«Αρχίδια πατέρα, στον κώλο σου γιε μου».

Εμφατική παραλλαγή της έκφρασης, από μόνη της προκαλεί απόγνωση σε όποιον την χρησιμοποιεί. Ενδεχομένως να δηλώνει το αβοήθητο του χρήστη της.

- Τρεις μήνες απλήρωτο το νοίκι, σε λίγο θα μας πετάξουνε στο δρόμο. Κι αυτός ο μαλάκας ο ιδιοκτήτης στην αρχή έλεγε «μη σε νοιάζει, θα τα βρούμε», και τώρα στέλνει εξώδικα...
- Αρχίδια πατέρα...
- Στον κώλο σου γιε μου. Σου λέω την έχουμε βάψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη = φουλ εξοπλισμός (εννοείται και ποικιλία).

  1. - Μα τι κουβαλάει πάνω ρε συ ο αγρότης; Αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη.

  2. - Κομπλέ ξενοδοχείο... Έχει αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]

Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.

- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.

Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.

- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!

(από Khan, 20/01/14)(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του άρες, μάρες, κουκουνάρες. Η φράση χρησιμοποιείται κι αυτή για να δηλώσει ότι όσα ειπώθηκαν είναι ψευδή, παπαριές και τα συναφή, με την εξής διαφορά: ότι εδώ αναφέρεται μόνο σε όσους φουσκώνουν όσα λένε για τις κατακτήσεις τους στις γκόμενες.

- Όσες φορές κατεβαίνω στο καρναβάλι της Πάτρας, πάντα πέφτει πούτσος.
- Καλά τώρα. Άρες, μάρες, μουνάρες. Πρόσεχε τ' αυγά μη σπάσεις.

(από HardcoreGR, 14/05/12)(από HardcoreGR, 14/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μορφή από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι τι, η έκφραση υποδηλώνει αλληγορικά μικρές αποστάσεις.

Φασιστόμουτρο ο ένας, σταλίνα ο άλλος ... από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι!

Από τις λούτσες στο βουνί... (από Vrastaman, 09/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούττος=μουνί, κότσιρος=κουράδα.
(που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα)
Είναι η γνωστή φράση: «από το κακό στο χειρότερο».

- Άκουσες ποιος διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης; Ο Παπαδόπουλος. Αυτός που ακούστηκε κάποτε ότι τα έπαιρνε χοντρά για να καλύπτει τις βρωμιές των μπάτσων.
- Πεεεε.... Που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα.

Κι από τα σκατά στον Κότσιρα... (από Khan, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι μια γυναίκα είναι αγάμητη, αραχνομούνα.

- Πω ρε μαλ, κοίτα πώς με κόβει το πουρί απέναντι ρε! Λέω να πάω να της μιλήσω.
- Ποια ρε μαλ ναούμ;
- Αυτή ρε η ξανθιά. Ωραία θείτσα ε;
- Ποια ρε, αυτή την ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.
- Αλήθεια ρε; Είναι ελεύθερη; Πού μένει; - Απηδήτου και Αγάμου γωνία, τρέξε μαλάκα θα σου κάτσει η θεία και θα βατέψεις απόψε!
- Τρέχωωω!!!!

(από prasas, 19/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.

- Ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο...
- Πού να τρέχω τώρα... Άσε...
- Έλα ρε, απ' το μουνί στον κώλο είναι. Μέχρι να πας, γύρισες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified