Παίρνω τον πούλο ή Παίρνω (το) μπούλο (για τη Βόρεια Ελλάδα) ή σκέτο: (το) Μπούλο: την κάνω, με διώχνουν ή διώχνω. Πάρε μπούλο: φεύγα, καν' την. Παράγωγο ρήμα: (τη) μπουλεύω, Αόριστος: (τη) μπούλεψα

  1. - Χαχα! Τι έγινε ρε μαλάκα, σου έφαγε την γκόμενα ο Θανάσης ο χλιμίντζουρας; - Γαμώ το στανιό σου, πάρε μπούλο ΤΩΡΑ, μη σου γαμήσω!

  2. - Εεμ, Γιώργο, με τον Θανάση δεν έπαιξε τίποτα, λάθος σ' τα είπανε. - Το μπούλο τώρα, μωρή χαμούρα! Μπούλο είπαμε, γαμώ τον αντίθεό σου!

  3. - Και τι έγινε τελικά; Τον έδειρες το Θανάση; - Άσε, μόλις είδα τα μπράτσα του, τη μπούλεψα στο φτερό. Πόρτα στο Πρίβιλετζ, γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συνέχεια της κατά senekas εκδοχής του όρου ψωλαρμενίζω, η έκφραση «εδώ καράβια χάνονται κι αυτός /-ή /-ό ψωλαρμενίζει» περιγράφει την ενασχόληση με τα επουσιώδη από το ανυποψιάστο υποκείμενο, όταν η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως δύσκολη και η αποκλειστική ενασχόληση μόνο με τα απολύτως απαραίτητα είναι επιβεβλημένη.

Η στεριανή εκδοχή της θαλασσινής αυτής έκφρασης είναι το «εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται». Το πρώτο συνθετικό της έκφρασης δεν χρειάζεται συστάσεις: όταν κάτι καίγεται, πολλώ δε μάλλον όταν είναι όλος ο κόσμος, είναι προφανές ότι η κατάσταση είναι άκρως σημαντική και επείγουσα. Σ' ό,τι αφορά το δεύτερο συνθετικό για το καλλωπιζόμενο μουνί, οι εκδοχές είναι περισσότερες:

- Το χτένισμα και ο καλλωπισμός είναι μία μάλλον περιττή πολυτέλεια όταν έρχεται η συντέλεια του κόσμου λόγω πυρκαγιάς. Ακόμη περισσότερο αν μιλάμε για το χτένισμα του μουνιού, το οποίο στο φινάλε φινάλε και ποιος θα το δει υπό τις παρούσες συνθήκες;

- Πες πως θέλεις για κάποιον λόγο -ανεξήγητο σ' εμάς τους υπολοίπους- να το χτενίσεις. Ούτως ή άλλως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που υπάρχει κάτι για χτένισμα, η συγκεκριμένη κόμη είναι μικρή ή ανύπαρκτη και η ενασχόληση με το χτένισμά της, ακόμα και υπό ΚΣ, είναι άσκοπη.

- Όπως είναι γνωστό (και περίεργο), ο όρος μουνί χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον ή κάποια (μουνί κλαμένο, μουνί της λάσπης και του αγρού, μουνίκακας), οπότε η έκφραση μπορεί να σημαίνει ότι ο αποδέκτης της οργής μας ασχολείται με μαλακίες ως μη όφειλε, χωρίς όμως άμεση ή έμμεση αναφορά στο γυναικείο γεννητικό όργανο.

Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε και από τον γνωστό κωμικό Χ. Κλυνν με διαλυτικά στους διφθόγγους -αι- και -ου- σε μία εποχή που η χρήση ρισκέ εκφράσεων και βωμολοχιών δεν ήταν εύκολη, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του συντηρητικού κοινού, αφού η κατανόηση του νοήματος δυσχεράνθηκε σημαντικά με την συγκεκριμένη εκφορά.

- Άντε ρε γαμώτο, το έργο ξεκινάει σε 10 λεπτά, πότε θα πάμε, πότε θα παρκάρουμε; Άντε! - Καλά ντε! Να σου πω... Να βάλω το εκείνο το μπουστάκι το λαχανί ή το άλλο το ξώπλατο με τις πέρλες;
- Α καλά... Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι μια γυναίκα είναι αγάμητη, αραχνομούνα.

- Πω ρε μαλ, κοίτα πώς με κόβει το πουρί απέναντι ρε! Λέω να πάω να της μιλήσω.
- Ποια ρε μαλ ναούμ;
- Αυτή ρε η ξανθιά. Ωραία θείτσα ε;
- Ποια ρε, αυτή την ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.
- Αλήθεια ρε; Είναι ελεύθερη; Πού μένει; - Απηδήτου και Αγάμου γωνία, τρέξε μαλάκα θα σου κάτσει η θεία και θα βατέψεις απόψε!
- Τρέχωωω!!!!

(από prasas, 19/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει γαμάω, τονε βάζω, τον ακουμπάω.

Μεταξύ νεοσυλλέκτων :
- Ρε Πέτρο, δεν αντέχω άλλο 2 μήνες κλεισούρα στο στρατόπεδο. Έχω να γαμήσω 2 μήνες και 1 ώρα.
Πέτρος: - Άντε, μεθαύριο βγαίνουμε με άδεια, τράβα να πετσώσεις σε κανά μπουρδέλο να γίνεις αρντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όπως το τρίτο το μακρύτερο. Σημαίνει το ίδιο πράμα - κέρδος μηδέν, διάψευση προσδοκιών, ήττα, απογοήτευση. Βασικά, είναι το ίδιο πράμα, άμα το καλοσκεφτείς. Η διαφορά εδώ είναι ότι δεν μας τη φόρεσαν επί τόπου αλλά μας την τύλιξαν ωραία ωραία στο λαδόχαρτο να την πάρουμε πακέτο για το σπίτι νά 'χουμε να πορευόμαστε. Πίκρα διαρκείας, δηλαδή.

Το λαδόχαρτο, εικάζω, είναι σαν κι αυτό που τυλίγουν τα κοψίδια take away. Μην το πάμε κυριολεκτικά, να φέρουμε και την εικόνα στο μυαλό μας, διότι είναι μια αηδία.

Εκφέρεται συνήθως γρήγορα, με το μια πάντα μονοσύλλαβο και, σε μεγάλες πίκρες, απνευστί και με μπ- αντί για π- στην πούτσα: μιαμπουτσαστολαδόχαρτο.

Ως ηπιότερη εκδοχή απαντάται και το μια σκατούλα στο λαδόχαρτο. Κάτι πήραμε αλλά δε λέει.

  1. - Σου την εδωσε, ρε, την άδεια;
    - Μιαμπουτσαστολαδόχαρτο μου έδωσε ... άσε με στον πόνο μου ...

  2. - Καλά, πλάκα μας κάνουνε ... σαρανταδύο ευρώ μικτά βγαίνει η αύξηση; Δηλαδή, μια σκατούλα στο λαδόχαρτο πήραμε πάλι ...

[Σημειώνω ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται, μην σας στοιχειώσω και τα όνειρα...] (από patsis, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για ευνόητους λόγους.

- Τι έγινε τελικά ρε Γιώργο, το πιτσίλισες το μώρακι χτες;
- Άσε ρε μάγκα, έμπλεξα με παρθενοπιπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.

Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που προηγείται της έκφρασης και σκοπίμως το παραλείπει ο λαϊκός ποιητής είναι το «δεν τη γαμώ...», δηλαδή μιλάμε, είτε για μπάζο ολκής, είτε για πολύ εκλεκτικό γαμίκο, ο οποίος μπρος στον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί σαβουρογαμόσαυρος δε γαμεί ούτε με ξένο πούτσο. Έκφραση τίγκα σουρεάλ λέμε.

- Πω πω πω πω! Τι απίστευτος μούνος είναι αυτή η Φρόσω ρε δικέ μου.
- Ποια Φρόσω; Όχι η Φρόσω η γνωστή που είναι σα μαούνα...
- Αυτή είναι γυναίκα! Τρία στρέμματα. - Ούτε με ξένο πούτσο αδερφέ. Δε μου λες, ήσουν πάντα τέτοιος σαβουρογάμης ή έχεις καιρό να γαμήσεις και έχεις σαλτάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...

- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...

προσοχή στους τοίχους! (από BuBis, 13/09/09)

Βλέπε και τοίχο-τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το κάναμε μόδα κι έγινε συνήθειο, μας είπαν να χέσουμε κι εμείς ξεκωλωθήκαμε, μας άρεσε το σκηνικό και δε λέμε να ξεκολλήσουμε. Κυριολεκτικά ίσως σημαίνει ότι είπαμε να το δοκιμάσουμε λίγο για να δούμε πώς είναι ρε αδερφέ και τελικώς τον παίρνουμε πλέον συστηματικά και κατ' εξακολούθησιν.

  1. - Του είπα να περάσει από το σπίτι αφού το γραφείο είναι δίπλα αν χρειαστεί κάτι και το 'χει πάρει ο κώλος του παραμύθι και μου κουβαλιέται κάθε μέρα. Πες μου εσύ τί να κάνω τώρα...

  2. - Μία φορά έκανα το λάθος να την πάω στην Tod's να πάρει μία τσάντα και δεν έχω βρει ησυχία από τότε.
    - Εμ, σου τά 'λεγα εγώ ότι θα το πάρει ο κώλος της παραμύθι και θα σου σκοτίζει τ' αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified