επιπλέον στοιχεία αποτελείται η ιδιωτισμική σημασία της έκφρασης.

Γνώστης της βοτανικής, ευλόγως συνδέει τον αφρό με την διασπερμάτευση σε πιο λάιτ εκδοχή, κάτι σαν με τρία τοις εκατό λιπαρά ένα πράμα.

Οι ανήσυχες αισθήσεις του από την άλλη πλευρά, τον κάνουν ν’ αναρωτιέται: τι χρώμα κρέμα; Σοκολατί; Κερασί; Κοκακολί;

Και φτάνοντας αναπότρεπτα στην ιδιάζουσα συνδυαστική του αντιληπτικότητα, συνθέτει το τρελό σκηνικό: Πάντελας και Βάγγελας κάπου στις Κυκλάδες, στη 99η στάση μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ώτα, τρία δεύτερα πριν το τέλος του κόσμου:
- Ναι, ναι, ΝΑΙ,ΝΑΙ, ΝΑΑΑΙΙΙΙ!!!
Αποτέλεσμα: μπρος αφρός και πίσω κρέμα.

Είναι βεβαίως βεβαίως αδιευκρίνιστο αν τα μούλικα κατέληξαν σε αυτό το επίπεδο ερμηνείας -κι ούτε μπορεί να διαπιστωθεί γιατί δεν λένε.

Το μέλλον θα δείξει.

Πω ρε κοίτα, η Τζούλια με περιμένει στις βρύσες κι η Μαριάννα στους καμπινέδες. Λες να τους σφύριξε κανένας ότι φασώθηκα με τη Σάσα;
- Τώωωρα, μπρός αφρός και πίσω κρέμα, δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καθομιλουμένη, σημαίνει ότι ψάχνομαι για καταστάσεις αι οποίαι θα με δυσκολέψουν, θα τις φάω και γενικά οδηγεί σε νταλαιπώργια.

Στην σλανγκ εκδοχή σημαίνει ότι πεινάω και ψάχνω το καλύτερο (θεωρητικά πάντα, γατί μπορεί να πέσουμε και σε γατόγυρο) γυράδικο, να κατευνάσω τη λίμα μου με κανά γυρόνι

ασίστ: το γυράδικο

- Κάνει πείνα, ή εγώ πεινάω;
- Κάνει πείνα! Είσαι για κανά πιτόγυρο;
- Πάμε γυρεύοντας;
- Τώρα αυτό για σλανγκ το είπες;
- Ουιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified