Το ρήμα στη γνωστή του μορφή σημαίνει ότι γεμίζω με μπάζα κάποιον λάκκο, τάφρο, υπόγειο οικοδομής κτλ... Μιας όμως και λέγοντας μπάζο εννοούμε και την γκόμενα που δεν βλέπεται, το ρήμα μπαζώνω αποκτά μια σημασία νέα που θίγει ένα μεγάλο κοινωνικό φαινόμενο του καιρού και του τόπου μας: τον σαβουρογαμισμό.

Κάποιος αποφασίζει να μπαζώσει φιλοσοφώντας πρώτα τα μείζονα ερωτήματα της ανδρικής καθημερινότητας, π.χ. «γιατί μου την πέφτουν μόνο μπάζα;», «μα ποιος τις γαμάει τις μουνάρες;», «γιατί όπου πάω παίζει ψωλαρία;», «γιατί γαμάνε οι άλλοι κι εγώ πάντα μένω με την ψωλή στο χέρι;», και άλλα πολλά. Αφού λοιπόν τα σκεφτεί τα προηγούμενα και αποφασίσει κατά το βουδιστικό δίδαγμα να αποδεχτεί αυτά που δεν μπορεί να αλλάξει, περνάει στη φάση του μπαζώματος: πλέον παύει να ασχολείται με ταπεινότητες όπως η εξωτερική εμφάνιση και ορμάει ακάθεκτος να νιώσει τη χαρά της ζωής με αυτές που τέλος πάντων δεν του το παίζουν και δύσκολες (βλέπε και τσιμπουκοζητιάνες).

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη σχολή σκέψης σχετικά με το μπάζωμα, επηρεασμένη και αυτή από τη βουδιστική φιλοσοφία και ειδικότερα την ανέλιξη σε ανώτερα επίπεδα ύπαρξης. Η σχολή αυτή συνοψίζεται στη φράση άμα δεν μπαζώσεις, δεν χτίζειςδεν γαμάς), δηλαδή άμα δεν βάλεις πρώτα χαμηλότερους στόχους ως εραστής, δεν θα μπορέσεις ποτέ να βάλεις και υψηλότερους...

  1. - Ρε μαλάκα αυτός ο Μήτσος είναι τόσο γαμιάς και πηδάει κάθε μέρα και διαφορετική γκόμενα;
    - Αυτός μόνο να μπαζώνει ξέρει αγόρι μου... Αν δεις τις γκόμενές του θα το βάλεις στα πόδια!

  2. (Παράδειγμα από το φόρουμ του Cosmopolitan [βλέπε περιοδικό τουαλέτας])
    [...]..όσο για τους ανθρώπους με κόμπλεξ πραγματικά έχω ένα είδος μαγνήτη γι αυτούς όπως και για τους μαμάκηδες..δεν υπήρξε ούτε ένας να μου πει καλό λόγο,και όλοι πίστευαν ότι τους αξίζει κάποιο μοντέλο. ένας μάλιστα μου χε πει ότι αυτή είναι η θεωρία αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις..ότι δηλαδή τα φτιάχνεις όλο και με καλύτερη γκόμενα μέχρι που θα σου κάτσει η Αλεξανδράτου.το θέμα είναι ότι αυτή είναι η καλύτερη σχέση που είχα ποτέ(όσο περίεργο και αν ακούγεται),ότι αυτός ο άνθρωπος μου εκμυστηρεύεται πράγματα που δεν τα χει πει αλλού και για διάφορους λόγους τον νοιάζομαι πολύ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούν οι φυλακόβιοι για κάποιον που γαμιέται.

- Τον είδα να χει πολλά πάρε δώσε στα ντους με τον Σέσουλα.
- Αφού, μάγκα μου, του το ζμπρώχνει το κουράδι του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρβανίτικη έκφραση που χρησιμεύει στη θέα μιας μεγάλης ομάδας από γαμάτες γκόμενες.

- Ρε Γιώργη, κοίτα τα μουνιά που αριβάρουνε ρε.
- Καλά, το μουνί το δίφορο παίρνει τον κατήφορο, δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.

- Ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο...
- Πού να τρέχω τώρα... Άσε...
- Έλα ρε, απ' το μουνί στον κώλο είναι. Μέχρι να πας, γύρισες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.

Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).

Γιαννάκης: - Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση; - Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για ευνόητους λόγους.

- Τι έγινε τελικά ρε Γιώργο, το πιτσίλισες το μώρακι χτες;
- Άσε ρε μάγκα, έμπλεξα με παρθενοπιπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.

Ρε σάπιε με τη Λόλα πηδιέσαι; Πήγα πέρυσι διακοπές με τη φρου-φρου και μας άκουσε όλο το κάμπινγκ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified