Further tags

Προέρχεται από το αρμένικο «καρτάς» (qartash) και αναλύεται σ : «qar» = πέτρα, «tashel» = να ομαλύνω, να διορθώνω, να δίνω σχήμα.

Στην αρμένικη της διασποράς, η λέξη «tashel» προφέρεται «dashel», οπότε και η σύνθετη λέξη που προκύπτει είναι «qardash».

... Πολύ δουλευταράς ο καρντάσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται οι άγριοι, απολίτιστοι. Το κίνημα των Μάου Μάου γεννήθηκε το 1944 στα υψίπεδα της Κένυας κυρίως από μέλη της φυλής Κικούγιου, αλλά και των φυλών Εμπου και Μέρου, που είχαν χάσει τη γη τους από τους βρετανούς αποίκους. Εδώ.

Για το κίνημα των Μάου Μάου η δυτική προπαγάνδα ανέπτυξε αχαλίνωτη παραφιλολογία, ότι ήταν οι τρομοκράτες της εποχής, οι άγριοι, σφαγείς κτλ.

Έλειπε του σάητος.

Καθηγητές (μέσης εκπαίδευσης,) συζητούν για τα προβλήματα της δουλειάς τους:
- Άστα... σήμερα έχω την τάξη με τους μάου-μάου (τρίτη λυκείου, ένα τμήμα με αναιδείς φασαριόζους), δεν ξέρω τι να κάνω με αυτούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μουαρέ δεν έχει να κάνει με το «μου αρέσει», αν και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των νέων από όσο ξέρω. Είναι παλιά αργκό έκφραση, και χρησιμοποιείται για κάποιον που δε ξηγιέται ωραία, δεν συνεργάζεται σωστά πχ στον εργασιακό μας χώρο, κυρίως σε τυπογραφία (γραφικές τέχνες).

Εδώ να εξηγήσω γιατί κυρίως χρησιμοποιείται από τυπογράφους και γενικά ανθρώπους του κλάδου. Η λέξη μουαρέ πραγματικά σημαίνει το ανεπιθύμητο σχέδιο που βγαίνει όταν δεν συμπίπτουν οι μοίρες στο ράστερ δυο φιλμς. Το μουαρέ σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων, είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας η μεγέθους του ράστερ των φιλμ.

Στελλάκη κάνεις μουαρέ, να πούμε.

(από Khan, 06/10/12)μουαρέ (από horeutakis, 06/10/12)

βλ. και κάνω νερά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός έχει διπλή έννοια, ανάλογα με την ετυμολογική επιρροή της λέξης μπουζούκι:

1. O κεφάλας (περσική επιρροή)

Επί οθωμανικής περιόδου, ο μεγάλος ταμπουράς (με την τρύπα του ηχείου μπροστά), λόγω περσικής γλωσσικής επιρροής, λεγόταν bozorg (بزرگ ), που σημαίνει μεγάλο στα Περσικά (συνώνυμο του οθωμανικού büyük). Η λέξη ελληνοποιήθηκε ως μπουζούκι που σημαίνει μεγάλος ταμπουράς.

2. O ξεροκέφαλος, δηλ. ο έχων χαλασμένο κεφάλι (τούρκικη επιρροή)

Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν το μπουζούκι με το πιο κοντινό ηχητικά τουρκικό bozuk, που σημαίνει χαλασμένο, κατεστραμμένο. Είναι καταφανές πως αυτό δεν ισχύει, αφού το μπουζούκι ο μεγάλος ταμπουράς (bozorg-i) ήταν και είναι μια χαρά κουρδισμένο και αγαπημένο όργανο, ο οποίο ουδείς θεωρούσε χαλασμένο. Άπειρες φωτογραφίες και παλαιές γκραβούρες βεβαιώνουν του λόγου το αληθές με απλή πληκτρολόγηση στο γούγλοεικόνες. Βλ. επίσης μελέτες των Νίκου Φρονιμόπουλου (επισκεύασε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη), Ηλ. Πετρόπουλου, Δημ. Σταθακόπουλου και τόσων άλλων.

Ιστορική περέκβαση: το μπουζούκι ανήκει στην αρχαία οικογένεια των Πανδουροϊδών εγχόρδων οργάνων της ανατολικής μεσογείου, που στο διάβα των αιώνων είχε τα ονόματα: πανδουρίς ή τρίχορδον, φάνδουρος, ταμπούρα, ταμπουράς (π.χ του Ρήγα Φεραίου και του Μακρυγιάννη) και πολλά άλλα ονόματα ανάλογα το μέγεθος, τις χορδές, το κούρδισμα και το μέρος που το έπαιζαν ( π.χ bulgari, dort teli, iki teli, cura, baglama, saz, liogari κ.λ.π.) Τέλος, το αμερικάνικης προέλευσης μπουζούκι που χρησιμοποίησαν οι ρεμπέτες αποτελεί υβρίδιο κατασκευής μάλλον του Επ. Σταθόπουλου που πάντρεψε στις ΗΠΑ, τον παλιότερο παραδοσιακό μπουζουκοταμπουρά με το μαντολίνο και έβγαλε ένα νέο όργανο/ υβρίδιο, το τρίχορδο ρεμπέτικο μπουζούκι με τάστα και μηχανικά κλειδιά/γρανάζια που πια δεν ήταν απλός μπουζουκοταμπουράς, αλλά συγκερασμένο όργανο. Κάτι που έγινε και λίγο αργότερα (κατ' άλλους παράλληλα) και με το 4χορδο μπουζούκι.

  1. Περσικό:
    - Μπαμπά, μπαμπά, έχω μεγάλο κεφάλι, μπουχουχού... [μπαμπάς χαϊδεύει επιφάνεια γκλάβας υιού με μεγάλες κυκλικές κινήσεις] - Τσώπα, τσώπα τώλα, μικρέ μου μπουζουκοκέφαλε!

  2. Οθωμανικό:
    - Άντε ρε μπουζουκοκέφαλε! Ξεροκέφαλε και κατεστραμμένε άνθρωπε!

(από Vrastaman, 03/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά λέμε ή ακούμε την έκφραση: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», εννοώντας ότι έγινε στυφό, ξερό, σχεδόν πληγιασμένο.

Αυτομάτως ωστόσο ο συνειρμός είναι πώς το στόμα μας έγινε κάτι σαν παπούτσι, σκληρό, σαν σόλα. Είναι όμως έτσι; Αυτό εννοούσαν οι παλαιοί όταν έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι»; Για άλλη μια φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται και φαίνονται. Ένα παλαιό είδος υποδήματος (οθωμανικά: papuç / παπούτσι ) ήταν το çarık,το γνωστό μας τσαρούχι, το οποίο μοιάζει να συνηχεί με την ομοίως οθωμανική λέξη cariha που σημαίνει πληγή. Επομένως όταν οι παλαιοί έλεγαν: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι / cariha», δεν εννοούσαν πώς έγινε παπούτσι, αλλά πώς ξεράθηκε, έγινε στυφό και πλήγιασε.

Το στόμα μου έγινε τσαρούχι, ξεράθηκε και ελλείψει σάλιου πλήγιασε...

...κι ας είναι και çarık. (από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον παλιομοδίτικο σλανγκορήμα που έχω δεκαετίες να ακούσω να χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία. Επειδή τα φράγκικά μου είναι μάλλον φτωχά, άνοιξα κι εγώ το Le Petit Robert όπου και έμαθα τα εξής ενδιαφέροντα:

Το ρήμα adresser σημαίνει μεταξύ άλλων α) εξαπολύω πλήγμα προς κάποια κατεύθυνση και β) παραπέμπω σε αρμόδιο (και, συνεκδοχικά, λέω εγώ τώρα, καθοδηγώ/υποδεικνύω σε κάποιον την ενδεδειγμένη ενέργεια). Προφάνουσλυ, από αυτή την δεύτερη έννοια προκύπτει και η σημασία εκπαιδεύω που έχει το ρήμα, γούτσου-γούτσου το καλό σκυλάκι, άμα δεν μού φέρεις τις παντόφλες μου δεν έχει κοκό.

Αν και, όπως ελέχθη, η χρήση του ρήματος έχει μάλλον υποχωρήσει έως εξαφανιστεί στον καθημερινό λόγο, εν τούτοις αυτό διασώζεται ακόμα στο νέτι και με μιά τρίτη σημασία, την οποία ομολογώ ταπεινά (είμαι ένα άθλιο φίδι) πως αγνοούσα. Αυτήν της επένδυσης / επικάλυψης κάποιας επιφάνειας με κάποιο υλικό, έννοια η οποία όμως πρέπει να ανάγεται στο αγγλικό ρήμα to dress. Επειδή όμως εδώ μπαίνουμε σε τεχνικά θέματα, να υπενθυμίσω ότι σας έχω ματαίως ξαναζητήσει να μη με μπλέκετε σε τέτοια δύσκολα.

  1. [...] (ο Πολυδεύκης) του ντρεσάρει ένα κροσέ, πάρτον κάτω τον Άμυκο και μάλιστα νεκρό. Έτσι καθαρίζουνε τα παλληκαράκια.

(Από μνήμης αυτό, από την Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου. Δεν ξέρω πότε ακριβώς την έγραψε, αλλά σίγουρα θα είχε αντικειμενική, σοβαρότατη δυσκολία να τη γράψει μετά το 1970 αν με εννοείτε...).

ΜΕΘΟΔΟΣ ΡΑΠΙΣΜΑΤΟΣ 1) Low Tech
ΧΑΣΤΟΥΚΙ -ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ «ΝΑ ΣΟΥ ΝΤΡΕΣΑΡΩ ΚΑΜΜΙΑ ΜΑΠΑ».
ΣΕ ΜΕΤΡΙΑ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ «ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ»! εδώ.

ΘΕΕ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕ ΘΑ ΕΔΙΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ ΗΛΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΗΣ ΝΤΡΕΣΑΡΩ ΤΙΣ ΜΑΠΕΣ ΠΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΖΟΥΝ
(κι αυτό διαδικτυακό).

  1. Ο ΝΤΡΕΣΑΡΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ. Είναι, άραγε, η γυναίκα υποδουλωμένη στην καταπιεστική εξουσία των ανδρών; Παρ' όλο που είναι φεμινίστρια, η Εστέ Βιλάρ υποστηρίζει το αντίθετο: Υποδουλωμένος είναι ο άνδρας, που αμείλικτα τον «εκμεταλλεύεται» η γυναίκα. «Από μικρό τον μαθαίνουν να υπακούει στη γυναίκα: στη μητέρα του, στη συμβία του και μητέρα των παιδιών του αργότερα. Η γυναίκα με την κατάλληλη χρησιμοποίηση του σεξ, δαμάζει τον άντρα της, τον ντρεσάρει να κάνει ότι θέλει. Ικανοποιεί τις σεξουαλικές ορέξεις του, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της διατροφής και της συντήρησης της δικής της και των παιδιών της». εκεί.

  2. Εγω στο superb το περναω με μικροϊνα και νερο και λαμπει μεσα!! Οταν παρω το 303 Aerospace θα το ντρεσαρω και θα ηρεμησω απο τη σκονη!!!!!

[...] Επειδη θελω να ντρεσαρω και εγω τα δικα μου..Στην αρχη με τι τα καθαρισες; Εβαλες καθολου apc; [...] Μηπως θελουν λιγο apc πριν μπει το dressing ωστε να κολλησει καλα;

(Από ιντερνετικό αραμπαδο-φόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακούσαμε στη νέα διαφήμιση γνωστής τηλεφωνικής υπηρεσίας. Προέρχεται εκ τoυ γαλλικού «merveilleux» (merveilleux < merveillus < merveille), που σημαίνει «θαυμάσιος».

Όπως και πολλές άλλες γαλλικές εκφράσεις, έχει εισαχθεί στην ελληνική αργκό αυτούσια από τους παλιούς μουστακαλήδες μπεγλεροφόρους βαρύμαγκες.

- Τα τσιμέντα έπηξαν;
- Έπηξαν!
- Μερβεγιέ...

(από The Gray Jedi, 08/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό τοις πάσι τάπωμα αλλά σε ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και εξασκημένη μορφή, συνήθως σαρκαστικό και υποδόριο. Απαιτεί ταλέντο στην τέχνη της ειρωνείας. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να προβάλλουμε κάποιον χωρίς να ρίξουμε το επίπεδό μας ή χωρίς αυτός να το καταλάβει, εάν είναι αρκετά ηλίθιος. Ιδανικό για χρήση εκεί που η συμβατική βωμολοχία κρίνεται απαράδεκτη.

(σε σχολικό περιβάλλον)
Καθηγήτρια: (αντιπαραθέτοντας της πληρότητα του μαθήματός της έναντι σε αυτό της προκατόχου της) «Η προηγούμενη δεν σας έκανε τίποτα; Τι σόι καθηγήτρια είναι αυτή;»
Μαθητής: (μην μπορώντας να της απαντήσει «δεν κοιτάς τα μούτρα σου λέω 'γω»)
«Συμφωνώ απολύτως, κυρία. Κάθε λογής ανίκανες έρχονται εδώ και μας το παίζουν καθηγήτριες τελευταία.»
Τα πίσω θρανία: «Οοο...! Φάε high class tapping μωρή!»

(Από προσωπική μου συνδιάλεξη εν ώρα μαθήματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μάτσο ορνιθοσκαλίσματα. Η λέξη προέρχεται από τη γλώσσα Σουαχίλι, που ένας θεός ξέρει πώς τη γράφουν.

- Τι σουαχίλι είναι αυτά που γράφεις; Δεν καταλαβαίνω τίποτα!

Σουαχίλι ποίηση (από Vrastaman, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified