Έκφραση αδιαφορίας και γραψίματος που εμπεριέχει δόσεις επιθετικότητας και μπιτσοσύνης.

Λέγεται από γυναίκα κατ' αντιστοιχία των στ' αρχίδια μου, ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια, κ.λπ.

- Μωρή πες αλεύρι...
- Έλα λέγε.
- Είδα τον πρώην σου.
- Χεστηκαμάν!
- Ναι σιγά, κι άμα σου πω ότι τον είδα με παρέα; (κλείσιμο ματιού)
- Στο μουνί μου το ιδιότροπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της έκφρασης «της έδωσα το μουνί στο χέρι» ή «της έδωσα τη μήτρα στο χέρι», τουτέστιν επιδόθηκα σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα η οποία οδήγησε την ερωτική παρτενέρ στα πρόθυρα κατάρρευσης. Αναμφίβολα χυδαία έκφραση, με έντονο πάντως χρώμα.

Το γκομενάκι μου το έπαιζε ιστορία και ήθελε να φανεί σκληρή και απόλυτη. Όταν όμως μετά από ολονύχτιο γαμήσι της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ, ήρθε στα ίσα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, συνώνυμο συγκεκαλυμμένο της ερωτικής περίπτυξης.

- Τι έγινε Γιωργάκη, περάστε καλά με τη Μαίρη το Σαββατοκύριακο; - Μια χαρά, επιτέλους βουτήξαμε τον κολιό στο ξίδι, μετά από δύο μήνες. Καιρός ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρβανίτικη έκφραση που χρησιμεύει στη θέα μιας μεγάλης ομάδας από γαμάτες γκόμενες.

- Ρε Γιώργη, κοίτα τα μουνιά που αριβάρουνε ρε.
- Καλά, το μουνί το δίφορο παίρνει τον κατήφορο, δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.

Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.

«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς

Την Παναχαϊκή μου! (από Vrastaman, 21/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: Mένω:

  • μαλάκας
  • παγωτό
  • καρότο
  • άναυδος,
  • κάγκελο
  • σύξυλος,
  • στήλη άλατος,
  • εμβρόντητος,
  • μαρμαρωμένος,
  • με το στόμα ανοιχτό,
  • ενεός,
  • άλαλος,
  • σέκος (αυτό σημαίνει επίσης πεθαίνω ακαριαία),
  • σκουπόξυλο,
  • κατάπληκτος κλπ κλπ κλπ.

Το «μένω πίπα» είναι μία εμφανής παρομοίωση κάποιου που μένει με το στόμα ανοιχτό, σαν να κάνει πίπα.

- Το είπες τελικά στους γονείς σου ότι θα παντρευτείς την Κούλα;
- Ναι, εχτές, και όταν το είπα έμειναν και οι δύο πίπα. Η πρώτη αντίδραση ήταν μετά από πέντε λεπτά, που πήγε ο πατέρας μου να βάλει να πιει ουίσκι.

Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία ακόμη τρανή λαϊκή ατάκα πολύ χρήσιμη όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον ο οποίος κολλάει σε λεπτομέρειες.

Πρωταγωνίστρια της φράσης η γνωστή μας άγνωστη Μάρω, η οποία συχνά αναφέρεται μαζί με το μουνί της. Όχι επειδή έχει κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα ή επειδή το γεννητικό της όργανο έχει κάποιες παράλογες ιδιότητες, απλά επειδή ο όρος «μουνί» συναντάται πολύ συχνά στις ελληνικές ρήσεις και το όνομα Μάρω βολεύει πολύ στο να σχηματίσουμε ρίμες (η ρίμα δίνει στόμφο, μπρίο και κύρος στην έκφραση - χώρια που αποστηθίζεται ευκολότερα). παραδείγματα :άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως, κάτσε Μάρω να στον βάλω, και πολλά ακόμη που δεν θυμάμαι, αλλά που σίγουρα σας έρχονται στο μυαλό.

Στην ρήση αυτή, η Μάρω αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τη μελανότητα του μουνιού της. Εννοείται όχι του οργάνου, αλλά του τριχωτού αυτού. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η Μάρω γκρινιάζει για κάτι που το έχουν οι περισσότερες γυναίκες. Ενώπιον αυτής της κατάστασης μπορούμε να σκεφτούμε:

***** γιατί τη Μάρω την ενοχλεί κάτι που είναι κάπως αυτονόητο; και που σε τελική ανάλυση δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα; Οι υπόλοιπες τί να πουνε δηλαδή; ή οι υπόλοιπες γιατί δεν ενοχλούνται; ποιο είναι τελοσπάντων το κόλλημα της Μάρως στον εγκέφαλό της;
***** η Μάρω δεν έχει με τίποτα άλλο να ασχοληθεί και ασχολείται κυριολεκτικά με τρίχες. ***** η Μάρω μπορεί να έχει όλου του κόσμου τα καλά, αλλά την ενοχλεί κάτι ασήμαντο. ***** αφού έτσι κι αλλιώς το μουνί μαύρο είναι, τί έχει να φοβηθεί;

Επομένως από τους παραπάνω συλλογισμούς αντιλαμβανόμαστε πια την έννοια της έκφρασης, δηλαδή ότι κάποιος πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, αρπάζεται από κάτι άσχετο και φοβάται / αναστατώνεται / θυμώνει / γκρινιάζει και μας σπάει τα νεύρα.

  1. - Μα σοβαρά τώρα, ο Νώντας δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει επειδή δεν του είπα γεια όταν τον είδα;;
    - Ε τι περιμένεις ρε Δημήτρη... Έτσι είναι ο Νώντας, ανάγκη που 'χει η Μάρω, που είν' το μουνί της μαύρο.

  2. - Και εκεί που πηγαίναμε τον πατέρα μου στα επείγοντα, πετιέται και μία χαζή και μου κάνει μία λακκούβα μπροστά στ' αμάξι... γάμησέ τα!
    - Α, ρε Στέλιο... Ανάγκη πού'χει η Μάρω που είν' το μουνί της μαύρο...
    - Τί εννοείς;;;;;

(από ironick, 21/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής και σε μεγάλες ποσότητες ροή αιδοίων (μαζί με το περιτύλιγμα) από συγκεκριμένο σημείο στο οποίο τυγχάνει να στέκεται ο ανυποψίαστος παρατηρητής. Την ακατάσχετη μουνορραγία δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με την ακατάσχετη αιμορραγία η οποία μπορεί να έχει θανάσιμες συνέπειες για τον παθόντα, καθότι η ακατάσχετη μουνορραγία δημιουργεί συναισθήματα ευεξίας, ευφορίας και ανείπωτης χαράς στον προαναφερθέντα παρατηρητή και σε καμμία περίπτωση δεν απειλεί τη ζωή του.

Η ακατάσχετη μουνορραγία είναι έννοια ταυτόσημη ενός πλούσιου αιδοιοφόρου ορίζοντα, κάτι που ο λαός συνηθίζει να αποκαλεί και μουνοθύελλα, μουνοπλαγιά, θεομουνία ή και μουνοπλημμύρα.

- Πού πήγατε τελικά με τον Μικέ χθες το βράδυ;
- Γλυφάδα.
- Πώς ήταν, είχε τίποτα;
- Αν είχε λέει... ακατάσχετη μουνορραγία είχε μεγάλε. Μας βγήκαν τα μάτια έξω σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό μέτρο ποσοτικής αποτίμησης της ποιοτικής γυναικείας παρουσίας σε μια περιοχή σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, σε μια περιοχή γενικότερα, αλλά και μέτρο εμφάνισης γυναικών ή και ευκαιριών (αξιοποιημένων ή όχι) για αιδοιοκονέ στη σεξουαλική ζωή κάποιου.

  1. Πέτρος:
    - Υπάρχουν πολλά καλά γκομενάκια στη δουλειά σου αυτή την περίοδο;
    Μήτσος: - Μπα, ξεραΐλα υπάρχει. Ο αιδοιοφόρος ορίζοντας και τότε και τώρα τα ίδια σκατά παρουσιάζει. Ένα αντρολίβαδο είναι όπου πού και πού συναντάς και κανα πουρό πέμπτης διαλογής.

  2. Βασίλης:
    - Πώς πάει η σεξουαλική ζωή ρε φίλε;
    Μάρκος:
    - Άσ' τα ρε φίλε ... Αιδοιοφόρος ορίζων 0...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.

- Ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο...
- Πού να τρέχω τώρα... Άσε...
- Έλα ρε, απ' το μουνί στον κώλο είναι. Μέχρι να πας, γύρισες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified