Further tags

Ένας κάπως κομψός τρόπος να διακρίνει κανείς γκόμενα από τραβέλι. Ανακάλυψη σοκ, καθώς υπάρχουν και πολλά όμοια:
Αναΐς από το Παναής
Ρέα από το Ανδρέα
Barbie από το Μπάμπη
Σάρα από το Μητσάρα... κλπ

  1. [συζήτηση φίλων για τα πρόσφατα κατορθώματα]:
    - Φίλε πρόσφατα μπιστόλιασα την Κέλλυ..
    - Ρε μαλάκα με τραβέλι πήγες;
    - Ωχ... Θες να πεις ότι το Κέλλυ...
    - ...απ'το Βαγγέλη. Καλά ρε, δεν σου έκανε εντύπωση η χοντρή φωνή;

  2. [σκηνικό σε μπουρδέλο με αρχικάφρο φίλο]:
    - Γεια σου μωρό μου, είμαι η Κέλλυ.
    - [μετά σύντομης «επεξεργασίας»] Μάϊστα... Να σου πω ρε μωρό, το Κέλλυ βγαίνει από το Βαγγέλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που «περιποιείται» τους πάντες. Αλλιώς, η παρτόλα.

- Σοβαρά; Την έχει πηδήξει κι ο Γιώργος την Ελένη;
- Ποιος Γιώργος ρε, τη μισή γειτονιά έχει πάρει. Γυναίκα ασθενοφόρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που το λυσσάρα και το τσιμπούκια ο τίγρης είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν. Η περίοδος κυνηγιού της αρχίζει από τα μεσάνυχτα και τραβάει μέχρι πρωίας. Όποιος πέσει θύμα της, έχει τις συνέπειες του κατασπαράγματος, στραγγίσματος μέχρι τελευταίας σταγόνας και υπερκόπωσης ημερών.

- Μαλάκα τι κομμάτι είναι αυτό;
- Γάμησέ τα φίλε, μαύρη πίπα μες στη νύχτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πορνίδια ανωτάτου βαθμού, που είναι ικανά πράξεις απύθμενης πουτανιάς. Χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις.

Είναι κάτι όπως η έκφραση το ιδιαζόντως ειδεχθές για τα εγκλήματα, μόνο που αναφέρεται σε τσούλες.

- Μα αν είναι δυνατόν, να τριφτεί στον πατέρα μου και μετά να έρθει να μου πει από πάνω, ότι της την έπεσε κιόλας! Και εγώ πήγα και την πίστεψα ο μαλάκας!
- Εγώ σου έλεγα ότι είναι πόρνη του ελέους και του σκότους, αλλά εσύ δε με πίστεψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, ή ο στρέι, ή το αγορίτσι, δηλ. ο άντρας που γυναικοφέρνει αισθητά.

Τρελό αγόρι λέγεται γιατί έχει έναν αέρα παρδαλοσύνης, έχει ένα χμου ελαφρότητας και ανεμελιάς, σαν το τρελοκόριτσο. Δεν αποκλείεται όμως να αποκαλέσουμε τρελό αγόρι και τον καθόλα σοβαρό άντρα, του οποίου όμως την τάση αναγνωρίζει το έμπειρο μάτι.

Προφέρεται αδελφίστικα.

Παρομοίως βλ. τρελό μωρό, μελαγχολικό αγόρι.

  1. Τρελό αγόρι της πολιτικής σκηνής έζησε τον έρωτα του με ώριμο αγόρι στο Μανχάταν υπό το βλέμμα της CIA!

  2. Αυτό το τρελό αγόρι … ήθελαν να «καθαρίσουν» οι Ρώσοι; Τους Ρώσους τους αγαπάμε! Τους Σοβιετικούς ακόμη περισσότερο. Αλλά οι μυστικές τους υπηρεσίες … μυρίζουν βότκα! Γιατί; Δεν εξηγείται αλλιώς, καθώς η FSB (πρώην KGB) σχεδίαζε την δολοφονία του Κώστα Καραμανλή σε συνεργασία με την Μοσάντ και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες!

  3. Το τρελό αγόρι και η γοργόνα.
    Ένας gay μπαίνει στην θάλασσα και βλέπει έναν καρχαρία. Αρχίζει να κολυμπαει γρηγορα φωνάζοντας:
    - Βοήθεια, καρχαρίας, καρχαρίας!
    Κι ο καρχαρίας:
    - Μην φοβάσαι καλέ, κι εγώ γοργόνα είμαι.....

από το νέτι

Τρελοκαταθλιπτικό αγόρι, κατά Σαρκοζί. (από Khan, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φερόμενη και ως τροτέζα, η γυναίκα η πόρνη στη ψυχή κατά προσπάθεια και κατ' ευχαρίστηση, χωρίς όμως πλήρη επιτυχία.

Συναντώνται παντού και ικανοποιούνται με μεσοβέζικες ντεμέκ καταστάσεις.

Δεν πρέπει να συγχέονται με τις συνειδητοποιημένες πουτάνες ούτε με τις άβγαλτες αθώες κορασίδες.

- Ρε μαλάκα πάλι μου τα γύρισε η Κατίνα, λέει ότι τελικά με θέλει και ότι χωρισμός μέσω mail ήταν επειδή είχε πιει πολύ..
- Γνωστή ψευτοπόρνη, πλασεδάκι και goodbye!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμμετρος και ποιητικός τρόπος για ν’ αποκαλέσεις τον άλλο πούστη. Ερανισμένο από την α-χτύ-πη-τη Ανθολογία νεοελληνικής αθυροστομίας της Μαρίας Κουκουλέ.

-Τι φιλήδονες χειλάρες που έχεις γλυκέ μου!
-Ίσα μωρή χαμούρα! Από τον κώλο φαίνεσαι πως αγαπάς τα σύκα.

πρβλ. συκιά, τσαπέλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καίει τη βάτα !! Αυτός που σπάει τον καρπό και όταν καπνίζει καίει τη βάτα από το σακάκι του.

μμμμμμμ!!! την καίει τη βάτα ο καινούργιος ; ή έτσι μου φαίνεται ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ναζιάρα.

συνων. καθαρευουσιάνικο (νεολογισμός) ακίζομαι < ακίς = μύτη βελόνας. Κάποια που κάνει σαν να την τσιμπάνε συνέχεια βελόνες.

Από το αγγίζω.

Όλο κόλπα και κουνήματα είναι... πολύ γκιάξε με Γιάννη, γκιάξε με...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified